Στην καρδιά του καλοκαιριού, στη ραστώνη της Αθήνας, χτύπησε το κουδούνι. Κανέναν δεν περίμενα κι όμως επήλθε η «συνάντηση». Δώρο από τον εκδότη, το Ανοιχτό βιβλίο του ιταλού ψυχαναλυτή Massimo Recalcati. Ένα βιβλίο που αφορά την πράξη της ανάγνωσης και την ερωτική μας σχέση με το βιβλίο. Λόγος, σκέψη, affect, ήτοι αίσθηση, αίσθημα, επίδραση στο σώμα, έγιναν ένα με την ανάγνωση του Ανοιχτού βιβλίου που συνεχίστηκε σε ανοιχτό ορίζοντα στα βουνά της Πίνδου.
«Το βιβλίο δεν είναι ένας τοίχος που θα έπρεπε να διαχωρίζει τη ζωή από την επιθυμία, αλλά μια ισχυρή εικόνα επιθυμίας η οποία ραγίζει τον τοίχο που θα ήθελε να την εμποδίσει». Ο Ρεκαλκάτι προσεγγίζει τη σχέση μας με το βιβλίο μέσα από μια κεντρική έννοια της λακανικής θεώρησης που είναι ο τοίχος (Mur) της γλώσσας. Δίνει μια εντελώς άλλη διάσταση στη σχέση μας με την ανάγνωση από αυτή που «νομίζουμε» ότι έχουμε. Νομίζουμε, διότι κινούμαστε στο πεδίο του συνειδητού που αποτελεί μια σειρά αντανακλάσεων, καθρεφτισμάτων, σκέψεων-εικόνων που προσκρούουν στον τοίχο που δημιουργεί μια γλώσσα κοινή, καθολική, αυτή που μαθαίνουμε στην οικογένεια, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην εργασία, στις κοινωνικές ανταλλαγές. Γλώσσα που μας αλλοτριώνει, αναγκαίο κακό αρχικά της εισόδου στον κόσμο, απομακρύνοντάς μας από μέρη του εαυτού μας πρωταρχικά, ασυνείδητα, κομμάτια του Πραγματικού (Réel) που φέρει ως δυναμικό κάθε πλάσμα που έρχεται στον κόσμο. Διαβάζουμε λοιπόν και πασχίζουμε να κατανοήσουμε διανοητικά, γνωστικά, να διαπεράσουμε τις λέξεις και να πούμε κάθε φορά τι προσκομίσαμε από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Η κυριαρχία του γνωστικού. ‘Ηδη αυτός ο τρόπος προσέγγισης του βιβλίου γίνεται «τοίχος». Ο Ρεκαλκάτι αναμοχλεύει την έννοια της πρωτογλώσσας, της Lalangue, έννοια που εισήγαγε ο Λακάν αλλά ο ίδιος στη συνέχεια την περικυκλώνει με το δικό του μοναδικό τρόπο. Αυτή η πρωτογλώσσα του μωρού, το βάβισμα (βαβαβα), η πρώτη ανταλλαγή με τον Άλλο είναι καταλυτική. Είναι μια γλώσσα που εγγράφεται απευθείας στο σώμα, διεισδύοντας μέχρι τα σπλάχνα. Δεν είναι μια γλώσσα που ρέει σαν ποταμός βγαίνοντας από ένα σώμα, αλλά είναι η ίδια σώμα, χείμαρρος. Πρόκειται για τα «θαμμένα, πυρακτωμένα θραύσματα του παρελθόντος μας» που αποτελούν αναρχική εισβολή ενορμητικών εγχαράξεων από τον Άλλο, που τα φέρει ως ασυνείδητη μνήμη και τα εγγράφει στο σώμα του παιδιού. «Είναι ένα είδος ασυνείδητης θράκας που καίει κάτω από την αναμμένη φωτιά της γλώσσας».
Αυτή η πρώτη γλώσσα με τα ίχνη της, είναι αυτή που ανακινείται στην ανάγνωση του βιβλίου και μας συγκινεί, μας αγγίζει, μας ξεσηκώνει έως και αλλάζει την πορεία της ζωής μας. Κυρίως όταν της επιτρέπουμε να αναδυθεί και με τις σπίθες της να ανάψει φωτιές. Η γλώσσα αυτή είναι για τον καθένα μοναδική, ενική, υποκειμενική σε αντίθεση με την γλώσσα που μοιραζόμαστε με τους άλλους, τρέχουσα, καθολική, συλλογική. Ως τέτοια, όσο νομίζουμε ότι προχωρά την «επικοινωνία» τόσο περισσότερο κλεινόμαστε πίσω από τον τοίχο που δημιουργεί. Καθώς, υπάρχει ένα άλλο πεδίο, σωματικό, ασυνείδητο στο οποίο λειτουργούμε και όπου συναντιόμαστε με κάθε άλλο του κοινωνικού πεδίου, χωρίς ακριβώς να γνωρίζουμε τι μας φέρνει κοντά. ‘Οπως και η συνάντηση με κάποια βιβλία αποτελεί ερωτική συνάντηση..Το βιβλίο με την πρωτογλώσσα του συγγραφέα ιχνογραφημένη στο ίδιο το γράμμα, έρχεται να μας ανακινήσει, να μας συνταράξει, αγγίζοντας θραύσματα της δικής μας πρωτογλώσσας. Γι αυτό, όπως γράφει ο Ρεκαλκάτι, παρότι μπορεί να έχουμε διαβάσει ένα κοινό κορμό βιβλίων με άλλους ανθρώπους, ο τρόπος με τον οποίο τα έχουμε διαβάσει είναι εντελώς διαφορετικός, μοναδικός, μέσα από την επαφή με το ίδιο μας το σώμα, με αυτό που το βιβλίο με το γράμμα, τη συλλαβή, το φώνημα, σκάβει στην ίδια μας τη σάρκα.
Η άλλη έννοια σ’αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι η φαινομενολογική, η Μερλωποντιανή προσέγγιση του «βλέπω και βλέπομαι», διαβάζω και διαβάζομαι. Προσέγγιση που βλέπει τον κόσμο ανοιχτό, ζωντανό, όπου υποκείμενο και πράγμα δεν είναι ακίνητα αλλά πάλλονται εκατέρωθεν. Τα πράγματα έχουν ζωή που την κινούμε με το βλέμμα μας, με το σώμα μας, με το είναι μας και αυτά μας το αντιγυρνούν. Διαβάζουμε ένα βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα το βιβλίο «μας διαβάζει», διαβαζόμαστε από αυτό καθώς είμαστε οι ίδιοι ως υποκείμενα ανοιχτό βιβλίο που αναμένει να διαβαστεί…
Όπως στον έρωτα αναμένει κανείς να διαβαστεί από τον ερωμένο και να τον διαβάσει, έτσι και το βιβλίο ως ανοιχτή ερωτική συνάντηση έρχεται να μας διαβάσει την κρίσιμη στιγμή που δεν το περιμένουμε και να ανακινήσει αυτό που δεν γνωρίζαμε, δίνοντας νέα πορεία και νόημα στη ζωή. Κάπως έτσι επήλθε και η δική μου συνάντηση με το Ανοιχτό βιβλίο του Ρεκαλκάτι που γέννησε εκτός των άλλων και το κείμενο αυτό.
Στα δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται στα βιβλία που τον σημάδεψαν και στον τρόπο με τον οποίο έριξαν βόλια στο σώμα του. Η Οδύσσεια του Ομήρου , τα Γραπτά (Écrits) του Λακάν, η Ναυτία του Σαρτρ , το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ.
Ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι εκτός από ψυχαναλυτής είναι και δάσκαλος Πάνω απ’όλα όμως είναι υποκείμενο που εμπεριέχει τον εαυτό του και την ιστορία του σε οτιδήποτε γράφει. Ξεκινά από τα δικά του θραύσματα, τα οποία εκθέτει και ανασυνθέτει, βάση από την οποία ξεκινά ως ηθική της ψυχανάλυσης αλλά και της διδασκαλίας. Κι επειδή η διδασκαλία είναι κεντρική στο κοινωνικό πεδίο, είναι δάσκαλος που εμπνέει με τη δική του ερωτική, σωματική σχέση με τη γνώση, την επιθυμία στο μαθητή.. Βιβλίο σημαντικό, κομβικό για μια κοινωνία που έχει προσχωρήσει σε αποστειρωμένη, γνωστική, σχολική, πανεπιστημιακή, καθεστηκυία σχέση με την ανάγνωση. Ας μην αναρωτιόμαστε γιατί οι νέοι- και όχι μόνο- δεν διαβάζουν βιβλία. Βιβλία που τείνουν να γίνουν εμπορικό, καταναλωτικό, προσαρμοστικό αντικείμενο. Ο Ρεκαλκάτι απογειώνει την αύρα που φέρει η ανάγνωση στη ζωή μας, καθιστώντας την ερωτική, ζωτική δημιουργία.
Να επισημάνω τέλος την μοναδικότητα της μετάφρασης του Χρήστου Πονηρού που ρέει σα ρυάκι ήρεμο και καθάριο. Μεταφραστής των περισσότερων έργων του Ρεκαλκάτι από τα ιταλικά, έχει εμφανέστατα εμπνευστεί και καθοριστεί από τη συνάντηση μαζί του.