Γνωριστήκαμε τυχαία: για να πω την αλήθεια με επισκέφτηκε μια ώρα που δεν ήταν καθόλου ευχάριστη για επισκέψεις. Ωστόσο, ήμασταν αμοιβαία πολύ ευγενικοί: του έδειξα φιλόξενα το διαμέρισμά μου ακόμη και τη μικρή μου συλλογή των επιστολών,ενώ εκείνος με ρώτησε ευγενικά για την υγεία μου, για τα ονόματα των γνωστών μου, μου είπε ότι είναι λάτρης της λογοτεχνίας, ότι και ο ίδιος γράφει λίγο και είναι ευχαριστημένος που γνωρίστηκε μαζί μου. Χωρίσαμε ακόμα πιο ευγενικά και από τότε άρχισε να έρχεται πότε-πότε στο σπίτι μου για να φλυαρήσει πάνω από ένα ποτήρι τσάι για τούτο ή για κείνο. Μιλούσαμε με ειλικρίνεια.
-Ξέρετε, μου είπε κάποτε, ρίχνοντας ρούμι στο τσάι, ξέρετε, μιλώντας ειλικρινά από καρδιάς, εγώ αυτή την ονομαζόμενη χιουμοριστική λογοτεχνία, δεν την εγκρίνω… Παρακαλώ, ποιος είναι ο λόγος; Αφού είναι πειρασμός! Για τον κόσμο είναι πειρασμός!
– Μα τι λέτε,Στανισλάβ Ιβάνοβιτς, αντέτεινα εγώ. Τι είδους πειρασμός; Για ποια θέματα μπορούμε να γράφουμε! Αφού το βλέπετε και ο ίδιος ότι είναι θέματα εντελώς ακίνδυνα. Για την πεθερά, για τον ταμία, για τον επίτροπο… Και επιπλέον μου φαίνεται ότι τα θέματα είναι ελάχιστα και αυτό μου φέρνει θλίψη.
– Διαβάζω κύριε, διαβάζω μα δεν εγκρίνω… Ας πούμε λέτε για την «πεθερά». Πρώτον, η πεθερά μπορεί να είναι μια πολύ τίμια γυναίκα και, δεύτερον, υπονομεύετε με αυτούς τους εμπαιγμούς την οικογενειακή ζωή, τον θεσμό του γάμου. Κάποιος θα ήθελε να παντρευτεί, αλλά θα φοβηθεί την πεθερά. Και ντρέπεται επειδή οι γνωστοί του θα τον ρωτήσουν ειρωνικά για την υγεία της. Και όλοι εσείς οι χιουμορίστες είσαστε ένοχοι. Προκαλείτε βλάβη. Ας πούμε τώρα για τον «επίτροπο». Δώστε μεγάλη προσοχή γιατί οι επίτροποι, ο πυρήνας των κυβερνητικών υπαλλήλων είναι τιμημένοι, πράγμα που σημαίνει ότι γενικά είναι έμπιστοι στις αρχές. Άρα γράφετε εναντίον των αρχών.
– Μα αφού κλέβουν.
– Αυτούς τους τιμωρούν. Αλλά δεν πρέπει να αστειεύεστε κύριε, να υπονομεύετε… Ή ας πούμε για τον «ταμία». Επειδή, όταν επιτίθεστε στους ταμίες, επιτίθεστε στην ιδιοκτησία.
– Πώς γίνεται αυτό;
– Είναι φυσικό κύριε. Κάποιος αρχίζει να αποταμιεύει χρήματα, έχει μια κινητή περιουσία που θα την έβαζε στην τράπεζα, αλλά τώρα φοβάται και τη σπαταλάει.
– Μα το δικό μας φταίξιμο που είναι;
– Τα φουσκώνετε, όχι κύριε, αυτό δεν είναι καλό. Όχι, δεν το εγκρίνω. Όμως και εσείς γενικά γράφετε χωρίς σεβασμό. Συχνά διαβάζω κριτικές και παρωδίες ακόμη και για τους στρατηγούς. Είναι δυνατόν; Μιλάτε για τα πάντα αρνητικά και με σαρκασμό… Εγώ, ξέρετε, μιλώντας ειλικρινά, θα ήθελα να ξεπαστρέψω τη χιουμοριστική λογοτεχνία… Δεν είναι καιρός για γέλια… Εκεί, στο εξωτερικό, είναι άλλο θέμα κύριε, εκεί από καιρό υπάρχει δυσπιστία. Εδώ όμως ο λαός είναι ευσεβής με όλη του την καρδιά, αλλά εσείς τον διαφθείρετε. Σας μιλώ ειλικρινά. Δεν είναι στα ρωσικά πρότυπα το γέλιο. Οι Ρώσοι αγαπούν την προσευχή. Σ’ αυτό εδώ το πνεύμα θα πρέπει να γράφετε. Να γράφετε για την ανδρεία, τη στρατιωτική και την πολιτική, να εμπνέεται με τον έντυπο λόγο τον φόβο και την υπακοή, την αγάπη για την πατρίδα, την ανάγκη για στρατιωτική θητεία και επίσης την εγκράτεια στο αλκοόλ… Λοιπόν, εντέλει, καταλαβαίνω ότι για πιο μορφωμένους αναγνώστες υπάρχουν διάφορα είδη ερωτικών περιγραφών και μυθιστορημάτων… Γιατί όχι; Μια διασκέδαση για τους κουρασμένους από το πνεύμα της υπηρεσίας, και αν κάτι είναι γραμμένο με ταλέντο, τότε και αυτό συμβάλλει, σκύβοντας στην οικογενειακή ζωή, στην αύξηση του πληθυσμού και,ως εκ τούτου, στα έσοδα της κυβέρνησης…
– Φυσικά, και εσείς γράφετε! – τον διέκοψα εγώ.
Κοκκίνισε και είπε ντροπαλά:
– Ποιήματα κύριε… στον ελεύθερο χρόνο από τη δουλειά…
– Έχετε μαζί σας; Δείξτε μου, είμαι περίεργος…
– Έχω μαζί μου, κύριε…, -και έβγαλε διστακτικά από την πλαϊνή τσέπη ένα ροζ σημειωματάριο. Στην αρχή είναι τα πρώτα μου πειράματα στη στιχοπλασία και στην ποίηση… Έκανα σε ποιητική μορφή όλους τους ιδιοκτήτες σπιτιών του Σαν Πίτερμπουργκ… Εδώ, είναι ένα ποίημα πιο ρομαντικό σε περιεχόμενο: πήρα τις σκέψεις ενός επιστάτη που υπέφερε από πονόδοντο, αλλά ήταν αναγκασμένος να κάνει τη νυχτερινή βάρδια… Αφού πρέπει και αυτούς να τους λυπόμαστε… Άλλη φορά, θα τον κοπανούσα στη μούρη, αλλά εγώ τον λυπάμαι… Η υπηρεσία όμως… Εδώ έχουμε μια μικρή ωδή σαν του Ντερζάβιν[1]προς τιμήν του τοπικού αστυνόμου,… Όχι, όχι, αυτά μην τα διαβάσετε… Είναι σαν του Πούσκιν… Θα ήθελα να σας ρωτήσω τα πάντα, -είπε διστακτικά, σωπαίνοντας, – θα μπορούσα να δημοσιεύσω μερικά;
– Πού; Στο Ασκόλκι; Αφού εσείς ο ίδιος είπατε…
– Το πνεύμα του περιοδικού θα ανυψωθεί…
– Όχι, τα ποιήματα είναι γοητευτικά, ζωηρά, αλλά δεν ταιριάζουν στον προγραμματισμό…
Χαμογέλασε αυτάρεσκα και άρχισε να πίνει το τσάι.
Βίκτορ Βικτόροβιτς Μπιλίμπιν (1859-1908), Ρώσος πεζογράφος και δημοσιογράφος, συντάκτης του περιοδικού Ασκόλκι/Θραύσματα που αναφέρεται σε αυτό το μικρό διήγημα. Ο Μπιλίμπιν έχει γράψει αρκετά χιουμοριστικά διηγήματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές διηγημάτων: Αγάπη και γέλιο, Χιούμορ και φαντασία, Χιουμοριστικά σχεδιάσματα. Σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Κατέλαβε ανώτατα αξιώματα στη διοίκηση. Είναι σύγχρονος του Τσέχοφ και όπως κι εκείνος δημοσίευε στα πρώτα του βήματα στο περιοδικό Στρικαζά. Είναι γνωστός και από την αλληλογραφία του με τον Τσέχοφτον οποίο γνώρισε το 1885.
[1]Γαβριήλ Ρομάνοβιτς Ντερζάβιν (1743-1816), Ρώσος ποιητής, κρατικός παράγων, γερουσιαστής, μυστικοσύμβουλος.