Εισαγωγικό σημείωμα
Στο κείμενο αυτό μιλάει ο πατέρας Βίκτωρ Ουγκώ. Ένας πατέρας εξαιρετικά άτυχος. Μετά τον πρώτο του γιό Λεοπόλδο που πεθαίνει βρέφος, λιγότερο από ενός έτους, πνίγεται στον Σηκουάνα η μεγάλη κόρη του Λεοπολδίνα μαζί με τον άνδρα της και άλλα μέλη της οικογενείας Vacquerie. Μετά πεθαίνουνε οι δύο γιοί του. Τέλος, η μικρότερη κόρη του, η ταλαντούχα Αντέλ, καταλήγει σε άσυλο ψυχοπαθών, όπου μένει περίπου 40 χρόνια, μέχρι τον θάνατό της το 1915. «Οι Γιοί μου», Mes Fils, γράφεται από έναν Ουγκώ του 1874, ήδη 72 χρονών, άσχημα χτυπημένο, που συνομιλεί με τον θάνατο. Βρίσκεται στο Παρίσι. Οι στιγμές που περιγράφει, αυτές οι συγκλονιστικές στιγμές γραμμένες από έναν πατέρα που έχασε δύο θαυμάσιους γιούς που τον λατρεύανε και τους λάτρευε, αναφέρονται στις μέρες που πέρασε η οικογένεια Ουγκώ στο νησί Γκέρνζυ (Guernsey) όπου είχε καταφύγει, μετά την αντίδρασή τους στο πραξικόπημα του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα Βοναπάρτη, στις 2 Δεκεμβρίου 1851. Ίσως ο Βικτώρ Ουγκώ, ήδη Ακαδημαϊκός και με έντονη πολιτική δράση, να είναι άδικος στον δεύτερο Αυτοκράτορα της Γαλλίας, ο οποίος εκτός από το να είναι αρεστός στις κυρίες και τις βασίλισσες, όπως λέει ειρωνικά, είχε πολλά χαρίσματα και έδωσε μεγάλη αίγλη στη χώρα του, την οποία αγαπούσε με πάθος. Σε μια πολιτική κατάσταση όπου οι οπαδοί των Βουρβώνων (Λεζιτιμιστές) μάχονται τους Ορλεανιστές και οι δύο μαζί ή χώρια τους Δημοκρατικούς, που η Γαλλική αποικιοκρατία είναι σε άνοδο και που η Γαλλία παλινδρομεί, είναι ίσως αναπόφευκτο ακόμη και ένας μεγάλος και σοβαρός διανοούμενος και πολιτικός στοχαστής να αφήνεται στις προσωπικές του πικρίες. Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης, πρώτα Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και μετά Ναπολέων ο Γ’, Αυτοκράτωρ των Γάλλων, όχι της Γαλλίας, δεν υπήρξε ποτέ αυτοκράτωρ των Άγγλων και πάλι όπως ειρωνικά λέει ο Ουγκώ, πολύ δε λιγότερο κύριος του Κόσμου. Αντίθετα, διαμόρφωσε καλές φιλικές σχέσεις με την βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, απόδειξη ότι τελειώνει τις ημέρες του στην Αγγλία μετά την ήττα του Σεντάν την 1η Σεπτεμβρίου 1870. Άλλη απόδειξη είναι ότι Άγγλοι και Γάλλο αναλαμβάνουν μαζί τον καταστρεπτικό πόλεμο της Κριμαίας, 1853-1856.
30 Ιουλίου 2022
Μαρία Τσάτσου
Οι γιοί μου
Ένας άνδρας παντρεύεται νέος‧ η γυναίκα του κι εκείνος είναι και οι δύο μαζί τριάντα επτά χρονών. Αυτός ο άνδρας, αφού ήταν πλούσιος στην παιδική του ηλικία, έγινε φτωχός στην νεότητά του‧ κατοίκησε σε πανδοχεία για ταξιδιώτες, τώρα μένει σε μια σοφίτα σχεδόν. Ο πατέρας1 του ήτανε νικητής της Ευρώπης, τώρα είναι ένας ληστής του Λείγηρα. Πτώση, καταστροφή, φτώχεια. Αυτός ο άνδρας, που είναι είκοσι χρονών, το βρίσκει πολύ απλό αυτό και εργάζεται. Το να εργάζεσαι σε κάνει ν’ αγαπάς κι όταν αγαπάς αυτό σε κάνει να παντρεύεσαι. Αγάπη και εργασία, τα καλύτερα σημεία για να ξεκινήσεις μια οικογένεια. Κάτι συμβαίνει στη ζωή του. Να ’τον με παιδιά. Παίρνει στα σοβαρά αυτό το φως που ανατέλλει. Η μητέρα θρέφει το παιδί, ο πατέρας θρέφει την μητέρα. Πιο πολύ ευτυχία θέλει πιο πολύ δουλειά. Περνούσε τις μέρες του πάνω στη δουλειά, θα περνάει και τις νύχτες. Τι δουλειά κάνει; Δεν έχει σημασία. Μια οποιαδήποτε δουλειά.
Η ζωή του είναι δύσκολη, αλλά γλυκιά. Το βράδυ, πριν ν’ αρχίσει να δουλεύει μέχρι την αυγή, ξαπλώνεται στο πάτωμα και τα μικρά ανεβαίνουν επάνω του, γελώντας, τραγουδώντας, μιλώντας μωρουδίστικα, παίζοντας. Είναι τέσσερα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.
Τα χρόνια περνάνε, τα παιδιά μεγαλώνουνε, ο άνθρωπος ωριμάζει. Με την δουλειά, του ήρθε κάποια άνεση. Κατοικεί μέσα στην σκιά και μέσα στην πρασινάδα, στα Ηλύσια Πεδία2. Δέχεται εκεί επισκέψεις από κάποιους φτωχούς εργαζόμενους, όπως από έναν φτωχό τραγουδοποιό που λέγεται Μπερανζέ3, από έναν γέρο φιλόσοφο που λέγεται Λαμεναί4, από έναν γέρο προγραμμένο που λέγεται Σατωβριάνδος. Ζει αποτραβηγμένος, ονειροπολεί και φαντάζεται πως τα Ηλύσια Πεδία είναι μοναξιά, προορίζεται όμως για την πραγματική μοναξιά, αργότερα. Όσο και αν εντείνει την προσοχή του δεν ακούει παρά τραγούδια. Ανάμεσα στα δέντρα και σ’ εκείνον, υπάρχουν τα πουλιά‧ ανάμεσα στους ανθρώπους και σ’ εκείνον υπάρχουν τα παιδιά.
Η μητέρα τους τους μαθαίνει να διαβάζουν‧ εκείνος τους μαθαίνει να γράφουν. Μερικές φορές γράφει μαζί τους πάνω στο ίδιο τραπέζι, εκείνα γράφουν αλφαβήτες και γραμμές, εκείνος γράφει κάτι άλλο‧ κι ενώ εκείνα φτιάχνουν αργά και με σοβαρότητα αλφαβήτες και γραμμές, εκείνος γράφει στα γρήγορα μια σελίδα. Μια μέρα, το πιο μικρό από τα δύο αγοράκια, που είναι τεσσάρων χρονών, διακόπτει αυτό που κάνει, αφήνει κάτω την πένα του, κοιτάζει τον πατέρα του που γράφει και του λέει: «… Είναι παράξενο, που όταν έχεις μικρά χέρια γράφεις μεγάλα γράμματα, κι όταν έχεις μεγάλα χέρια, γράφεις τόσο μικρά.».
Τον πατέρα δάσκαλο διαδέχεται το κολέγιο. Ο πατέρας όμως επιμένει να αναμειγνύει στο κολέγιο την οικογένεια, εκτιμώντας ότι είναι καλό οι έφηβοι να είναι για όσο το δυνατόν περισσότερο παιδιά. Φτάνει, γι’ αυτά τα μικρά με τη σειρά τους, η εικοστή τους χρονιά‧ ο πατέρας τότε δεν είναι παρά ένα είδος μεγαλύτερου αδελφού‧ γιατί η νεότητα που τελειώνει και η νεότητα που αρχίζει αδελφώνονται, κι αυτό γλυκαίνει την μελαγχολία της μιας και μετριάζει τον ενθουσιασμό της άλλης.
Αυτά τα παιδιά γίνονται άνδρες‧ και τότε φαίνεται ότι είναι και πνευματικές οντότητες. Ο ένας, ο πρωτότοκος5 είναι ένα πνεύμα ζωηρό και σθεναρό‧ ο άλλος, ο δεύτερος6, είναι ένα πνεύμα ευγενικό και σοβαρό. Η πάλη για την πρόοδο χρειάζεται διάνοιες δύο ειδών, τις δυνατές και τις ήπιες: ο πρώτος μοιάζει περισσότερο με αθλητή, ο δεύτερος με απόστολο. Ο πατέρας τους δεν εκπλήσσεται που είναι ίσος με αυτούς τους νεαρούς άνδρες και, πράγματι, όπως το είπαμε μόλις, τους αισθάνεται τόσο αδελφούς, όσο και γιούς.
Και εκείνοι επίσης, όπως το έκανε ο πατέρας τους, δέχονται την νεότητά τους χωρίς να παρεκκλίνουν, και βλέποντας τον πατέρα τους να εργάζεται, εργάζονται. Σε τι δουλειά; Υπηρετούν τον αιώνα τους. Εργάζονται για να ρίξουν φως σε προβλήματα, να χαρίσουν γλυκύτητα στις ψυχές, να διαφωτίσουν συνειδήσεις, για την αλήθεια, για την ελευθερία. Τα πρώτα έργα τους ανταμείβονται‧ παρασημοφορούνται νωρίς, ο ένας με έξη μήνες φυλακή, επειδή πολέμησε ενάντια στο ικρίωμα, ο άλλος με εννέα μήνες, επειδή υπερασπίστηκε το δικαίωμα του ασύλου. Ας το πούμε επ’ ευκαιρία, το δικαίωμα ασύλου είναι υπό δυσμένειαν. Σε μια γειτονική χώρα, είναι συνήθεια ο γιός του υπουργού εσωτερικών να οργανώνει ομάδες επιφορτισμένες να επιτίθενται τις νυκτερινές ώρες στους υποστηρικτές του δικαιώματος ασύλου‧ αν ο γιός δεν επιτύχει ως ληστής, επιτυγχάνει ο πατέρας ως υπουργός‧ κι αυτόν που δεν μπορέσανε να δολοφονήσουνε τον αποπέμπουν. Με τον τρόπο αυτόν σώζεται η κοινωνία. Στη Γαλλία, το 1851, για να επαναφέρουν στην τάξη αυτούς που υπερασπίζονται τους νικημένους και τους προγραμμένους, δεν κατέφευγαν ούτε στον λιθοβολισμό, ούτε στην αποπομπή, τους ήταν αρκετή η φυλακή. Τα ήθη των κυβερνήσεων διαφέρουν.
Οι δύο νεαροί άνδρες πηγαίνουν στη φυλακή‧ τους βάζουν μαζί‧ ο πατέρας τους σχεδόν εγκαθίσταται μαζί τους και κάνει σπίτι του την Κονσιερζερί7. Όμως έρχεται και η δική του ώρα. Τον αναγκάζουν να απομακρυνθεί από την Γαλλία για λόγους που αν τους αναφέραμε εδώ, θα τάραζαν την ηρεμία αυτών των σελίδων. Στην μεγάλη πτώση των πάντων που συνέβη τότε, εκείνη η αρχή ανέσεως που φάνηκε να σχεδιάζεται από την εργασία του καταρρέει‧ θα πρέπει ν’ αρχίσει πάλι από την αρχή‧ στο μεταξύ όμως πρέπει να φύγει. Φεύγει. Παίρνει το δρόμο μια χειμωνιάτικη νύχτα. Η βροχή, ο βοριάς, το χιόνι, καλή μαθητεία για μια ψυχή, επειδή ο χειμώνας μοιάζει με την ιστορία. Το κρύο βλέμμα της ξενιτειάς προστίθεται στον σκοτεινό ουρανό‧ χρήσιμο, γιατί έτσι φουσκώνει η καρδιά καθώς ετοιμάζεται για την δοκιμασία. Αυτός ο πατέρας προχωρεί λοιπόν στο άγνωστο που είναι μπροστά του, σε μια παραλία έρημη, στην άκρη της θάλασσας. Την στιγμή που εκείνος αφήνει πίσω του την Γαλλία, οι γιοί του βγαίνουν από την φυλακή, ευτυχισμένη σύμπτωση, γιατί έτσι μπορούν να τον ακολουθήσουν‧ είχε μοιραστεί μαζί τους το κελί τους, μοιράζονται τη μοναξιά του.
ΙΙ
Ζήσανε έτσι. Τα χρόνια περνάνε. Τι κάνουν όλον αυτόν τον καιρό; Ένα πράγμα απλό, το καθήκον τους. Σε τι συνίσταται γι’ αυτούς το καθήκον; Σ’ αυτό: Να επιμένουν. Δηλαδή να υπηρετούν την πατρίδα, να την αγαπούν, να την δοξάζουν, να την υπερασπίζονται‧ να ζουν γι’ αυτήν ακόμη και μακρυά από αυτήν‧ και, επειδή υπάρχουμε γι’ αυτήν, να αγωνιζόμαστε, και, επειδή είμαστε μακρυά από αυτήν, να υποφέρουμε […].
Έχουν μία μητέρα, την τιμούν‧ έχουν μία αδελφή νεκρή, την θρηνούν‧ έχουν μία αδελφή ζωντανή, την αγαπούν‧ έχουν έναν πατέρα προγραμμένα, τον βοηθούν. Σε τι; Να αντέξει την προγραφή του. Είναι ώρες που αυτό είναι βαρύ. Έχουν συντρόφους σ’ αυτές τις αντιξοότητες, τους κάνουν αδελφούς τους‧ και σ’ αυτούς που δεν έχουν πια τον ουρανό της πατρίδας, τους δείχνουν την ελπίδα, που είναι το βάθος τ’ ουρανού για όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν κάποτε μέσα σ’ αυτήν την ομάδα των άφοβων νικημένων στιγμές σφοδρότατης αγωνίας‧ βλέπει καμιά φορά κανείς κάποιον να ανασηκώνεται τη νύχτα στο κρεβάτι του και να χειρονομεί φωνάζοντας: «…Δεν βρίσκομαι πια στη Γαλλία, απίστευτο!». Οι γυναίκες κλαίνε κρυφά, οι άντρες ματώνουνε κρυφά. Αυτοί οι δύο νεαροί εξόριστοι, είναι άκαμπτοι και απλοί. Μέσα σ’ αυτά τα σκοτάδια, αυτοί λάμπουν‧ μέσα σ’ αυτήν την νοσταλγία, επιμένουν‧ μέσα σ’ αυτήν την απελπισία, τραγουδούν. Ενώ ένας άνδρας, την ώρα αυτή αυτοκράτορας των γάλλων και των άγγλων, ζει μέσα στην θριαμβική κατοικία του, αγαπημένος από τις βασίλισσες, νικητής, παντοδύναμος και θλιβερός, αυτοί, μέσα στο σπίτι της εξορίας που το πλημμυρίζουν οι αφροί της θάλασσας, γελάνε και χαμογελάνε. Αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου και της φευγαλέας στιγμής έχει τη θλίψη της αξιοθρήνητης ευημερίας‧ εκείνοι έχουν τη χαρά της θυσίας. Άλλωστε δεν είναι εγκαταλελειμμένοι‧ έχουν εξαιρετικούς φίλους: ο Βακερί8, το δυνατό και θαυμάσιο πνεύμα‧ ο Μερις9, η μεγάλη απαλή ψυχή‧ ο Ριμπερόλ10, η γενναία καρδιά. Αυτοί οι δύο αδελφοί είναι άξιοι αυτών των υπερήφανων ανδρών. Καμία γαλήνη δεν γεννά την έκλειψη της δικής τους‧ το πεπρωμένο ας κάνει ό,τι θέλει, έχουν την ηρωική ανεμελιά των ευτυχισμένων συνειδήσεων. Ο μεγαλύτερος, στον οποίον μιλάνε για την εξορία, απαντά: -«Αυτό δεν με αφορά». Συμμετέχουν από την καρδιά τους στην αγωνία που τους τριγυρίζει‧ περιποιούνται μέσα σ’ όλες τις ψυχές τις κόκκινες πληγές που ανοίγει η εξορία. Όσο πιο πολύ απούσα είναι η πατρίδα, τόσο πιο παρούσα είναι, αλίμονο! Είναι τα στηρίγματα αυτών που τρεκλίζουν‧ αποθαρρύνουν τις υποχωρήσεις που η επιθυμία της πατρίδας θα μπορούσε να υποθάλψει σε μερικές δυστυχισμένες υπάρξεις που έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Την ίδια ώρα, αποστρέφονται την εξαφάνιση των εχθρών τους, ακόμη και των άτιμων. Συμβαίνει κάποτε ν’ ανακαλύπτει κανείς σ’ αυτόν τον καταυλισμό των προγραμμένων, σ’ αυτήν την οικογένεια των αποδήμων, έναν άνθρωπο της αστυνομίας, έναν προδότη ο οποίος θέλει να προκαλέσει τρόμο με το άγριο ύφος του, έναν πράκτορα του Μωπά11 μασκαρεμένο σε Εμπέρ12‧ όλοι αυτοί οι ακέραιοι άνθρωποι ξεσηκώνονται, θέλουν να σκοτώσουν τον άθλιο, οι δύο αδελφοί τού σώζουν τη ζωή. Αυτός που γνώρισε την οδύνη μπορεί να γνωρίζει την μεγαλοψυχία. Γύρω τους, αισθάνονται όλοι ότι αυτοί οι νέοι έχουν πίστη, την αληθινή πίστη, που μεταδίδεται. Εξ ου και μια κάποια αυθεντία ανάμεικτη με την νεότητά τους. Αυτός που είναι προγραμμένος στο όνομα της αλήθειας είναι ένας έντιμος άνθρωπος με το πιο υψηλό περιεχόμενο της λέξης‧ τέτοιοι άνθρωποι έχουν αυτού του είδους την αρραγή τιμιότητα. Κάθε αδυναμία ψυχής και σώματος δίπλα τους, είναι αδύνατη‧ προσφέρουν τον στιβαρό ώμο τους σε κάθε θλίψη. Πάντα όρθιοι στις κορυφές των εμποδίων, καρφώνουν το ήρεμο βλέμμα τους πάνω στο αίνιγμα και την σκιά, δίνουν το έναυσμα της προσμονής μόλις βλέπουν να χαράζει μια λάμψη στον ορίζοντα‧ είναι στους προμαχώνες του μέλλοντος. Απλώνουν πάνω σ’ αυτήν την σκοτεινιά μια ανέκφραστη λάμψη αυγής, ενώ σιωπηρά τους ευγνωμονεί η πένθιμη γλυκύτητα εκείνων που έχουν υποκύψει στη μοίρα.
ΙΙΙ
Κι ενώ ολοκληρώνουν τον νόμο της αδελφοσύνης, κάνουν πράξη τον νόμο της δουλειάς.
Ο ένας μεταφράζει Σαίξπηρ, και αποδίδει στην Γαλλία, μέσα σ’ ένα βιβλίο οξυδερκούς περιγραφής και κομψής λογιότητας, την «Άγνωστη Νορμανδία»13. Ο άλλος δημοσιεύει μια σειρά εργασιών σοβαρών και εκλεκτών, γεμάτων από αληθινή συγκίνηση, βαθύτατη καλοσύνη και την πιο εκλεπτυσμένη συμπόνια. Αυτός ο νεαρός άνδρας είναι απλούστατα ένας μεγάλος συγγραφέας. Όπως όλα τα δυνατά και σε αφθονία πνεύματα, παράγει γρήγορα, αλλά εκκολάπτει αργά, με την γόνιμη οκνηρία της κυοφορίας‧ έχει αυτόν τον προ-συλλογισμό που συμβουλεύει ο Οράτιος, και που είναι η πηγή των δημιουργιών που διαρκούν. Το ξεκίνημά του στο αφήγημα οραματισμού (1856) είναι ένα αριστούργημα. Το αφιερώνει στον Βολταίρο, και, λεπτομέρεια η οποία δείχνει την θαυμαστή δημιουργική δύναμη αυτού του νεαρού πνεύματος, θα μπορούσε ταυτόχρονα να το αφιερώσει στον Ντάντε. Η ειρωνεία του είναι αυτή του Αρουέ14 και η πίστη του είναι η πίστη του Αλιγκιέρι. Το ξεκίνημά του στο θέατρο (1859)15 είναι επίσης ένα αριστούργημα, αλλά ένα αριστούργημα μικρό, το παιγνιώδες δημιούργημα ενός στοχαστή, ζωηρό, άπιαστο, γρήγορο, αξέχαστο, κωμωδία ελαφριά και δυνατή που έχει την φαινομενική ευθραυστότητα των φτερωτών πραγμάτων.
Αυτός ο νεαρός άνδρας, για όποιον τον βλέπει από κοντά, μοιάζει να αναπαύεται πάντοτε, αλλά εργάζεται πάντοτε. Είναι ο ακούραστος νωχελικός. Ας προσθέσουμε ότι, οι ικανότητές του δεν υπολείπονται των προσπαθειών του‧ μπαίνει στο μυθιστόρημα, είναι ένας μαιτρ‧ προσεγγίζει το θέατρο, είναι ένας ποιητής‧ ρίχνεται στις διαμάχες της πολεμικής, είναι ένας εκτυφλωτικός δημοσιογράφος. Μέσα σ’ αυτές τις τρεις περιοχές, είναι σαν στο σπίτι του […].
VIII
Μια μέρα, σύντομα, ίσως, η ώρα που χτύπησε για τους γιους θα χτυπήσει και για τον πατέρα. Θα έχει έρθει η ώρα του‧ θα μοιάζει αποκοιμισμένος‧ θα τον τοποθετήσουν ανάμεσα σε τέσσερις σανίδες‧ θα είναι αυτός ο κάποιος άγνωστος που αποκαλείται πεθαμένος και θα τον οδηγήσουνε στο μεγάλο σκοτεινό άνοιγμα. Εκεί είναι το κατώφλι που κρύβει το μεγάλο αίνιγμα. Αυτόν που φθάνει τον περιμένουνε εκείνοι που έχουν ήδη φθάσει. Αυτός που φθάνει είναι καλοδεχούμενος. Αυτό που μοιάζει έξοδος είναι γι’ αυτόν η είσοδος. Αντιλαμβάνεται με καθαρότητα αυτό που είχε συγκεχυμένα δεχθεί‧ το μάτι της σάρκας κλείνει, το μάτι του πνεύματος ανοίγει και το αόρατο γίνεται ορατό. Κι ενώ όλοι είναι σιωπηλοί γύρω από τον λάκκο που χαίνει, ενώ φτυαριές χώμα, σκόνη πάνω σ’ αυτό που θα γίνει στάχτη, πέφτουνε πάνω στο φέρετρο, που αντηχεί υπόκωφα, η μυστηριακή ψυχή αφήνει αυτό το ρούχο, το σώμα, και βγαίνει, σαν ένα φως, μέσα από τους όγκους των σκοταδιών. Τότε γι’ αυτήν την ψυχή επιστρέφουν οι χαμένοι. Κι οι αληθινοί ζωντανοί, εκείνοι που μέσα στη σκιά της γης, ονομάζουμε πεθαμένους, γεμίζουν τον ορίζοντα, που αγνοούσαμε όλοι μας. Έρχονται όλοι μαζί, ακτινοβολώντας, μέσα σ’ ένα βάθος από πάχνη και φως, καλούν χαμηλόφωνα τον καινουργιοφερμένο, και σκύβουν επάνω στο μαγεμένο πρόσωπό του μ’ εκείνο το γεμάτο καλοσύνη χαμόγελο που υπάρχει στ’ αστέρια. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα φύγει ο εργάτης, βαρύς από χρόνια, αφήνοντας αν έπραξε σωστά, μερικές θλίψεις πίσω του, ενώ ίσως τον ακολουθούνε μέχρι το χείλος του τάφου του μάτια υγρά και σοβαρά ασκεπή μέτωπα, ενώ την ίδια ώρα τον δέχεται χαρμόσυνα η αιώνια λάμψη‧ κι αν δεν είστ’ εδώ κάτω για να πάρετε μέρος στο πένθος, θα είστε εκεί πάνω για να πάρετε μέρος στη γιορτή, ώ πολυαγαπημένοι μου.
Η μετάφραση έγινε από το βιβλίο του Henri Giullemin, Victor Hugo, par lui-même, «Écrivains de Toujours», aux éditions du seuil, 1951 και μέσω Internet.
Οι τελείες εντός αγκυλών, δηλώνουν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου επέλεξε να μην συμπεριλάβει κάποιες παραγράφους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-
Joseph Léopold Sigisbert Hugo, 1773-1828, αξιωματικός και στρατηγός κατά την Επανάσταση και κατά την Αυτοκρατορία, μέλος της Λεγεώνος της Τιμής. Είχε μεγάλη δράση εναντίων των Chouans, οπαδών των Βουρβόνων, στην Vendée, αλλά και στην Ισπανία και στο Βασίλειο της Νάπολης, όπου ήταν βασιλιάς ο αδελφός του Βοναπάρτη Ιωσήφ. Εκεί αντιμετώπισε επαναστατικές ομάδες «ληστών», οι οποίες είχαν αρχηγό τον θρυλικό Fra Diavolo (Michele Pezza, 1771-1806) και ζητούσαν ανεξαρτησία. Ο Joseph Hugo, πατέρας του Βικτώρ Ουγκώ, τον συνέλαβε και μετά από συνοπτικές διαδικασίες τον κρέμασε. Ο Βικτώρ Ουγκώ με τον περίεργο σαρκασμό του και κινούμενος μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητος, μιλάει για έναν πατέρα που παραγνωρισμένος καταλήγει ληστής. Γεγονός είναι ότι ισχυρές εστίες αντεπαναστατών, αρκετοί από τους οποίους ήταν ουγενότοι πήραν τα όπλα, όχι μόνον στην Vendée, από όπου περνάει όντως ο Λείγηρας (Loire), και η οποία είναι στην βορειοδυτική Γαλλία, αλλά και στο Languedoc (Λανγκεντόκ) στο νότο. Ο Βικτώρ Ουγκώ αναφέρεται επίσης σε ένα ρομαντικό δράμα με τίτλο “Les Brigands de la Loire”, 1942, του τότε δημοφιλέστατου και πολυγραφότατου Félix Dutertre de Véteuil, 1806-1877 που ασφαλώς θα είχε διαβάσει. Στο μικρό αυτό κείμενο που λέγεται «Οι Γιοί μου» μπαίνει μία πληθώρα στοιχείων που ζωγραφίζουν μια εποχή, μια οικογένεια, έναν άνθρωπο. Μια παράδοξη, αντιφατική εποχή, χωρίς αυτό που θα λέγαμε ίσως λογικό ειρμό, αλλά με μία έκρηξη δημιουργίας σε όλους τους τομείς, μια γονιμότητα υπερφυσική σχεδόν, με πρόσωπα και πράγματα, έργα και δημιουργούς, όλα τόσο πληθωρικά και πολυάριθμα, που πολλά έχουν πέσει στην αφάνεια και τα απολαμβάνουν μόνον οι λόγιοι και οι ειδικοί. Όμως αυτά είναι κινητήριος δύναμη για μελέτη.
-
Μία λογοτεχνική υπερβολή του Ουγκώ, ανάμεσα στον σαρκασμό και την υπεροψία. Απόμακρος, αλλά φιλόδοξος, αντιφατικός ως προς την μοναρχία, θα ήθελε ίσως να βρίσκεται πιο κοντά στους βασιλείς. Όπως και βρέθηκε, μερικές φορές.
-
Pierre-Jean de Béranger, 1780-1857, ποιητής, δημοσιογράφος, πολιτικά ενεργός, έγραψε και μελοποίησε ποιήματα αντίθετα προς το Ancien Régime και την Παλινόρθωση (Restauration, περίοδος από το 1814 έως το 1830, κατά την οποίαν επανέρχεται η Μοναρχία υπό τον Λουδοβίκο 18ο, αλλά συνταγματική αυτή τη φορά). Φυλακίστηκε για τις ιδέες του. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής και πασίγνωστος στην εποχή του.
-
Felicité Robert de La Mennais, γνωστός και ως Lamennais 1782-1854, φιλόσοφος, σημαντικός πολιτικός στοχαστής, Καθολικός ιερέας, θεωρείται ο πρόδρομος του φιλελεύθερου και κοινωνικού Καθολικισμού.
-
Charles Hugo, 1826-1871, πρωτότοκος γιός του Ουγκώ, φωτογράφος και δημοσιογράφος, αντίθετος με την θανατική ποινή. Ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία στο νησί Τζέρζυ και μετά στο Γκέρνζυ, στ’ ανοιχτά της Νορμανδίας. Παντρεύτηκε την Αλίς Λεάν (Alice Lehaene) και απέκτησε τρία παιδιά, από τα οποία επέζησαν τα δύο. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Μπορντώ ενώ πήγαινε να συναντήσει τον πατέρα του για να δειπνήσουν.
-
François-Victor Hugo, 1828-1873, δεύτερος γιός του Βικτώρ Ουγκώ και της Αντέλ Φουσέ, μετέφρασε όλο το έργο του Σαίξπηρ, καθώς και τα σονέτα, και έγραψε «Η Άγνωστη Νορμανδία», ένα σύνθετο έργο το 1857. Ασχολήθηκε αυτός με την δημοσιογραφία.
-
La Conciergerie: μεσαιωνικό τμήμα του Ανακτόρου των Δικαστηρίων (Palais de Justice), στην île de la Cité. Μετετράπη σε φυλακή το 1392. Οφείλει το όνομά της στον θυρωρό, concierge, που είχε την ευθύνη του ανακτόρου.
-
Charles Vacquerie, 1817-1843, σύζυγος της Λεοπολντίν Ουγκώ, 1824-1843, πρωτότοκης κόρης του Βικτώρ Ουγκώ. Πνιγήκανε μαζί στον Σηκουάνα στις 4 Σεπτεμβρίου 1843, λίγους μήνες μετά τον γάμο τους. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής στη Χάβρη. Ο αδελφός του Auguste, ήταν συγγραφέας και φωτογράφος. Οι δύο οικογένειες διατηρούσαν στενούς φιλικούς δεσμούς.
-
Paul Meurice, 1820-1905, φίλος του Βικτώρ Ουγκώ και των γιών του, ποιητής, δραματουργός. Του οφείλουμε το θαυμάσιο «Φανφάν λα τυλιπ» που ερμήνευσε μοναδικά ο Ζεράρ Φιλίπ. Ο Paul Meurice μαζί με τον Charles Vacquerie και τους γιούς Hugo ιδρύσανε την εφημερίδα «L’ Événement», το 1848 για να υποστηρίξουνε την υποψηφιότητα του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Όταν όμως αυτός υπερέβη τις δικαιοδοσίες του ως Πρόεδρος της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, τον επέκριναν σφοδρά, κατ’ επανάληψιν, και έτσι κατέληξαν εξόριστοι στο νησί Τζέρζυ. Ο Λουδοβίκος Ναπολέων το 1852 στέφεται Αυτοκράτωρ των Γάλλων ως Ναπολέων Γ’. Και, Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία.
-
Charles Ribeyrolles, 1812-1860, συγγραφέας και δημοσιογράφος, καταφεύγει πρώτα στο Λονδίνο το 1849 και το 1851 εγκαθίσταται στο νησί Τζέρζυ (Jersey). Λόγω της αρθρογραφίας του τον εξορίζουν και από εκεί. Παραμένει o οικείος της οικογενείας Ουγκώ και μένει κοντά τους στο Hauteville-House, το σπίτι των Ουγκώ, ως επισκέπτης. Στα 1858 φεύγει για την Βραζιλία. Πεθαίνει εκεί από κίτρινο πυρετό στα 48 του χρόνια. Ο Βικτώρ Ουγκώ του γράφει έναν υπέροχο επικήδειο.
-
Charlemagne de Maupas, 1818-1888, δικηγόρος και πολιτικός, επικεφαλής της Παρισινής Αστυνομίας από την στιγμή που κατέλαβε την εξουσία ο Λουδοβίκος – Ναπολέων Βοναπάρτης, μετέπειτα Αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’, με το πραξικόπημα της 2 Δεκεμβρίου 1851.
-
Pierre Hébert, 1804-1869, Γάλλος γλύπτης, τα έργα του εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαιότητα έχουν ιδιαίτερη αυαισθησία.
-
Πρόκειται για το έργο “Île de Jersey, ses monuments, son histoire”, ή “La Normandie inconnue” (1857), όπου o François-Victor Hugo αναφέρεται μεταξύ άλλων σε θρύλους και παραδόσεις. Το έργο είναι αφιερωμένο στον Paul Meurice.
-
Francis-Marie Arouet, γνωστός και ως Voltaire, 1694-1778, ιστορικός, εγκυκλοπαιδιστής, φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας, επικριτής της μισαλλοδοξίας, ενσαρκώνει το πνεύμα του Διαφωτισμού στη Γαλλία και στην Ευρώπη.
-
Ο Βικτώρ Ουγκώ αναφέρει με θαυμασμό δύο έργα του δευτερότοκου γιού του François-Victor: ένα αφήγημα οραματισμού, το 1856 και ένα θεατρικό έργο, το 1859. Φαίνεται ότι στα 1861 γράφει την κωμωδία “Je vous aime”, και στα 1859 το έργο «La Bohême dorée” Πιθανότατα το αφήγημα οραματισμού να είναι το “La Normandie Inconnue” (βλ. και σημ. 13).