«αμήν λέγω υμίν· εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθαίος 18:3)
Στα χρόνια που είμαστε παιδιά, το πλησίασμα των Χριστουγέννων ήταν σαν ένα ταξίδι με τραίνο, που αργά, ήρεμα και όμορφα πλησίαζε στο σταθμό του. Τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα τη δημιουργούσε, πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το σπίτι μας, όπου η μάνα άρχιζε από νωρίς τις προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή: Να σκουπίσει, να καθαρίσει το φτωχόσπιτο από πάνω ως κάτω, ακόμα και την αυλή, να φτιάξει τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, να φρεσκοσιδερώσει τα ρούχα τα καλά των παιδιών και των μεγάλων, να στολίσει το ταπεινό μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι και να το βάλει στο παραθύρι της «σάλας» για να το βλέπουν οι περαστικοί, να οικονομήσει μερικά χρήματα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι από κείνα που της άφηνε καθημερινά ο πατέρας κ.α.π. Ύστερα ήτανε και η όλη ατμόσφαιρα, που, μυστηριακά άρχιζε να αλλάζει στη γειτονιά, στην πόλη, στα μαγαζιά, κι ακόμα στα δέντρα, στα πουλάκια, στον ουρανό, στον ήλιο, στα σύννεφα, στ’ άστρα και στο φεγγάρι. Σαν κάποιος καλοκάγαθος γέροντας Άγιος να γύριζε ακούραστα και αόρατα γύρω μας και με το άγγιγμά του και μόνο να σκόρπιζε παντού το χρυσό φως των Χριστουγέννων, μη παραλείποντας να σταλάξει και στις καρδιές μας τη ζεστασιά από τη φωτιά εκείνη που ζέστανε κάποτε και τις ψυχές των ταπεινών τσοπάνηδων της Βηθλεέμ, κάνοντάς τους πρώτους προσκυνητές του νεογέννητου Χριστού στη Φάτνη των αλόγων.
Όσοι είμαστε, τότε, μαθητές, νιώθαμε και ζούσαμε από τα πριν τη μαγεία των Χριστουγέννων ΚΑΙ μέσα από τα Σχολικά μας Αναγνωστικά, τα οποία φιλοξενούσαν χριστουγεννιάτικα μαθήματα γραμμένα από μεγάλους συγγραφείς και ποιητές, που ήξεραν με τον λόγο τους να ακουμπούν και να δονούν τις χορδές της ευαίσθητης λύρας που είχαν τα Ελληνόπουλα στην καρδιά τους, πριν οι εκπαιδευτικές «αντι-μεταρρυθμίσεις» των «σύγχρονων» δεκαετιών «σκοτώσουν» τη Γνώση, την Ιστορία, τη Θρησκεία, την Ελλάδα και την Παράδοση μέσα στο ίδιο το Ελληνικό Σχολείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (και το ζούμε καθημερινά) για τα παιδιά μας και την κοινωνία μας.
Μεγάλη πηγή χριστουγεννιάτικου συναισθήματος για τα μικρά παιδιά του καιρού εκείνου ήτανε τα Αλφαβητάρια, τα Αναγνωστικά, δηλαδή, της Α΄ Τάξης του Δημοτικού Σχολείου, από τα οποία μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν τα «πρωτάκια».
Το πρώτο αναγνωστικό με το όνομα Αλφαβητάριο κυκλοφόρησε στα 1919, ήταν μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ελευθέριου Βενιζέλου, κι έμεινε γνωστό σαν «το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο». Το Αλφαβητάρι αυτό χρησιμοποιήθηκε για σχεδόν 30 χρόνια, έως το 1949, οπότε, εκεί, στον απόηχο του πολέμου του ’40, της Κατοχής και της λήξης του Εμφυλίου, η πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου απέκτησε το αναγνωστικό: «Τα καλά παιδιά», με ήρωες τον Ρήγα, τη Νίνα και την Άννα, σε κείμενα του Επαμεινώνδα Γεραντώνη (1890-1952), Δασκάλου από το Δίλοφο (Μπούφλιανη) Φθιώτιδας, και σε εικονογράφηση του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου (1916-2003) μεγάλου ζωγράφου και χαράκτη, ο οποίος, την ίδια χρονιά (1949), πήρε το πρώτο βραβείο, μεταξύ 44 χωρών, στη διεθνή έκθεση διδακτικού βιβλίου, στο Λαίκεν του Βελγίου, γι’ αυτό ακριβώς το αλφαβητάρι, «Τα καλά παιδιά».
Μέσα στο αγαπημένο, αυτό, Αλφαβητάρι, που ακόμα το αγοράζουν οι Έλληνες, υπήρχαν ένα Χριστουγεννιάτικο κι ένα Πρωτοχρονιάτικο μάθημα, που με γλώσσα απλή και κατανοητή, σαν να ’λεγε ένα παραμυθάκι πλάι στο τζάκι η γιαγιά στα εγγόνια, και με πανέμορφες, μαγευτικές εικόνες, έδιναν απλά και αβίαστα το γεγονός και το νόημα της γιορτής, χωρίς να παραλείπουν να σταλάξουν στις παιδικές ψυχές την ανθρωπιά και την έγνοια για τους φτωχούς και τους πάσχοντες «Πλησίον» του Ευαγγελίου, που ΚΑΙ τότε ήτανε πλήθος μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Μπορεί τα μαθήματα να ήταν εορταστικά, όμως μέσα τους, είχαν και τον σπόρο της παλιάς ελληνικής οικογένειας, που πάει στην εκκλησία το πρωί των Χριστουγέννων αντί να κοιμάται του καλού καιρού μετά τα «ρεβεγιόν», που έχει μέσα στο σπίτι τη γιαγιά και τον παππού, που υπάρχει ήθος και σεβασμός των παιδιών προς τους μεγαλύτερους τέτοιος που να φιλούν τα χέρια των γονιών και των παππούδων, και που (τέλος) τρώνε όλοι μαζί στο οικογενειακό τραπέζι της γιορτής.
Τα πρωτάκια εκείνου του καιρού, με τη βοήθεια των φιλότιμων κι έμπειρων Δασκάλων τους, είχανε ήδη μάθει (εκεί κοντά στα Χριστούγεννα) ανάγνωση και γραφή, οπότε τους ήταν εύκολο (όσο και ευχάριστο) να διαβάσουν αυτά τα όμορφα γιορταστικά μαθήματα, να «ταξιδέψουν» στις όμορφες χρωματιστές εικόνες τους, να προσπαθήσουν να τις αντιγράψουν στις ιχνογραφίες τους, να γράψουν αντιγραφή τις αράδες που τους έβαζε η Δασκάλα τους ή ο Δάσκαλος και να μάθουνε απ’ έξω να γράφουν σωστά τις άλλες αράδες (λιγότερες αυτές) για ορθογραφία. (Σε κάθε μάθημα σημείωναν με Α την «Αντιγραφή» και με Ο την «Ορθογραφία»).
Ας ξαναγίνουμε, λοιπόν, «πρωτάκια», ας γίνουμε πάλι παιδιά, κι ας νιώσουμε τα Χριστούγεννα που φτάνουν, διαβάζοντας τα γιορταστικά μας μαθήματα από το Αλφαβητάρι «Τα καλά παιδιά», του 1949 (κρίμα που δεν μπορούμε να δούμε τις περισπωμένες, τα πνεύματα -την ψιλή και τη δασεία- και τις άνω τελείες, που στόλιζαν, σαν κεντίδια, τις λέξεις και τα γράμματα):
Τα Χριστούγεννα.
Το φεγγαράκι φεγγοβολά στον ουρανό.
Δεν ξημέρωσε ακόμη και οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν χαρούμενα:
«Ντιν-νταν, ντιν-νταν!»
Ο πατέρας, η μητέρα και η Άννα ετοιμάζονται και ξεκινούν για την εκκλησία.
Το φεγγαράκι τους φέγγει στο δρόμο.
Φεγγοβολά και η εκκλησία γεμάτη.
Όλοι με χαρά προσεύχονται.
Ο Ρήγας και η Νίνα ξυπνούν και ρωτούν:
-Γιατί, γιαγιά, σήμερα κτυπούν νύχτα οι καμπάνες;
-Σαν την αποψινή νύχτα, εγγονάκι μου, η Παναγία μας γέννησε το Χριστό μας στην πόλι Βηθλεέμ.
Ένα αστέρι έφεγγε από πάνω και άγγελοι κατέβαιναν και έψαλλαν χαρούμενα.
Σαν τώμαθαν οι τσοπάνηδες έτρεξαν αμέσως. Ηύραν το Σωτήρα μας και τον προσκύνησαν.
Γι’ αυτό σήμερα πηγαίνουμε νύκτα στην εκκλησία.
Τα παιδιά ακούνε με προσοχή.
Ξημέρωσε πια. Σε λίγο γυρίζουν οι γονείς.
Τα παιδιά χαρούμενα φιλούν τα χέρια των.
Εκείνοι τα σφίγγουν στην αγκαλιά, τα φιλούν και τους δίνουν πολλές, πολλές ευχές.
Έρχεται μεσημέρι κι ετοιμάζουν το τραπέζι.
Η μητέρα τότε λέει:
-Ξέρετε πως έχομε και φτωχούς στη γειτονιά; Ποιος θα τους πάει λίγο φαγητό;
-Εμείς, απαντά πρόθυμα ο Ρήγας.
-Σήμερα μεγάλη γιορτή. Πρέπει να χαρούν κι εκείνοι οι καημένοι, λέει η Άννα.
Ξεκινούν αμέσως και γυρίζουν γρήγορα.
Ύστερα τρώγουν με τους δικούς των και διασκεδάζουν.
Έτσι πέρασαν πολύ ευχάριστα τα Χριστούγεννα.
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται
Από την Καισαρεία.
Βαστάει πέννα και χαρτί
Χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
Και το χαρτί μιλούσε:
Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις;
Ζωηρά, ζωηρά τραγουδούν τα παιδιά, κρατώντας στα χέρια μια όμορφη χάρτινη εκκλησιά, την Αγιά Σοφιά.
Ωραία που είναι φτιαγμένη και φεγγοβολά από τις λαμπάδες.
-Ποιοι να είναι; Α! να ο Ρήγας, ο Βαγγέλης του Λεωνίδα, ο Ζήσης του Γιάγκου, ο Σωτήρης του Ζώτου, ο Δήμος του Μανώλη κι ο Ξενοφώντας του Ντίνου.
Ώρες πολλές γύρισαν τραγουδώντας τα κάλανδα και μάζεψαν αρκετές δραχμές. Αγόρασαν μ’ αυτές τετράδια και μολύβια και τα μοίρασαν στους φτωχούς συμμαθητάς των.
«… Τα αλφαβητάρια μιλάνε στην ψυχή των ανθρώπων.
Αν τα ανοίξετε, θα καταλάβετε».
Κώστας Γραμματόπουλος
Καλά Χριστούγεννα!!!
23-12-2022
Μπράβο κύριε Μητράκο! Εὐχαριστοῦμε ἀπό καρδιᾶς γιά τό θαυμάσιο κείμενό σας.
Μᾶς ζεστάνατε τήν καρδιά. Σέ σᾶς καί ὅλους δίνουμε μιάν εὐχή πού δεχτήκαμε
κι ἐμεῖς μέ εὐφροσύνη :
Θεοσκέπαστο τό 2023!
Νατάσα Κεσμέτη καί Νικόλας Παυλόπουλος