Όταν ακυβέρνητα τα Ιερά κατάρτια,
λουστραρισμένα δάκρυα τις έννοιες
ξεβάφουνε αλλάζοντας κι αυτά
τα πρωτοχρώματα
των ίδιων των γραμμάτων.
Όταν ακυβέρνητα τα Ιερά κατάρτια, σα να βακχίζει ο νους στο στόμα τη σφυρίχτρα βάζοντας πάνω ακόμα κι απ’ αυτές των πεθαμένων ώρες Κοινής πια ησυχίας.
Στου Γρέγου το χαλάζι τότε, Θεέ μου Μεγαλοδύναμε ένα αδέσποτο ρεμπέτικο την ανθρωπότητα μαρκάρει καθώς σκυφτή μπρος στης επιτυχίας το πανί γυαλίζει τα σκαρπίνια της και τρίβει συνεχώς και τρίβεται. Συντρίβει και συντρίβεται.
Μα όπως από την κραυγή μιας μυρωδιάς του Κέδρου όλα τα βέρσα της ηχούς πάλλονται στο τρίγωνο του χρόνου Απ’ την κραυγή μιας μυρωδιάς κάποιος, κάποτε θα ξαναγράψει την αγάπη.