ΣΤΙΓΜΗ
Στην ύστατη κραυγή η φύση μοναχή της
γεννάει τη στιγμή.
Κρατώ το νεογέννητο.
Το γέλιο του φυσάει τη λεύκα κι ο ουρανός
σα θυμιατό κουνιέται.
Ο πατέρας μου. Ποιος είναι ο πατέρας μου; ρωτάει.
Ο καπετάνιος λέω.
Αυτός που το καπέλο του το ναυτικό στους γλάρους
το δωρίζει
μη και βουλιάξει ο ουρανός πριν σπάσει με το στέρνο του
το πιάτο του θανάτου.
Κι εκείνο, τα χάλκινά του μάγουλα όπως φουσκώνει
πανιά αιωνιότητας ξανοίγονται
στο χώμα.