Έτσι το πίστευα
Έτσι το πίστευα όταν ασάλευτα τα δέντρα
πως ανεμόμυλοι τον άνεμο αλέθουν
κι η αλεσμένη του φωνή στις πέτρινες
τετράποδου τις πλάτες μοιρασμένη
ισόποσα για να μη γέρνουν τα σακιά
και ο πολτός τουμπάρει
σε στόμα φαφούτικου γκρεμού
Έτσι το πίστευα πως κάπου μεταφέρεται
πως κάπου ξεφορτώνεται
πως κάπου θάβεται η σιωπή.
Ύστερα, έτσι το πίστευα, φύτρωνε χιόνι
κι από τα κάτω προς τα πάνω χιόνιζε
βγαίνοντας από τα έγκατα της γης
από τα βάθη της σιωπής, Σιωπή.
Κι έλεγα είναι το φάντασμα. Της αλεσμένης
το κορμί που κάποιες φορές ξεφεύγει.
Η γη τότε τιτίβιζε αηδόνια αρωμάτων
Βιολέτες ή και Πασχαλιές πάνω σε πολυέλαιους
τις νύχτες τις Μεγάλες.
Έτσι το πίστευα πως ο ψαλμός θρηνεί κι αυτός
τη Σιωπή του αλεσμένου στήθους.
Έτσι πάλι το πίστεψα όταν σ’ εκείνο το μνήμα ειδικά
ανέσπαε τα μαλλιά της.
Από τα κάτω προς τα πάνω πίστεψα
το πρόσωπο φυτρώνει.
Κι όταν τα γόνατα ξερά και μαύρα επέστρεφαν
όπως η μαύρη αλήθεια
το Είναι του κόσμου παίζονταν.
Έτσι το πίστευα όταν με την υγρή πετσέτα
άγρια σφουγγίζονταν το ασημένιο τάμα.
Το κρεμασμένο στης Κυρα-Βγένας το λαιμό
Στου θηλυκού βουνού το στήθος.
κι από τα κάτω προς τα πάνω χιόνιζε
βγαίνοντας από τα έγκατα της γης
από τα βάθη της σιωπής, Σιωπή.
Κι έλεγα είναι το φάντασμα. Της αλεσμένης
το κορμί που κάποιες φορές ξεφεύγει.
Βιολέτες ή και Πασχαλιές πάνω σε πολυέλαιους
τις νύχτες τις Μεγάλες.
Έτσι το πίστευα πως ο ψαλμός θρηνεί κι αυτός
τη Σιωπή του αλεσμένου στήθους.
ανέσπαε τα μαλλιά της.
Από τα κάτω προς τα πάνω πίστεψα
το πρόσωπο φυτρώνει.
όπως η μαύρη αλήθεια
το Είναι του κόσμου παίζονταν.
Έτσι το πίστευα όταν με την υγρή πετσέτα
άγρια σφουγγίζονταν το ασημένιο τάμα.
Στου θηλυκού βουνού το στήθος.