Η ποιήτρια καταδύεται σε άγνωστα στρώματα του εσωτερικού της κόσμου και
αναδύεται μέσα από ένα σύνολο μεταβλητές κατευθύνσεις, σε σταθερούς πάντα
προσανατολισμούς. Ένα πολύπλευρο δημιουργικό άθροισμα -βασισμένο στον Φροϋδικό
δυϊσμό της ατομικής ζωής- επανασυνδέει τον αντικειμενικό κόσμο με την σχεδόν
άπιαστη απ’ τις αισθήσεις μας σιβυλλική οπτική του υποσυνείδητου, την ανεξάντλητη
πηγή των σκοτεινών βιολογικών αρχών, των μυστικών ορμών και των δυνάμεων που,
ζητώντας ένα ολοκληρωτικό ξέσπασμα ανάμεσα από τους φραγμούς του σώματος και
του νου, προσβάλλουν και συμπιέζουν την συνείδηση:
«…οι σκιές μοιάζουν σαν να τσακώνονται. Κλείνω τα μάτια και διαπιστώνω ότι το ίδιο
κάνουν και οι σκέψεις μου. Σε κάθε κίνηση του νου, που σηματοδοτεί απόφαση,
αψιμαχούν και παραφέρονται.» [ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ]
Με οξύτατα ανεπτυγμένο καλλιτεχνικό ένστικτο ξυπνάει την κοιμισμένη σκέψη,
αναποδογυρίζει και σκυλεύει το υλικό της μνήμης προβάλλοντας τη μέριμνα και τις
θαυματουργές ιδιότητες του Έρωτα, στους σκοτεινούς καιρούς:
«Εκείνο το καλοκαίρι πίναμε και οι δύο το νερό από το βάζο. Κάποια στιγμή ανακάτεψες
ότι υγρό απέμεινε μαζί με χώμα, έγειρες πλάι μου και μου έπλασες ένα πρόσωπο ξανά
από την αρχή.» [ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ]
Στις εμβαθύνσεις της, η τολμηρή αισθητική της κρούει το ρόπτρο του αγνώστου μέχρι να
φανερωθεί η απόκριση:
«Και στάθηκα πλάι σε μένα/σε αυτή τη σκιά που με ακολουθεί επίμονα/και φώναξα/τι
θέλεις;/Και μου απάντησε/φως.» [ΘΕΩΡΗΜΑ στ]
Το καθαρό αποτέλεσμα αυτής της κρούσης -προς τα μέσα και προς τα έξω- είναι μια
ποίηση άμεση και πυκνή, ολοκληρωτικά στραμμένη προς το χιμαιρικό της απόλυτης και
αυθυπόστατης δημιουργίας. Έτσι ανεβαίνουν στην επιφάνεια των στίχων της δάκρυα,
τρομαγμένα ελάφια, χάλκινοι ήλιοι, ανομβρίες, αιμάτινες διαδρομές, η μεγάλη
ατέλειωτη δίψα πάνω στην καμένη γη της ψυχής… Αλλά πέρα και μέσα από τα ερείπια,
φωτίζεται ένα κεκαθαρμένο μυστήριο που ξεκινά από την ποιήτρια και ξεπερνά κατά
πολύ τα φυσικά της όρια: Η Φθορά. Η ασταμάτητη κι ανυποχώρητη, εξού και ο
τίτλος της συλλογής. Συστελλόμενη και διαστελλόμενη η κόρη της ίριδας φτιάχνει
μοναδικές εικόνες για τον καθένα, ρυθμίζοντας την διερχόμενη ποσότητα του φωτός.
Αποκαθιστά έτσι μερικώς τα ξέθωρα [από το μουντό φόντο του γκρεμού και της σιωπής]
χρώματα και την εξαντλημένη ανοσία του σκιρτήματος: «You’ re losing, you’ re losing
your vitamin c…» Υπάρχει σφυγμός όσο αντιστέκεται ο Μύθος κι η επινόηση της ποθητής
αλήθειας στηρίζεται σ’ ένα καινούργιο, πολύτιμο, ζωογόνο ψέμα:
« Απόψε θα μιλήσουμε για εμάς. Εφόσον και εάν./Εφόσον επινοήσουμε την αλήθεια μ’
ένα άλλο ψέμα./ Και εάν ο ένας κρατήσει ζωντανή/στα χέρια του την καρδιά του
άλλου./Ώσπου να σβήσει το σκίρτημα.» [ΕΦΟΣΟΝ ΚΑΙ ΕΑΝ]
Το τρυφερό χάδι που επιστρατεύεται σαν αντίστιξη στο μαύρο πλήκτρο, είναι ο μείζων
δρόμος, το πλάνο φως που εκπέμπει μια κλίμακα ματζόρε:
«…Στο άλλο χέρι σουλατσάρει το χάδι σου./Αλλάζει τον τόνο σ’ ένα χαμόγελο/και μια
υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά.» [ΜΑΥΡΟ ΠΛΗΚΤΡΟ] και
«Ναρκοπέδιο ο έρωτας είπες. Και στα πέλματά μου εκρήξεις ανθοφορίας.»[ΘΕΩΡΗΜΑ β]
Γι’ αυτό και η υποστασιακή δίψα για έρωτα, για θρησκεία- γιατί επιτείνει το ταξίδι. Ούτε
η ωραία θέα του σπιτιού, ούτε τα οικόσιτα, ούτε τα μαγιάτικα στεφάνια στο κατώφλι
μπορούν να σβήσουν το τερατόμορφο μηδέν από τον αριθμό διεύθυνσης αυτού που δεν
μπορεί πια να περιηγηθεί τον καινούργιο, τον παράξενο, τον ξένο, ακόμα και τον
τρομακτικό, άγνωστο και πλούσιο κόσμο:
«Έτσι μια μέρα ένας τρελός/περνώντας απ’ έξω/όταν το είδε/απ’ τις καμπύλες του/έδεσε
μια θηλιά/και κρεμάστηκε.» [Ο Χ., ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ]
Χωρίς το Μύθο η ζωή κλυδωνίζεται, λέει ο Νίκος Καρούζος· έρχεται σαν αρωγός του
μη- είναι, μηδανινοί μέσα στο σύμπαν δεν έχουμε κανόνι, έχουμε μια σφεντόνα που
είναι ο Μύθος. Η Ιστορία είναι η τραγωδία:
«…ενώ η ιστορία έξω από το σώμα/σφιχτοδεμένη με τις λέξεις/θα ζητάει τις ανάσες
μας.» [ΕΦΟΣΟΝ ΚΑΙ ΕΑΝ] και
«Και οι αιώνες μαρμαίρουν σαν μοναξιά/φυλαχτό οψιδιανό/κρατώ στο στήθος/ανάερα
ελάσματα τα σπλάχνα/να στερεώσω τη καρδιά/απ’ τον επόμενο θρήνο.» [ΘΕΩΡΗΜΑ ε]
«Αναψηλαφώντας το παρελθόν[…] συνειδητοποιώ τώρα ότι η ιστορία δεν αποτελείται
παρά μόνο από συμφορές και πειρασμούς που σαρώνουν τη ζωή μας σαν τα κύματα
όταν σκάζουν στην ακτή, έτσι ώστε όσο διαρκούν οι μέρες μας πάνω στη γη να μην
υπάρχει ούτε μία στιγμή που να είναι απαλλαγμένη από τον φόβο.» [ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
Το μόνο της ζωής τους ταξίδι.]
Η λέξη, οπαδός και σκλάβος της φαντασίας, κρατάει αιχμάλωτο το αίμα:
«…τώρα αδιάκοπο κυλάει ανάμεσα στις λέξεις/ξοδεύεται ανάμεσα στις σιωπές.» [ΑΙΜΑ]
Περιορισμένη η λέξη στα πλαίσια και στα στοιχεία του λόγου που χρειάζονται για να
πλαστεί μια εικόνα, σβήνει αδιάκοπα και ξαναζωγραφίζει προσθέτοντας ή επινοώντας
όλες εκείνες τις πολύτιμες ιδιότητες των ονειρικών καταστάσεων. Μόνη, η ποιήτρια
συνειδητοποιεί το ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΣΩΜΑ της αλλά και την πραγματική της δύναμη· το θείο
δώρο να πλάθει τ’ αστέρια της, τα ποιήματά της. ΑΠΟΚΡΗΜΝΑ ΑΛΟΓΑ όμως τα
εγκαταλελειμένα Θέλω, μάς καταδιώκουν παρασύροντας ανεκπλήρωτα όνειρα,
μυστικές και ανείπωτες ροπές, σκοτεινά ορμέφυτα, αναμνήσεις, εικόνες απορροφημένες
κατά διαστήματα και αποτυπωμένες σε λησμονημένες ζώνες· και το ανθρωπάκι μέσα
μας «ετοιμάζει ταξίδι./…/και βρίσκει μια θάλασσα/μόνο για να επιπλέει.» [ΑΠΟΚΟΠΗ]
Το αίμα λιγοστό, χάνεται βουβό κι αόρατο αναζητώντας την ουρά μιας ηλιαχτίδας για να
γαντζωθεί και να ξανασυλλαβίσει το θάμπος των εικόνων:
«Από τις υποσχέσεις του βυθού/και τις αφαιρέσεις της μνήμης/ολοένα λιγοστεύει,
σχεδόν αφανίζεται δειλό/ώσπου σε μια ύστερη ανακάλυψη φωτός/αθωώνεται./Και
κατακτά φωνές.[ΑΙΜΑ]
Το τέλος -λέει η φωτεινή Καπελλάκη- είναι μια φωτεινή, ακύμαντη γραμμή στην οθόνη
του ουρανού, σαν την φωτεινή τροχιά ενός μετεωρίτη· το ίχνος της ίσως βρίσκεται ακόμα
στους ψιθύρους και στα αναφιλητά των νεκρών που κρύβονται στα βάθη της γης, ίσως
στο ήρεμο μακρινό φως των νεκρών αστεριών που -άθυρμα των σκοτεινών αιώνων του
σύμπαντος- ακόμη λάμπει στα μάτια μας:
«ΙΧΝΟΣ
Το τέλος όταν έρχεται είναι μια φωτεινή γραμμή/ακύμαντη που χωρίς αγωνία/
διασχίζει τη μαύρη οθόνη του ουρανού./Οργώνει τη δομή του τίποτα./
Όμως τα ίχνη που αφήνει/ίσως δε σβήσουν ποτέ/ίσως είναι μόνο ψίθυροι.
Άλλωστε το έγκλημα είναι/από την αρχή μιλημένο/στη γλώσσα του χρόνου,/
η γενοκτονία των άστρων/τα αναφιλητά των νεκρών/κρυμμένα στη γη.»
Πρώτη εμφάνιση για την ποιήτρια Φωτεινή Καπελλάκη και μάλιστα βραβευμένη από το
έγκυρο περιοδικό Αναγνώστης. Ανήσυχη, πλούσια ποιητική φύση, συνθέτει ένα έργο
πολλαπλών κρούσεων με ξεχωριστό ύφος και προοπτική. Το πρωτότυπο υλικό -η
ελαστική μάζα του οποίου μοιράζεται με διαρκή ανισομέρεια σε τολμηρούς
συλλογιστικούς τύπους και πολυδαίδαλους εκφραστικούς τρόπους- δοκιμάζει το
αισθητήριο αντίληψης και κρίσης και του πιο έμπειρου αναγνώστη. Μια ποίηση
αποκαλυπτική για όποιον διεξέρχεται με προσήλωση τις λέξεις και τους στίχους.