Εν μέσω μίας συγκυρίας πανδημίας όπου τα πολλά λόγια είναι φτώχια κι όμως ξεχειλίζουν τα κανάλια, τα ραδιόφωνα ,τα σόσιαλ μήντια, ατελείωτη φλυαρία, γεννιέται ένα κομψό, λιτό, δωρικό βιβλίο ως προς την όψη και το περιεχόμενο. Λευκό-γκρι το περίγραμμα του εξωφύλλου, λεπτεπίλεπτο γράμμα και ένα σκαρίφημα πεταλούδας με μία μικρή νεκροκεφαλή. Αχεροντία η άτροπος. [(Acherontia atropos) νυκτόβια πεταλούδα που έλκεται από την μυρουδιά των κυψελών λόγω της εξάτμισης του μελιού. Αυτό κάποιες φορές της στοιχίζει την ζωή. Όταν την πάρουν είδηση οι μέλισσες την κυνηγάνε και την θανατώνουν αμέσως, κάποιες φορές καταφέρνουν και την πετάνε έξω από την κυψέλη. Το μήκος της είναι 10 έως 15 εκατοστά, το χρώμα της καφέ ανοικτό, στην πλάτη της υπάρχουν σε ίση απόσταση μεταξύ τους δυο μαύρες κηλίδες που φαίνονται σαν μάτια, με λίγη φαντασία σχηματίζεται το περίγραμμα μιας νεκροκεφαλής. Οι μελισσοκόμοι βλέποντας αυτή την ομοιότητα, την βάφτισαν, δίνοντας της το παρατσούκλι νεκροκεφαλή].
Η γλώσσα και η έκβαση της ιστορίας αφηγηματικά λιτή, γλωσσολογικά κοφτερή.Ο Λάμπρος Κώνστας, στην παλαιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, και η ιστορία του. Τα μάγια που έγιναν στην κόρη του πριν το γάμο της η οποία και πέθανε για να νυμφευθεί η ανιψιά του, κόρη της αδελφής του, τον χήρο γαμπρό. Οι ιστορίες του Αλεξίου παραπέμπουν στις ιστορίες των ορεινών χωριών μας που τις ακούγαμε ξανά και ξανά και βιώναμε τις αισθήσεις τους τα βράδια στις βόλτες, στα λιβάδια. Η εικόνα που οραματίστηκε κάποιος και βρέθηκε θαμμένη, η νεράιδα που ήρθε στον ύπνο, οι λύκοι που είχαν περικυκλώσει το χωριό, η αρκούδα που κατέβηκε πεινασμένη, ο άνδρας που χάθηκε περπατώντας πλάι στο ποτάμι, η ρουφήχτρα που τράβηξε τα παιδιά που κολυμπούσαν. Τι είναι μύθος, τι αλήθεια; «Μάγισσες και νεράιδες ήταν ακόμη πραγματικές στα χείλη των ανθρώπων» .Είναι εκεί στα όρη, στη φύση, στα νερά, στα έλατα που μύθος και πραγματικότητα γίνονται ένα, όπως κάποτε, στο αρχαϊκό παρελθόν της ανθρωπότητας κατά τον Τόμας Μαν η συνείδηση ήταν κοντά στο όνειρo, στο μαγικό. Ιστορίες που θυμίζουν επίσης το βιβλίο του Α.Κορτώ Η Λύσσα και το έργο της Z.Ζατέλη Και με το φως του Λύκου επανέρχονται.
Η γραφή του Αλεξίου κάνει μία συνέχεια λέξεων, τόπων, παραδόσεων. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ο ήρωας: Ο πατέρας της/ξεκίνησε αποβραδίς/για τη Μέσα Μάνη / Εκεί/-του είπαν-/στο τάδε μέρος/ σε περιμένει η κυρία Αλεξάνδρα/είναι γυναίκα της εκκλησίας/μόνον αυτή ξέρει να λύνει μάγια/ Πέρασε το Ροπάτι, την Κάπεζα, την Κόλιζα…/τη Ρόριζα/τη λάκα του Παρηγόρη…/τη Μαγκούλιτσα/τη Μητσούριζα/.. Τη Γούβα/την Ντριμοίρα/…Και άλλους τόπους/ υποψιασμένους και φορτωμένους/με σλαβικά, οθωμανικά και αρβανίτικα/ τοπωνύμια/ με βαριά σκιά.
Ο τόπος ως λόγος και ποίηση με την ονοματοδοσία του και την ιστορία του γίνεται γέφυρα που συνδέει με άλλους τόπους και άλλες ιστορίες.Ζάρακας στη Λακωνία, Ζάρακες στην Εύβοια, Κακόρεμα στη Θεσσαλία, Τσαρδάκι στα Αγραφα και άλλα πολλά. Ονοματίζοντας αναδύεται το κακό που γράφτηκε σε ιστορίες ανθρώπων και τόπων στη μοίρα που προμηνύουν οι λέξεις. Η ροή, η συνέχεια, η επανάληψή του,ς όπως αποτυπώνεται στις σελίδες γίνεται ξόρκι απάντηση στην ιστορία μας.
Εξαιρετικό το λεξιλόγιο που συνοδεύει στο τέλος το ποίημα- αφήγημα στη «διακεκομμένη» λεκτικά εποχή των γκρίκλις και των τηλεγραφικών μηνυμάτων. Αχλή, γούπατο, ζούδι, μάγγανο, τσιτσίρισμα. Μιζώ=βγάζω νέα κλαδιά…
Λέξεις άνθη.