Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα καθρεφτίζει τη σχέση του με την ίδια τη ζωή, τη βιολογική βάση της ύπαρξής του. Η εξέλιξη των ελληνικών θεοτήτων της αρχαιότητας, από ζωόμορφους θεούς ή διυπόστατους θεούς που μπορούσαν να πάρουν κατά περίσταση και την όψη ενός ζώου, σε ανθρωπόμορφους και τελικά σε αφηρημένες έννοιες και αρχές τις οποίες εκπροσωπούσαν[1], είναι ένδειξη των στοχαστικών μεταβολών του ανθρώπινου πολιτισμού, όπου η διάθεση του human being προς το ζωικό βασίλειο περνάει 1) από τον τοτεμισμό στους κυνηγητικούς πολιτισμούς, τη λατρεία και το φόβο, όπου η οξύμωρη υπόσταση του θηράματος ως ζωοδότου και θανάσιμου κινδύνου προκαλεί τελετές εξευμενισμού[2] και ζωομορφικές θεότητες συμπαντικών διαστάσεων, 2) στον αγροτικό και ζωοτροφικό πολιτισμό, όπου από τη μια πλευρά τα άγρια θηρία των δασών προκαλούν την εχθρότητα και τον τρόμο του ανθρώπου και γεννούν με τη σειρά τους μια πλούσια δαιμονολογία, και από την άλλη τα κατοικίδια ζώα θεωρούνται συνεργάτες και σύμμαχοι του ανθρώπου, κρατούν όμως στις δεισιδαιμονικές αντιλήψεις των λαϊκών πολιτισμών ως υποδεέστερα όντα προς εκμετάλλευση μια δαιμονική διάσταση[3].
Στους αστικούς πολιτισμούς (3) η απόσταση μεγαλώνει, γιατί είτε η τεχνολογία δεν έχει πια ανάγκη την εργατική δύναμη του κατοικίδιου ζώου είτε η πλειονότητα των εργασιών δεν είναι πια χειρονακτική: η εξωτική έλξη και περίεργη εμφάνιση των ξένων και παράξενων ζώων τα τοποθετεί σε ζωολογικούς κήπους, ή η μοναξιά των κατοίκων στις μεγαλουπόλεις τα βάζει στα ίδια τα σπίτια για συντροφιά, όπου καλλιεργείται πλέον μια φιλική σχέση συμβίωσης δίχως την εκμετάλλευση και “χρήση”, όπου ελλοχεύουν όμως και οι παρεξηγήσεις του ανθρωπομορφισμού (quasi-ανθρώπινες συμπεριφορές των ζώων, σχετικές προσδοκίες, στερεότυπα κτλ.) ή υπερβολές μιας σχεδόν παθολογικής συμπτωματολογίας (υποκατάσταση παιδιού, δίαιτες, καλλωπισμός κτλ.). Στη σύγχρονη μαζική κουλτούρα συνυπάρχουν οι εχθρικές και οι φιλικές διαθέσεις, η περιφρόνηση μαζί με την εκτίμηση· φιλοζωικές και περιβαλλοντολογικές οργανώσεις προσπαθούν να επιβάλλουν το αστικό και ανθρωπιστικό πρότυπο, και η κτηνιατρική έχει μετατραπεί σε κάποια έκταση σε σταθμούς βοήθειας και κλινικές για τους μικρούς μας φίλους, κερδοφόρες επιχειρήσεις που ανθούν σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Μολοντούτο η “εργασιακή” σχέση με τα ζώα δεν έχει εκλείψει τελείως: ιπποδρομίες, κυνηγόσκυλα, ο σκύλος φύλακας της περιουσίας· και οι αγριόγατες και τα αδέσποτα σκυλιά συνεχίζουν και στα αστικά κέντρα το wildlife της φυσικής ζωής σε αλλαγμένο περιβάλλον.
Tην πρώτη φιλοζωική οργάνωση στην Ελλάδα ίδρυσε μια πλούσια και εκκεντρική πολύγλωσση Γερμανίδα με αγγλική υπηκοότητα, η Ελπίς Μέλαινα (Esperanza von Schwartz, 1821-1899)[4], το 1884 στη Χαλέπα της τουρκοκρατούμενης ακόμα Κρήτης, η οποία ήταν παθιασμένη περιηγήτρια και συγγραφέας, έμπιστη του Garibaldi στην Ιταλία και του Franz Liszt στην Κεντρική Ευρώπη, διαζευγμένη και με φιλολογικό σαλόνι στη Ρώμη, έμενε όμως από το 1865 για περισσότερο από 20 χρόνια κατά διαστήματα στη μεγαλόνησο και άφησε και έναν τόμο με περιγραφές των περιηγήσεών της στην Κρήτη[5]. Συγκέντρωσε και δημοτικά τραγούδια τα οποία εξέδωσε το 1873 με τον τίτλο “Κρητική μέλισσα”[6]. Στην επανάσταση του Αρκαδίου το 1866 οι συμπάθειές της ήταν με το μέρος των Κρητικών: παρότρυνε τον Garibaldi να στείλει 500 Ιταλούς εθελοντές στην επαναστατημένη μεγαλόνησο. Πέθανε το 1899 στην Ελβετία. Δημιούργησε στα Χανιά το πρώτο νοσοκομείο για κακομεταχειρισμένα άλογα και γαϊδούρια και φρόντιζε για τον καθημερινό σιτισμό των αδέσποτων σκυλιών της πόλης. Οι εκκλήσεις και τα μανιφέστα της υπέρ της φιλοζωίας σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες φυλάσσονται σήμερα ακόμα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Υπάρχουν επομένως και απρόσμενοι πρόδρομοι των κέντρων υποδοχής των αδέσποτων και τραυματισμένων ζώων, και μάλιστα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υφίστανται και ειδικές τηλεοπτικές εκπομπές, όπου τα φιλοξενούμενα ζώα τέτοιων κέντρων ψάχνουν διαμέσου της τηλεπαρουσιάστριας για ανάδοχες οικογένειες. Στο παρελθόν συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: κάθε κωμόπολη είχε τον δημοτικό μπόγια της, ο οποίος εντόπιζε, έπιανε και θανάτωνε τα αδέσποτα σκυλιά. Η περιφρονητική και φοβική στάση του ανθρώπου απέναντι στον πιο πιστό φίλο του εκδηλώνεται σε μια σειρά από παροιμίες, υβριστικές εκφράσεις κτλ.[7] Ωστόσο το θέμα είναι πολύ σύνθετο και έχει μεγάλο χρονικό βάθος: να θυμηθούμε μόνο για μια στιγμή τον Κέρβερο[8], ή ότι ο Χάροντας είχε αρχικά τη μορφή σκύλου[9], η Εκάτη εμφανίζεται ως σκύλα[10], σκυλοκέφαλοι δεν είναι μόνο τα δαιμόνια του Κάτω Κόσμου[11], αλλά ζουν και σε απομακρυσμένες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου[12] ή αναπτύσσουν την ολέθρια δράση τους στο φαντασιακό της λαϊκής δαιμονολογίας[13]· αντίθετα υπάρχει και ο Άγιος Χριστόφορος κυνοκέφαλος κτλ.[14]. Άλλωστε η Καθαρή Δευτέρα λέγεται και “σκυλοδευτέρα”, κάποιοι μεταμφιεσμένοι ονομάζονται και “σκυλαραίοι”, στη Θράκη τελείται το δρώμενο του “κιοπέκ-μπέη”, του μπέη των σκυλιών κτλ.[15]. Πραγματοποιείται άλλωστε την ημέρα αυτή και η “σκυλογιορτή”, που τεκμηριώνεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Βουλγαρίας: στήνεται η τραμπάλα ή κούνια των σκυλιών και προς διασκέδαση της νεολαίας του χωριού τελείται το “κυνομαρτύριον”, όπως το έλεγε η παλαιότερη λαογραφία, ο βασανισμός των αδέσποτων σκυλιών που θα μπορούσε να τελειώσει και με τον θάνατο του ζώου[16]. Στο Ριζόμυλο Μαγνησίας, μετά από παρέμβαση ζωοφιλικής και οικολογικής οργάνωσης, ο βασανισμός στην “κρεμάλα” γίνεται μάλιστα πλέον με ομοίωμα σκύλου[17].
Σε τέτοιες απεχθείς πρακτικές εκδηλώνεται οφθαλμοφανώς η εχθρική στάση του ανθρώπου ακόμα και απέναντι στα κατοικίδια ζώα. Σε ορισμένα έθιμα όμως επιβιώνουν ακόμα και παλαιότερα στρώματα αντιλήψεων: στο κυπριακό δρώμενο του “Σκύλλου βρωμίση” ο ένας ψευτοπαλικαράς σκοτώνει τον άλλο (που μοιάζει και με τον “αδελφό” του), τον τεμαχίζει και πουλάει σε είδος δημοπρασίας το κρέας του[18]· στο θρακικό έθιμο του “Καλόγερου”, όπως το παρατήρησε ο Richard Dawkins στις αρχές του 20ού αιώνα στον Άγιο Γεώργιο της Ανατολικής Θράκης, και εκεί ο ένας Καλόγερος σκοτώνει τον άλλο, και στο τέλος δήθεν γδέρνει το πτώμα του με ξύλινο μαχαίρι, σαν να πρόκειται για σκοτωμένο θήραμα[19]. Εδώ σαφώς πρόκειται για αντιλήψεις αρχαϊστικές, οι οποίες όμως δεν παραπέμπουν τόσο σε λανθάνοντα κανιβαλισμό αλλά στις τελετουργίες των τοτέμ· το γδάρσιμο του σκοτωμένου ζώου είναι στα πανηγύρια κοινό θέαμα σε κάθε θρησκευτική ζωοθυσία[20], πριν τεμαχιστεί και το φαγώσιμο κρέας του να βραστεί στα καζάνια για το τελετουργικό συμπόσιο των πιστών.
Εντούτοις υπάρχουν και πιο παιγνιώδεις αναπαραστάσεις της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα, όταν δηλαδή μεταμφιέζεται σε ζώο και μιμείται τις κινήσεις και τους ήχους του[21]. Αυτό γίνεται συνήθως με κάποια πίστη στη μαγική αποτελεσματικότητα των πραττομένων (αναλογική ή ομοιοπαθητική μαγεία)[22], αλλά πολλές φορές και χωρίς αυτήν, για απλή τέρψη και διασκέδαση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνες οι περιπτώσεις όπου οι καλανδιστές κατά το δωδεκαήμερο μπαίνουν στα σπίτια, μιμούνται τα κραξίματα των πουλερικών που εύχονται να πληθύνουν ή μπουσουλάν στα τέσσερα, για να μαζέψουν το στάρι που έχει σκορπίσει η νοικοκυρά στο δωμάτιο[23]. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν οι αρκτομορφικές μεταμφιέσεις στο παλαιότερο ελληνικό αγροτικό καρναβάλι, όπου η αρκούδα που μιμείται ο μεταμφιεσμένος με τριχωτό δέρμα χωρικός δεν είναι το άγριο θηρίο του δάσους αλλά η αρκούδα των πανηγυριών που χορεύει στο ντέφι του τσιγγάνου ή του “αρκουδιάρη”[24]· τέτοιες αρκούδες έχουν καταλήξει σήμερα στα εθνικά πάρκα “Αρκτούρος”. Παρά αυτή την εξευτελιστική κατάντια του φόβητρου των δασών, στην πρωτόγονη ανθρώπινη διασκέδαση έχει μείνει κάτι από την πολύ διαδομένη αρκτολατρεία (και στην αρχαιότητα και σήμερα ακόμα στις σκανδιναβικές χώρες): οι τρίχες από τη γούνα του ζώου χρησιμεύουν ως φυλακτά και το πάτημα της αρκούδας θεωρείται θεραπευτικό για διάφορες παθήσεις[25].
Άλλη χαρακτηριστική μορφή στις αποκριάτικες διασκεδάσεις είναι η “καμήλα” (“τζαμάλα” στη Θράκη), την οποία παριστάνουν δύο άντρες, σκυφτοί κάτω από ένα κάλυμμα, και ο πρώτος κρατάει σε κοντάρι ένα κεφάλι (κρανίο ζώου ή ξύλινο, που μπορεί ν’ ανοίξει και το στόμα)· το τετράποδο ζώο χορεύει, τρομάζει τον κόσμο, δέχεται δώρα, μερικές φορές “αρρωσταίνει” και ο καμηλιάρης ζητά “φάρμακα” (χρήματα) για το ζώο του, άλλες φορές πεθαίνει κιόλας. Θεωρείται πάντα, όπως και η αρκούδα, θηλυκή και μερικές φορές στη ράχη της κάθεται και μια κούκλα ή άλλο ομοίωμα που θεωρείται παιδί της. Αυτή η αλλόκοτη μεταμφίεση είναι διαδομένη από τα νότια Βαλκάνια έως την Κεντρική Ευρώπη[26] και προέρχεται προφανώς από την παράξενη όψη που έχει το ζώο και το περιεργάζονταν παλαιότερα όλοι οι λαοί: στην βυζαντινή Κωνσταντινούπολη περιφέρονταν καμήλες στους δρόμους της βασιλεύουσας, για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κόσμου[27]. Υπάρχουν και άλλες ζωομορφικές μεταμφιέσεις που δεν είναι τόσο διαδεδομένες στην Ελλάδα, όπως η δίποδη κατσίκα (στα βόρεια Βαλκάνια), το ελάφι (στα κεντρικά Βαλκάνια), διάφορα πουλιά κτλ.[28]. Με άγριο ζώο μοιάζει και η θηριομορφική μεταμφίεση του διαμονικού “αράπη”, όπως γενικότερα τα δαιμόνια εύκολα μπορούν να πάρουν και την όψη άγριου ζώου (π. χ. λυκάνθρωποι).
Η αμφίσημη οντότητα του ζώου και η αμφιρρεπής σχέση του με τον άνθρωπο συνεχίζει να υπάρχει και πέρα από την κοινωνική πραγματικότητα, στον επινοημένο κόσμο της science fiction και τα τέρατα που έρχονται από το σύμπαν, κατακλύζουν τις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών στα video games και εφευρίσκονται και αναπαράγονται από τους σχεδιαστές στη βιομηχανία των παιδικών παιχνιδιών[29]. Ο ανθρωπόμορφος δράκος του παραδοσιακού παραμυθιού, o υπερφυσικά δυνατός ogre της virtual reality και του cyber space της ηλεκτρονικής φαντασίας, κρύβει το κτήνος μέσα του, προσποιείται την ανθρώπινη φύση, αλλά μόλις βγει από την πολιτεία, διψάει για ανθρώπινο κρέας. Φαίνεται πως ο ανθρώπινος πολιτισμός διαπραγματεύεται τη σχέση του με τη φύση, το σώμα, τα ένστικτα και τη βιολογική κατασκευή, στην οποία βασίζεται, πολλές φορές συμβολικά, στις ρυθμίσεις και τους διακανονισμούς της συμπεριφοράς του προς τα ζώα, αντικρίζοντας σ’ αυτά έμμεσα το δικό του παρελθόν. Αν θέλει να κατασκευάσει κανείς ένα ιδεατό σχήμα μιας υποθετικής εξέλιξης, από την οποία συνυπάρχουν όμως σχεδόν όλα τα στάδια ταυτόχρονα στο σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος παρά τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης δεν είναι καθόλου ενιαίος, αλλά αντίθετα ετερόκλητος και αντιφατικός, θα μπορούσε να αποφανθεί κάπως επιγραμματικά, πως η αρχικά απόλυτη εξάρτηση του ανθρώπου από το σώμα του μετατρεπόταν σταδιακά σε μια δόση υπέρβασης με την εξέλιξη των πολιτισμών, οι οποίοι συχνά αντιβαίνουν στα φυσικά δεδομένα και τα τροποποιούν, φτάνοντας στην ακραία περίπτωση της εχθρότητας προς το σώμα (ασκητισμός, αστικός λογοκεντρισμός, ανωτερότητα του πνεύματος κτλ.), για να εισέρχεται στον 20ό αιώνα σε μια νέα φάση “σωματικότητας” και σε μια διάθεση πιο συμφιλιωτική με τα βιολογικά δεδομένα και συνθετική ως προς μια ολική αντίληψη του ανθρώπου. Σε μια τέτοια τυπολογική “εξέλιξη” θα συμβάδιζε κάπως παράλληλα και η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα: από την εξάρτηση και τη λατρεία (συνάμα και το φόβο) στην εχθρότητα και την εκμετάλλευση, και από εκεί σε μια πιο εξισορροπημένη διάθεση, που περικλείει τη “φιλία” και το σεβασμό, αλλά και την αναγνώριση της διαφορετικότητας των οργανισμών αυτών, που δεν επιτρέπουν την ψευδαίσθηση του ανθρωπομορφισμού, της εισαγωγής και προβολής ανθρώπινων προσδοκιών, συναισθημάτων και ψυχολογίας στο ζωικό βασίλειο. Αυτή η φιλοζωική διάθεση μπορεί να έχει θρησκευτική διάσταση (Βουδισμός, Χριστιανισμός) ή κοσμική (ορθολογισμός, ανθρωπισμός). Στην περιβαλλοντική φροντίδα του σημερινού πολιτισμού η προστασία των ειδών και η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξη των πλασμάτων της δημιουργίας ενώνονται, πέρα από τις όποιες ιδεολογικές τοποθετήσεις και κοσμοθεωρίες, σ’ έναν κοινό στόχο· ο άνθρωπος δεν χρειάζεται πια να συμπεριφέρεται ως κατακτητής της φύσης – σε κάποιον βαθμό το έχει επιτύχει – μπορεί να είναι συντηρητής και προστάτης της. Αν και κάθε σεισμός και κάθε τσουνάμι, κάθε έκρηξη ηφαιστείου και κάθε μεγαλύτερος μετεωρίτης που πλησιάζει τη γη μας θυμίζει πόσο εύθραυστη και πόσο προσωρινή μπορεί να είναι η υπεροχή αυτή.
Άφησα για το τέλος μια άλλη διάσταση του θέματος: τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε ζώο, ή αντίστροφα της μεταμόρφωσης του ζώου σε άνθρωπο. Το δεύτερο, σε μια αρνητική εκδοχή, είναι ο δράκος του ελληνικού παραμυθιού, που προσποιείται πως είναι άνθρωπος ενώ πρόκειται για ανθρωποφάγο κτήνος[30], και σε μια θετική εκδοχή, είναι ο “γουανάκος” από την ομώνυμη κωμωδία του Γιάννη Ψυχάρη (1900), όπου το καλοκάγαθο ζώο στη Γη του Πυρός, που μοιάζει με λάμα (προβατοκάμηλος), σύμβολο της “ζωώδους υπόστασης” του ελληνικού λαού που δεν μπορεί να μιλήσει (την καθαρεύουσα), μετατρέπεται στο τέλος σε άνθρωπο[31]. Στην πρώτη περίπτωση, τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε ζώο, μας έρχεται στο νου το θέατρο σκιών, όπου στο έργο “Το στοιχειωμένο δέντρο”, ο διάβολος μεταμορφώνει τα πρόσωπα ολόκληρου του θιάσου, μόλις περάσουν από το μαγεμένο δέντρο, σε ζώα, τον Χατζηαβάτη σε γίδα, τον Μπαρμπαγιώργο σε μοσχάρι, τον Νιόνιο σε καμήλα· ο Καραγκιόζης που κοιμάται κάτω από το στοιχειωμένο δέντρο, ξυπνά με κεφάλι και πόδια γυρισμένα προς τα πίσω[32].
Όπως φαίνεται, η απόσταση του ανθρώπου από το ζώο δεν είναι και τόσο μεγάλη, όπως άλλωστε μας δείχνει μια σειρά από μεταμορφώσεις, είτε ως τιμωρία είτε ως σωτηρία, της ελληνικής μυθολογίας[33].
Το πραγματικό βασίλειο τέτοιων μεταμορφώσεων όμως είναι το μαγικό παραμύθι, το οποίο ανήκει στα παλαιότερα κείμενα ολόκληρης της ανθρωπότητας, με σημαντικές ομοιότητες αφηγήσεων σε πολιτισμούς που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους[34]: εδώ η μετάβαση από το ένα στο άλλο είναι ρευστή, αλλά στην απόλυτα ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του παραμυθιού ανήκει και το γεγονός, πως αυτή η ζωική ύπαρξη του ανθρώπου είναι πάντα προσωρινή και τερματίζεται με το λύσιμο της μαγείας[35].
Ωστόσο στους μύθους ζώων υπάρχει και η αντίθετη περίπτωση, διάφοροι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου να συμπεριφέρονται σαν τους ανθρώπους, και μάλιστα να εκπροσωπούν ορισμένες χαρακτηρολογικές ιδιότητες, όπως η πονηρή αλεπού κτλ.· αυτό το σύστημα των χαρακτηρολογικών ιδιοτήτων που εκπροσωπείται από σταθερούς τύπους, συμπεριλαμβάνει και τον λύκο, τον πετεινό, τον σκαντζόχοιρο, το σκύλο, το λιοντάρι, τον γάιδαρο, την αρκούδα, την πάπια, τον κόρακα, τον κόκορα, τον λαγό, το ελάφι, τον γάτο, το ποντίκι, τον κότσυφα, το αρνί, το κατσίκι, τον αετό, τη χελώνα, τον βάτραχο κτλ.[36]. Οι περισσότερες από τις διδακτικές αυτές ιστορίες προέρχονται από τους μύθους του Αισώπου που γνώριζαν τεράστια διάδοση σε όλους ευρωπαϊκούς λαούς[37]. Έλαβαν στο διεθνή κατάλογο των τύπων των παραμυθιών των Aarne και Thompson τους πρώτους αριθμούς 1-299 (Animal Tales)[38].
Αντίθετα με το καθαυτό μαγικό παραμύθι, όπου τα όρια του ανθρώπινου και του ζωώδους είναι αμφίπλευρα ανοιχτά και μεταβαλλόμενα, οι αιτιολογικοί μύθοι δίνουν έμφαση στη διαφορά, αν και εξιστορούν το γεγονός, πως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι· οι ιστορίες αυτές “εξηγούν”, πώς ο σκύλος, ο λύκος, ο αετός, η κουκουβάγια, το χελιδόνι, η νυχτερίδα, το ψάρι, ο κάβουρας, οι ψύλλοι, τα φίδια, οι βάτραχοι κτλ. δημιουργήθηκαν και πώς απόκτησαν τη συγκεκριμένη τους συμπεριφορά και τα ιδιότυπά τους χαρακτηριστικά[39]. Συχνά βιβλική ή κοσμογονική υπόσταση έχουν και παραδόσεις για ευλογημένα και καταραμένα ζώα[40]. Στον θεματικό κύκλο του ομηρικού Δούρειου Ίππου ανήκουν τα τεχνητά ζώα (χρυσό άλογο, αργυρό ελάφι, χρυσός αετός, λιοντάρι, χήνα, ξύλινο άλογο κτλ.), τα οποία μερικές φορές βγάζουν και μουσική[41]. Στο παραμύθι του “Πιστού Συντρόφου” (ΑaΤh/ ΑΤU 516) o βοηθός πλησιάζει την κλειδωμένη βασιλοπούλα μέσα σ’ ένα τεχνητό άλογο[42], σε άλλο παραμύθι ο ήρωας κρύβεται σε χρυσό τράγο και παίζει μουσική για τη βασιλοπούλα[43]. Στις μεταμορφώσεις του μοτίβου της “μαγικής φυγής”, μετακινούμενου μοτίβου που υπάρχει σε πολλά μαγικά παραμύθια, υπάρχουν και μεταμορφώσεις σε ζώα (συνήθως σε λίμνη και πάπια ή χήνα)[44]· αλλά πρόκειται για πρόσκαιρες μεταμορφώσεις, για να ξεγελαστούν οι διώκτες των νέων. Ειδική περίπτωση αποτελεί και ο νέος/άντρας που καταλαβαίνει τη γλώσσα των ζώων (των πουλιών[45], των ζώων γενικά[46], των σκύλων, βατράχων και πουλιών[47] κτλ.).
Η εγγύτητα της φύσης του ανθρώπου με το ζώο, που φτάνει έως την διττή υπόσταση και την ταύτιση[48], αναδεικνύεται κυρίως από τρεις μεγάλες θεματικές ενότητες, που βρίσκονται διάσπαρτες στα μαγικά παραμύθια: 1) το ζώο-γαμπρό ή νύφη, όπου η μαγική μεταμόρφωση είναι διαρκής έως τη λύτρωσή του/της, 2) τα παραμύθια για τα ευγνώμονα ζώα-βοηθούς, που συμβουλεύουν τον ήρωα σε κρίσιμες στιγμές της πορείας του ή τον βοηθούν έμπρακτα, και 3) τη δυνατότητα μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε ζώο, συνήθως για λόγους επίτευξης κάποιου στόχου, όπου η μεταμόρφωση είναι πρόσκαιρη. Στον πρώτο κύκλο[49] ανήκουν ιστορίες για μαγεμένες όμορφες κόρες, που εμφανίζονται με την μορφή απεχθούς ή ασήμαντου ζώου· κατά την αντιθετική και παραδοξολογική λογική του παραμυθιού όμως, ακριβώς το πιο άσχημο είναι κατ’ ουσίαν και το πιο όμορφο. Εδώ ανήκει η περίπτωση της μαγεμένης Πεντάμορφης (ως βάτραχος, χελώνα, γάτα, αρκούδα, αλεπού κτλ.), που φέρνει ο τρίτος γιος του βασιλιά ως νύφη στο παλάτι (AaTh 402)[50], ή η ηρωίδα που γεννιέται σε μορφή ζώου (κατσίκα, κοράκι, γουρούνα, σκύλα, κουρούνα, πρόβατο, καμήλα, γάτα κτλ.), σε κάποιες ευκαιρίες όμως βγαίνει από το δέρμα της και εμφανίζεται στη φυσική της εκθαμβωτική ομορφιά (AaTh 409A)[51]· το βασιλόπουλο τη βλέπει και την παντρεύεται καίγοντας το δέρμα του ζώου (παρόμοιο μοτίβο με το πουκάμισο της νεράιδας). Το μοτίβο της τελικής μεταμόρφωσης σε όμορφη γυναίκα υπάρχει και σε άλλο παρόμοιο παραμύθι, όπου η υπερφυσική γυναίκα έχει μορφή άσχημου ζώου (βάτραχος, χελώνα, σκαντζόχοιρος, σαύρα, γάτα, αρκούδα, αλεπού, ψάρι, πουλί κτλ.), αλλά τελικά ο βασιλιάς παιδεύει τον ήρωα για να αποκτήσει αυτός την πεντάμορφη γυναίκα του (ΑaΤh 465)[52]. Ενώ τα παραμύθια για τις μαγεμένες σε ζώα κόρες συγγενεύουν κάπως με τις παραδόσεις για τις νεράιδες που παντρεύονται θνητούς, τα παραμύθια για τους ζωομορφικούς γαμπρούς έχουν προκαλέσει συχνά και ψυχαναλυτικές ερμηνείες, όπως στην περίπτωση του “βασιλιά-βάτραχου” (που δεν τεκμηριώνεται στην Ελλάδα)[53]. Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι η ιστορία του “Έρωτα και της ψυχής” (AaTh 425 και υπότυποι, 432)[54], την οποία διηγείται ήδη ο Apuleius (2ος αι. μ. Χρ., 4.28-35, 6.1-23), όπου στις ελληνικές παραλλαγές εμφανίζεται ο ζωόμορφος γαμπρός ως αρκούδα, σκυλί, φίδι, γουρούνι, λύκος, θηρίο, μισός άνθρωπος/μισός ζώο κτλ.[55]· και μόνο στον ελληνόφωνο χώρο έχουν καταγραφεί 534 παραλλαγές[56]. Σε άλλα παραμύθια ο Tierbräutigam είναι σκύλος[57]. Σε διαφορετικό παραμύθι η άκληρη βασίλισσα γεννάει ένα φίδι (ΑaΤh 433Β)[58], στον ελληνικό (και τουρκικό) οικότυπο με τίτλο “Ο Όφις που έγινε βασιλόπουλο”[59], και πάλι σε άλλο σκαντζόχοιρος (AaTh 441)[60]. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η μεταμόρφωση σε ζώο υφίσταται από την υπερφυσική γέννηση του ήρωα, αλλά είναι επιστρέψιμη με μια πράξη θυσίας ή αγάπης: το άγριο κτήνος ή το άσχημο και σιχαμερό ζώο αποκτά την πραγματική του υπόσταση με εξαιρετική αφοσίωση ή εκδήλωση πίστης στην ανθρώπινή του οντότητα. Η ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία του μαγικού παραμυθιού (σε αντίθεση με τις ευτράπελες διηγήσεις) αντικρίζει και στο ζώο την πιθανότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε άλλη μορφή· φτάνει απλώς να βοηθήσει κανείς να φανερωθεί αυτή.
Μια κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα, την ευγνωμοσύνη, εμφανίζουν τα ζώα και στον θεματικό κύκλο των ευγνωμόνων ζώων, που ανταποδίδουν μια ευεργετική πράξη στον ήρωα, τον συμβουλεύουν ή τον βοηθούν σε μια κρίσιμη στιγμή της, πάντα δύσκολης, πορείας του στα μαγικά παραμύθια[61]. Κεντρικός τύπος είναι AaTh 554 (The Grateful Animals), όπου με τη βοήθεια των ζώων ο ήρωας κερδίζει τη βασιλοπούλα[62], αλλά το παραμύθι αυτό απουσιάζει από την Ελλάδα. Το μοτίβο εμφανίζεται ήδη στα παραμύθια για τον δρακοντoκτόνο ήρωα (AaTh 300)[63], όπως και στα “Δίδυμα” (AaTh 303)[64], όπου στην εισαγωγή ο ψαράς ξαναρίχνει το ψάρι στη θάλασσα και ακολουθεί ύστερα τις συμβουλές του. Ευγνώμονα ζώα (λιοντάρι, λύκος, αρκούδα, αλεπού, λαγός) σώζουν τον ήρωα και στο παραμύθι για την “προδότρια” αδελφή (ΑaΤh 315) και την “ανθρωποφάγα” αδελφή (AaTh 315A)[65]. Στο παραμύθι για το στοίχημα της βασιλοπούλας, πως κανένας μνηστήρας δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτή και τον μαγικό της καθρέφτη, το ψάρι, ο αετός και η αλεπού (σε άλλες παραλλαγές και το πουλί, το φίδι, το λιοντάρι, η αρκούδα, η μαϊμού, το μυρμήγκι, οι μέλισσες και άλλα) κρύβουν τον ήρωα και τον σώζουν από τον αποκεφαλισμό[66]. Πάνω στην αντίθεση της φιλοζωικής και της μισοζωικής συμπεριφοράς δύο αδελφών στήνεται η υπόθεση στα παραμύθια του τύπου ΑaΤh 431 και 480: η καλή αδελφή όχι μόνο βοηθιέται από τα ζώα που έχει ευεργετήσει, αλλά λυτρώνει και το μεταμορφωμένο, σε δαίμονα του δάσους, βασιλόπουλο[67]. Η πιο συχνή εμφάνιση του μοτίβου είναι βέβαια στα παραμύθια που ονόμασαν οι Αarne και Thοmpson “Animals as Helpers” (530-559): στο 531 είναι ένα μαγικό άλογο που βοηθάει τον ήρωα[68], στο 537 ένας αετός[69], στο 545Β ο περίφημος “παπουτσωμένος γάτος” που κάνει τον κύριό του βασιλιά[70], στο 550 η αλεπού (ή ένας δράκος)[71], στο 552 οι βασιλείς των ζώων[72], στο 559 σκαθάρια[73]. Αλλά ευγνώμονα ζώα υπάρχουν και σε άλλα παραμύθια (π. χ. 560, 570, 610, 715)[74].
Η κεντρική ιδέα είναι σχεδόν πάντα, πως τα ζώα που έχουν ευεργετηθεί από τον ήρωα ή την ηρωίδα, δεν συμπεριφέρονται σαν “ζώα”, αλλά υπάγονται στον κοινωνικό νόμο του do ut des[75], φανερώνουν δηλαδή ανθρώπινη, και μάλιστα κοινωνική συμπεριφορά. Ο νόμος του εξανθρωπισμού του “ζωικού βασιλείου” στο μαγικό παραμύθι εξαπλώνεται και σε πολύ μικρά, ασήμαντα, άσχημα ή σιχαμερά ζώα, και τα διαφοροποιεί από τα θηρία και τέρατα, τους δράκους και δράκοντες[76], που συμπεριφέρονται εξ αρχής εχθρικά προς τον άνθρωπο και δεν υπάγονται στους νόμους της ανταποδοτικότητας, που είναι από τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού. Στην κατηγορία αυτή των παραμυθιών η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι άμεση, δεν υπάρχουν “γλωσσικές” ή άλλες δυσκολίες συνεννόησης και κατανόησης· ο άνθρωπος κινείται αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον και η οντότητα των ζώων εντάσσεται αυτονόητα στον ορίζοντα της λογικής του και των πράξεών του. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, με τη σημερινή έννοια, για μια οικολογική συμπεριφορά του ανθρώπου, και ταυτόχρονα για μια αρχαϊστική και προ-λογική φιλοζωική στάση, η οποία πηγάζει από μια ουσιαστική ταύτιση· όπως και στα αγροτικά και κτηνοτροφικά έθιμα η ιδέα της γονιμότητας είναι μία και μοναδική – των αγρών, ζώων και ανθρώπων[77] – έτσι και η ζωή εκλαμβάνεται σ’ αυτές τις ίσως παλαιότερες ιστορίες της ανθρωπότητας ως μία και ενιαία, στην οποία συμμετέχουν ισάξια και με τα ίδια δικαιώματα φυτά, ζώα και άνθρωποι.
Αυτή η ουσιαστική ταύτιση προβάλλεται ακόμα εντονότερα στη δυνατότητα, οι άνθρωποι να μεταβάλλονται μορφολογικά σε ζώα· αυτή η πρόσκαιρη μεταμόρφωση, σε αντίθεση με τη μόνιμη (του γαμπρού ή της νύφης “ζώου” βλ. παραπάνω) εντάσσεται στη ρευστότητα των σχημάτων και εμφανίσεων των όντων στο μαγικό παραμύθι, ενώ η ουσία και ταυτότητά τους, που εκδηλώνεται στην αταλάντευτη επιδίωξη αρχικών στόχων, παραμένει αναλλοίωτη. Μερικές φορές είναι και ευγνώμονα ζώα που δίνουν στον ήρωα την ικανότητα της μεταμόρφωσης. Αυτού του είδους η μεταμόρφωση εξυπηρετεί συνήθως κάποιον συγκεκριμένο σκοπό[78]: στο παραμύθι για την εξωτερική ψυχή ο ήρωας αποκτά την ικανότητα της μεταμόρφωσης από τα ευγνώμονα ζώα[79], όπως και στο παραμύθι για το ταμένο στη θάλασσα παιδί, όπου του δίνουν τη δυνατότητα μεταμόρφωσης σε μυρμήγκι, σε λιοντάρι και σε αετό[80]· στο παραμύθι του μαθητευόμενου μάγου ο ήρωας επιδίδεται σε ολόκληρο αγώνα μεταμόρφωσης, για να εξοντώσει τον μάγο[81], στο παραμύθι για την άσπρη και τη μαύρη νύφη, η καλή αδελφή που πνίγεται από την κακή μεταμορφώνεται σε χήνα (περιστέρι, χρυσόψαρο)[82]. Στο γνωστό από την κωμωδία του Carlo Gozzi “L’amore delle tre melarance” (1772) παραμύθι “Τα τρία κίτρα” η τρίτη πανέμορφη κόρη μεταμορφώνεται από τη γύφτισσα ή αραπίνα σε περιστέρι ή ψάρι, για να την σκοτώσει· στην περίπτωση αυτή η μεταμόρφωση γίνεται βίαια και εις βάρος του ήρωα[83]. Ως τιμωρία εμφανίζεται η μεταμόρφωση και σε άλλο παραμύθι, όπου η άπιστη και ανθρωποφάγα γυναίκα μετατρέπει τον άντρα της σε σκύλο και μετά σε πουλί[84]. Διπλασιασμένο υπάρχει το μοτίβο σε ορισμένες παραλλαγές του παραμυθιού “Μικρό αδελφάκι και μικρή αδελφούλα” (στα ελληνικά “Ο Αυγερινός και η Πούλια”): με μαγική φυγή δραπετεύουν τα αδελφάκια από τους ανθρωποφάγους γονείς τους, ο αδελφός που πίνει από απαγορευμένο νερό, μεταμορφώνεται σε ελάφι (λύκο, αρκούδα, βόδι, άλογο κτλ.)· ένα βασιλόπουλο παντρεύεται την αδελφούλα, και παίρνουν το ζώο μαζί τους· η κακιά πεθερά μεταμορφώνει την έγκυο σε χήνα και τη ρίχνει στο πηγάδι, όπου την τρώει ένα ψάρι (θηρίο)· με μαγικό τρόπο αποκαθίστανται οι αδικίες και οι ψεύτικες μορφές, όπως πάντα στο παραμύθι[85]. Διωγμένα αδέλφια που μεταμορφώθηκαν από τους κακούς γονείς σε διάφορα πουλιά αναζητά η αδελφή τους σε άλλο παραμύθι: εδώ δεν είναι η παραβίαση μιας απαγόρευσης που φέρνει τη μεταμόρφωση, αλλά η τιμωρία[86]. Σε παραμύθι για την καρδιά του μαγικού πουλιού ο ήρωας μεταμορφώνει τη βασιλοπούλα σε γάιδαρο, μόλις πετύχει τον σκοπό του (να πάρει το συκώτι του μαγικού πουλιού) της δίνει ξανά την ανθρώπινη μορφή της[87]. Σε άλλο παραμύθι, για την προδότρια γυναίκα ή μητέρα, ο ήρωας αποκτά από ευγνώμον ζώο τη δυνατότητα της μεταμόρφωσης σε ζώο και έτσι γλυτώνει τη ζωή του[88]. Ως τιμωρία εμφανίζεται η μεταμόρφωση σε σκύλο, του προδότη υπηρέτη που διατάζει να θανατωθεί το πριγκιπόπουλο, το οποίο έχει τη χάρη να κάνει κάθε επιθυμία να εκπληρωθεί[89]. Σε άλλη ιστορία πάλι ο νεαρός στρατιώτης αποκτά από υπερφυσικές δυνάμεις τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε διάφορα ζώα, πράγμα που τον καθιστά ικανό να κερδίσει τη βασιλοπούλα[90]· εδώ η ικανότητα αυτή γίνεται εργαλείο και στρατηγική για την επίτευξη του στόχου.
Ο άνθρωπος και το ζώο. Ζώον πολιτικόν και ζώον φυσικόν. Human being και animal. Eνώ στον Αριστοτέλη υπογραμμίζεται η κοινωνική διάσταση του ανθρώπου (της πόλεως), στην ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία των νεωτέρων χρόνων το “ζωικόν βασίλειον” αποκτά μια σαφώς υποδεέστερη (“κτηνώδη”) υπόσταση με πιο αρνητική σημασιολογική (“ζωώδη”) διασταση· ωστόσο, πλησιάζοντας το παρόν, φαίνεται πως τα πράγματα κάπως ισορροπούν. Μολοντούτο η φιλοζωική στάση των σημερινών ανθρώπων, όπως εκφράζεται στην ιδεολογία και ερευνητική δράση των φιλοζωικών, περιβαλλοντολογικών και οικολογικών συλλόγων, τις κλινικές του wild life, τα παρατηρητήρια οικοσυστημάτων κτλ., δεν βασίζεται μόνο στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και την κατανόηση της εξέλιξης στην οικολογική συνείδηση του σημερινού πολιτισμένου κόσμου, αλλά βασίζεται συχνά και σε μια συναισθηματική ανάγκη που οδηγεί στον “εξανθρωπισμό” της φύσης και υπόστασης των κατοικίδιων κυρίως ζώων, – ή τροφοδοτείται ακόμα και από μια θρησκευτική αντίληψη και διδαχή που αναγνωρίζει την ισότητα και ιερότητα των πλασμάτων του Θεού στην “κοινοκτημοσύνη” της κτίσης ολόκληρης, που συμπεριλαμβάνει ανθρώπους και “κτήνη” -, αλλά ανάγεται και σ’ ένα αρχαϊστικό στρώμα αντιλήψεων και ιδεών, που εξακολουθεί να υπάρχει κάπου στο συλλογικό υποσυνείδητο, πως άνθρωποι και ζώα εν τέλει ταυτίζονται. Στη συνέχιση αυτής της αντίληψης, που προέρχεται από τα προϊστορικά χρόνια, παρεμβάλλονται οι συμπεριφορές και πρακτικές της “χρήσης”, της εκμετάλλευσης και της θανάτωσης των ζώων για βιοποριστικούς λόγους ή λόγους επιβίωσης, που και αυτή συνυπάρχει ταυτόχρονα σε “εκπολιτισμένη”, ορθολογικοποιημένη και εκβιομηχανισμένη μορφή (εκτροφή ζώων σε φάρμες, ιχθυοτροφεία, οργανωμένα σφαγεία κτλ.), όπου η θανάτωση των ζώων εκλογικεύεται και αποσιωπάται, πρακτικές στις οποίες αντιδρά η ιδεολογία και vegetarian-φυτοφάγων (αν και τα φυτά είναι επίσης μια μορφή ζωης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσα στην πεφωτισμένη μας εποχή της επιστημοκρατίας οι στάσεις του ανθρώπου προς τα ζώα δεν είναι καθόλου ενιαία, λογική ή εναρμονισμένη με τις ανάγκες του φυσικού περιβάλλοντος των εκάστοτε ειδών, αλλά εξακολουθεί να είναι αντιφατική, εγωκεντρική, εξανθρωπιστική, κατακτητική και εν μέρει μόνο “οικολογική”: το φιλοζωικό κίνημα είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου, που αποτελείται από πολλές και διαφορετικές στάσεις και διαθέσεις, διαφορετικής ιστορικής ηλικίας και πολιτισμικών συμφραζομένων, του ανθρώπου προς τον “αδελφό” του· κατά την εξέλιξη των ειδών μάλιστα προς τον μεγαλύτερό του αδελφό.
(από το βιβλίο Δοκίμια για τη θεωρία της λαογραφίας και τη φιλοσοφία του πολιτισμού, Αθήνα, Ηρόδοτος 2014)
Σημειώσεις: