Η Περιφερειακή Πόλη
Τον τρόμαζε η ιδέα να επιστρέψει στο σπίτι του. Είχε την υποψία ότι η αστυνομία κάτι μυρίστηκε και θα του έστηνε παγίδα. Αποφάσισε λοιπόν να βρει κάποιο λαγούμι και να κρυφτεί για λίγο ώσπου να χαθούν τα ίχνη του. Εξάλλου είχε μάθει τα μυστικά επιβίωσης από τον Αδριανό. Η τροφή βρισκόταν ολόγυρά του, στο κάτω της γραφής, ήταν φυτοφάγος.
Ανηφόρησε προς τα βράχια της Ακρόπολης. Αν έβρισκε εκεί κάτι, θα τον βόλευε καλύτερα. Εξάλλου είχε μπει η άνοιξη και ο καιρός είχε ζεστάνει. Ανέβαινε με προσοχή γιατί δεν υπήρχε μονοπάτι και συνάμα έριχνε ματιές ολόγυρα. Στεκόταν για λίγο, έλεγχε προσεκτικά τις παρυφές του ιερού βράχου και μετά συνέχιζε την άνοδο.
Κάποια στιγμή πήρε το μάτι του μια εσοχή στην απέναντι μεριά. Από μακριά ήταν δύσκολο να το διακρίνει, αλλά έμοιαζε με βαθούλωμα μέσα στη γη και πιθανόν να ήταν κατάλληλος να τον φιλοξενήσει.
Τάχυνε το βήμα του, για να μην τον πιάσει η νύχτα. Έκανε τον γύρο της Ακρόπολης κι όταν άρχισε να γέρνει ο ήλιος έφτασε στο σημείο που είχε δει από μακριά. Ήταν πράγματι ένα μικρό λαγούμι. Καλύτερα ένα βαθούλωμα, θα έλεγε κανείς. Το στόμιο ήταν μεγάλο κι ο χώρος μέσα, αρκετός για να ξαπλώσει κανείς και να κοιμηθεί, αλλά όχι και για να προφυλαχθεί από της καιρικές συνθήκες. Έλεγξε καλά μήπως και το κατοικούσε κάποιο ζώο, αλλά ήταν άδειο. Τουλάχιστον για ένα βράδυ ήταν καλό.
Μπήκε μέσα και κάθισε. Τον ακολούθησε κι ο Κραππ, που άρχισε να μυρίζει το χώμα επίμονα. Αφού έκανε ένα πλήρη έλεγχο με την μύτη του, πήγε στον Δαμιανό και ξάπλωσε δίπλα του.
Κοιτούσαν και οι δυο το τοπίο. Δεν ακουγόταν παρά μόνο ο μακρινός θόρυβος της πόλης. Ήταν τόσο ήρεμα όλα που άρχισαν να βαραίνουν τα βλέφαρα του Δαμιανού. Ωστόσο τον ανησυχούσε το κρύο που άρχισε να τρυπώνει στην σπηλιά. Δεν είχε υπολογίσει καλά. Χωρίς σκεπάσματα θα είχε πρόβλημα την νύχτα. Το μόνο που θα τον έσωζε: η γούνα του Κραππ. Τον πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του και ξάπλωσε. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος, τεντώθηκε πάνω του και κοιμήθηκαν ζεσταίνοντας ο ένας τον άλλον.
—Φιλοσοφούμε επειδή είμαστε φυλακισμένοι, ακούστηκε μια φωνή από δίπλα.
Ο Δαμιανός ξύπνησε απότομα. Ήταν πρωί και το κρύο είχε καλύψει σαν κρούστα τα σώματά τους. Ωστόσο ο Κραππ δεν έλεγε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Έβγαλε προσεκτικά έξω το κεφάλι του αλλά δεν είδε κανέναν.
«Μήπως ήταν ο εαυτός μου;» σκέφτηκε.
Περίμενε λίγο να ξανακούσει την φωνή. Δεν επαναλήφτηκε. Κοίταξε ολόγυρα τα βράχια. Χαμηλά, πάνω σ’ ένα μονοπάτι, πάνω από την οδό Στρατώνος είχαν στηθεί λίγοι πρόχειροι πάγκοι με τέντες. Γύρω περιφέρονταν μερικοί άνθρωποι, στεκόταν συνομιλούσαν και αγόραζαν από τους πάγκους κάτι πράγματα που μοιάζανε με λαχανικά.
«Εδώ έχει κόσμο.» Σκέφτηκε. «Ήταν λάθος μου που ήρθα.»
Γύρισε και ταρακούνησε τον Κραππ να ξυπνήσει. Αισθάνθηκε να σκιάζεται η κρυψώνα του. Γύρισε και είδε έναν νεαρό να τον κοιτάει.
—Σας είδα χτες που ήρθατε, είπε. Χαθήκατε;
—Μ’ έπιασε η νύχτα και δεν είχα άλλον τρόπο, είπε ο Δαμιανός.
—Έγινε ένας φόνος χτες, είπε, δεν τ’ ακούσατε;
—Φόνος; Πού έγινε; έκανε ο Δαμιανός.
—Από πίσω. Την βρήκαν ξεσκισμένη μέσα σε κάτι βάτα. Έχουν αμολήσει κυνηγητό σ’ όλη την Πνύκα. Ήρθαν κι από δω.
—Μα τι; κατοικείται αυτό το μέρος; Ρώτησε ο Δαμιανός.
—Από καιρό. Ανήκουμε στην Περιφερειακή Πόλη.
—Την έχω ακουστά, αλλά δεν ξέρω πολλά.
—Είναι μια πόλη που καταλαμβάνει τον γύρο της γης σε όλον τον γεωγραφικό παράλληλο.
Ο Δαμιανός τον κοίταξε ερωτηματικά.
—Αυτή η πόλη έχει δομηθεί μέσα στο Ίντερνετ. Υπάρχουν παντού κάτοικοι που επικοινωνούμε σε εικοσιτετράωρη βάση.
—Γιατί;
—Περιμένουμε να μας επιστραφούνε τα λεφτά της Μεγάλης Ληστείας.
—Ανήκετε λοιπόν στους Περιπατητές.
—Τους ξέρετε;
—Πολλοί απ’ αυτούς είναι φίλοι μου. Τον γνωρίζετε τον Αδριανό, που είναι λίγο πιο πάνω;
—Ασφαλώς.
—Μαζί του ήμουνα αυτές τις μέρες.
—Πώς σας λένε;
—Δαμιανό.
—Δεν σας ξέρω.
—Δεν ανήκω στην ομάδα σας. Δεν ανήκω πουθενά. Αλλά είμαι δικός σας. Στάθηκε για λίγο και συνέχισε. Και πώς θα πάρετε τα λεφτά πίσω;
—Προσπαθούμε να σπάσουμε τους κωδικούς. Ολόγυρα στον πλανήτη είναι χίλιοι Χάκερς, ίσως και παραπάνω, που συνεργάζονται νυχθημερόν, να μπουν μέσα στους λογαριασμούς των τραπεζιτών. Αλλά εκείνοι έχουν ένα πρόγραμμα ασπίδα που μπερδεύει τις πληκτρολογήσεις. Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα θα επιστρέψουμε στην κατάσταση δουλείας της αρχαίας Ρώμης.
—Μάλλον αυτό δεν θα γίνει ποτέ.
—Γιατί, όλα τα λεφτά τα έχουν αυτοί. Όλος ο πλανήτης τους ανήκει, στην πραγματικότητα.
—Τους χρειάζονται οι καταναλωτές.
—Μόνον οι γεωργοί τους χρειάζονται. Αυτοί που παράγουν την τροφή. Όλες οι επαναστάσεις γίνανε για να καταπιέζουνε τους γεωργούς. Όλα τα συστήματα, όλες οι ιδεολογίες αποβλέπανε εκεί. Στην φθηνή τροφή. Εμείς θα παραμείνουμε σκουπιδοφάγοι αναρχικοί.
—Προτιμότερο είναι αυτό από εκείνο που θα συμβεί.
—Τι εννοείς;
—Δεν θα μείνει κανένας μας. Η Σπαρτιάτικη ιδεολογία του Χίτλερ παραμένει ενεργή, παρόλη την ψεύτικη εμμονή των Αμερικανών στο ιδεώδες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Δεν μας χρειάζονται. Δεν τους είμαστε χρήσιμοι. Το μόνο που τους ενδιαφέρει να περάσουνε στο επέκεινα με μηχανικά μέσα, γιατί δεν έχουν άλλον τρόπο.
—Να πλησιάσουν τον Θεό, δηλαδή.
—Ο,τιδήποτε είναι αυτό που κρύβεται πίσω από το φαινόμενο.
Ο Περιπατητής στάθηκε για λίγο σκεφτικός.
—Εσύ την σκότωσες; Ρώτησε απλά.
—Τι σε κάνει να το λες αυτό; είπε το ίδιο γαλήνια ο Δαμιανός.
—Η ξαφνική σου εμφάνιση. Το έγκλημα έγινε κοντά στον Αδριανό. Μη φοβάσαι, ξέρεις ότι θα σε καλύψουμε.
Ο Δαμιανός είχε αρκετή εμπιστοσύνη στην τάξη των Περιπατητών κι αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί.
—Σκοτώνεις κάποιον που θέλει να πεθάνει;
—Ναι. Είσαι το όργανο που αναλαμβάνει την τελική απόφαση.
—Είναι αμάρτημα ο θάνατος;
—Όχι.
—Είναι αμάρτημα ο θανατικός έρωτας;
—Όχι βέβαια!
—Αυτόν αποζητούσε.
Ο Περιπατητής της Περιφερειακής Πόλης τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. Λίγο-λίγο η έκφρασή του μετατράπηκε σε θαυμαστική.
—Έλα στην γούβα μου. Έχω όλα τα εφόδια, του είπε και τον τράβηξε από το χέρι.
Ο Δαμιανός τον ακολούθησε και πίσω του ο Κραππ.
Η γούβα ήταν αρκετά ευρύχωρη κι απ’ ότι φαινόταν είχε αρκετά πράγματα για να επιβιώσει κάποιος σ’ αυτό το θαυμάσιο λόφο της Αττικής.
—Με λένε Έκτορα, είπε ο Περιπατητής. Για μένα ο δολοφόνος δεν κάνει άλλο από το να αποδίδει την ζωή. Θα σε καλύψω γιατί είμαι χρόνια εδώ και με ξέρουν. Μπορείς να κρυφτείς για όσο καιρό θέλεις.
—Μια δυο μέρες μου χρειάζονται για να ηρεμήσω, είπε ο Δαμιανός. Στην πραγματικότητα δεν την σκότωσα. Την γάμησα, πρόσθεσε.
—Πώς;
—Με το σώμα μου. Παθαίνει στύση το σώμα μου. Τεντώνεται σαν σίδερο και χώνεται στο αιδοίο που με ποθεί. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, γι’ αυτό αποφεύγω τις επαφές με τις γυναίκες. Η Γιόλα με ακολουθούσε, γνωρίζοντας το τέλος της. Έτσι ήθελε να πεθάνει.
—Θα ήταν κάτι αφάνταστα ωραίο.
—Ναι. Αυτή την έννοια έχει ο έρωτας για μένα. Να καταλαμβάνω όλο το γυναικείο σώμα και να ενώνομαι για πάντα.
—Και κανείς; άλλος μετά…
—Ολοδικιά μου, εξ ολοκλήρου.
—Την αγαπούσες;
—Τώρα ναι, είπε και σκούπισε ένα δάκρυ. Μου είναι αδύνατο να ξεφύγω από εκείνη την αίσθηση. Αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο, από ένα τόσο όμορφο πλάσμα, όπως η Γιόλα, σου αφήνει ανεξίτηλη την αίσθηση του μεγάλου έρωτα.
—Μη μου πεις πως ήταν η μοναδική;
—Η Αγνή γούσταρε να πετάξει. Ήθελε να αισθανθεί τον εαυτό της ελαφρύ, ν’ ανεβαίνει μέσα στο φως. Και πιστεύω ότι το πέτυχε.
—Ήσουν ερωτευμένος και μ’ αυτήν;
—Η Αγνή ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν είχε κάνει έρωτα ποτέ. Ούτε το είχε σκεφτεί. Ήταν κβαντικό άτομο. Ο κόσμος γι’ αυτήν ήταν βατός από παντού. Είχε μια ολική αίσθηση της ζωής.
—Κι εγώ θα ήθελα να ήμουνα έτσι, είπε ο Έκτορας. Αλλά δεν ξέρω πώς να το πετύχω. Σταματάει το μυαλό μου. Αυτό είναι το τέταρτο επίπεδο, όπως λέει ο Αχιλλέας. Υπάρχουν άλλα πέντε. Εννιά είναι όλα κι όλα!
—Ποιος είναι ο Αχιλλέας; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Δαμιανός.
—Ένας περιπατητής της Περιφερειακής Πόλης. Ζει στην Δυτική Καμπύλη. Στην οδό Διοσκούρων. Αυτός ξέρει πολλά. Πρέπει να πας κάποια στιγμή να τον συναντήσεις. Μην αργήσεις όμως· είναι πολύ γέρος.
—Και τι λέει για τα άλλα τρία επίπεδα;
—Να σου πω την αλήθεια, λίγα μπόρεσα να καταλάβω. Θέλω να πω, αν δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτές τις εφτά καταστάσεις, μου είναι αδύνατο να τις αποδεχτώ. Εκείνο που θυμάμαι, είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να τα αντιληφτείς. Ας πούμε η ολική αιώρηση, η επιτόπια κίνηση στο Όλον, η μετάλλαξη σου σε γιγαντόσφαιρα. Να τα άλλα τρία επίπεδα μετά το κβαντικό, αν θυμάμαι σωστά την σειρά τους.
—Είναι πολύ ενδιαφέροντα. Πόσο θέλει κανείς για να φτάσει ως τον Αχιλλέα;
—Αν πάρεις τον δρόμο όπως πάει η Περιφερειακή Πόλη, είναι καμιά μισή ώρα. Ζει μέσα σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Όπου και να ρωτήσεις, θα σου πούνε.
Ο Δαμιανός έμεινε για λίγο σκεφτικός.
—Δεν νομίζεις πως είναι ώρα να του δίνω; είπε στον Έκτορα.
—Μείνε όσο θέλεις. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε εδώ. Εγώ σε θέλω. Σ’ έχω ανάγκη.
—Παρατηρώ ότι έχετε καλές σχέσεις με την αστυνομία. Δεν σας πειράζουν κι αυτό κάτι λέει!
—Τι μπορούν να κάνουν; Να μας σκοτώσουν;
—Να σας εξαναγκάσουν να φύγετε.
—Το έχουν κάνει πολλές φορές. Εμείς ξαναρχόμαστε. Εξάλλου βλέπουν ότι δεν πειράζουμε κανέναν.
—Και δεν ξέρουν τι κάνετε με τους Χάκερς;
—Πιθανόν, αλλά κι αυτοί έχουνε χάσει τα λεφτά τους. Το έχουν καταλάβει πια και κάνουν τα στραβά μάτια.
—Πιστεύετε ότι θα πάρετε τα λεφτά σας πίσω;
—Τα έχουν κλειδώσει με το νέο σύστημα του δακτυλικού αποτυπώματος, αλλά θα το σπάσουμε κάποια στιγμή. Αυτό κάνουμε τώρα, όλοι μαζί. Κατασκευάζουμε γραμμή-γραμμή ένα ηλεκτρονικό εκμαγείο του δακτυλικού αποτυπώματος της Ντόιτσε Μπανκ. Όταν το λύσουμε αυτό, θα πιάσουμε και τις άλλες τράπεζες.
—Δεν έχω εννοήσει ολότελα τι εννοείτε με την μεγάλη ληστεία. Εγώ έχω έναν λογαριασμό στην τράπεζα από τον οποίο ζω. Μπορώ να εισπράττω ακόμη, παρόλο που μου έχουνε μείνει λίγα.
—Τα έχεις λογαριάσει ποτέ; Έχεις αφαιρέσει αυτά που έχεις εισπράξει, από αυτά που έχεις καταθέσει; Υπολόγισε τους τόκους και κάνε μια μαθηματική πράξη, υπολογίζοντας τα σκαμπανεβάσματα των τόκων, για να καταλάβεις. Εξάλλου η μεγάλη κλοπή γίνεται μέσα από το χρηματιστήριο. Εκεί γίνεται ο χαμός. Παίζουν με τα δικά σου λεφτά και σου παίρνουν πίσω τα πενταπλάσια. Υποστηρίζουν τα κλεφτρόνια, για να υποχρεώνονται όλοι να βάζουν τα λεφτά τους στις τράπεζες. Έτσι, δεν έχεις τίποτε εσύ στην πραγματικότητα.
—Είναι σωστό αυτό που λες. Βρισκόμαστε στα χέρια τους.
—Η παγκοσμιοποίηση, φίλε μου. Όλοι ανήκουνε σε ένα γκρουπ τσαρλατάνων. Οποιαδήποτε στιγμή, μπορούν να κλειδώσουνε τις πόρτες τους και να ιδιοποιηθούν τα λεφτά σου.
—Μα το χρήμα πρέπει να κυκλοφορεί. Αν δεν κυκλοφορήσει, θα χάσουν κι αυτοί.
—Θα κυκλοφορήσει αλλού. Στην νέα πλανητική πρωτεύουσα που ετοιμάζουνε. Την Μητρόπολη. Εμείς θα μείνουμε απ’ έξω. Περιθωριακοί. Θα ζούμε από τα σκουπίδια τους. Τα σκλαβοπάζαρα θ’ ανθίσουνε πάλι. Οκτώ δισεκατομμύρια άνθρωποι ξέρεις τι σημαίνει;
—Αυτό που θα σημαίνει πάντα. Σκλάβοι. Μα και να μπείτε μέσα στους λογαριασμούς, τι νομίζετε ότι μπορεί να πετύχετε; Το χρυσάφι το έχουν αυτοί, τα πετρέλαια, την παραγωγή… Όταν αντιληφτούν την κλεψιά θα στρίψουν τις στρόφιγγες και δεν θα βρείτε τίποτε. Ματαιοπονείτε, αγαπητέ μου. Σ’ αυτόν το πλανήτη κερδίζει πάντοτε το ελλιπές, το λίγο, το φυσιολογικό. Και το φυσιολογικό είναι ποιος θα φάει παραπάνω από τους άλλους, ποιος θα επιβιώσει εις βάρος των άλλων.
—Ο αρχικός μας σκοπός είναι να τους μπλέξουμε τους λογαριασμούς και να τους εξαναγκάσουμε να τσακωθούνε μέχρι θανάτου.
—Αυτό είναι μέσα στους κανόνες του φυσιολογικού. Ευφυέστατο! Θα χαρούμε πολύ να πετύχει.
—Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας; Εδώ θα ζήσεις ασφαλής.
—Αυτό δεν είναι σίγουρο. Σας έχω εμπιστοσύνη, αλλά ένας φονιάς πρέπει να αλλάζει τόπους συνέχεια. Εξάλλου θέλω να βρω τον δάσκαλό μου, τον άνθρωπό μου. Αυτόν που θα μου αποκαλύψει την αληθινή μου φύση. Μου έχει κινήσει την περιέργεια ο Αχιλλέας. Σκέφτομαι να πάω να τον βρω.
—Θα μου υποσχεθείς όμως ότι θα επιστρέψεις και θα μου μάθεις, ό,τι έμαθες.
—Αν υπάρχω ακόμη.
—Γιατί; Θα σε συλλάβουν;
—Όχι, δεν νομίζω. Με αναζητούν στο σκοτάδι. Πλησιάζει όμως η ώρα που θα ριζώσω. Μου έχουν πει ότι είμαι ένα δέντρο. Ήδη αισθάνομαι ένα λουλούδι να ξεφυτρώνει στον κρόταφό μου.
—Εδώ· πού αλλού θα βρεις καλύτερο χώμα;
—Είμαι δέντρο του Ιούδα.
—Κι εδώ έχει δέντρα του Ιούδα. Λίγο πιο κάτω είναι γιομάτο! Τα ευνοεί το κλίμα. Αν μου υποσχεθείς ότι θα επιστρέψεις, θα σου δώσω ένα σύνθημα για τον Αχιλλέα.
—Αν δεν μου συμβεί κάτι, στο υπόσχομαι.
—Μόλις τον δεις θα του πεις μόνον μια φράση: Σ’ αγαπώ. Και δεν θα του ξαναμιλήσεις παρά μόνο όταν σου μιλήσει αυτός. Πρόσεξέ το αυτό γιατί έτσι θα καταλάβει ότι είσαι δικός μας. Είναι κι εκεί Περιφερειακή Πόλη. Να ρωτάς πάντα για την Δυτική Καμπύλη. Και να περπατάς πάντα στο τόξο. Πρέπει να πέφτει κάπου απέναντι στον Λυκαβηττό, είπε ο Έκτορας συγκινημένος.
—Ευχαριστώ. Στο οφείλω αυτό. Θα στο ξεπληρώσω όσο ακριβά κι αν μου στοιχίσει, είπε ο Δαμιανός. Φώναξε τον Κραππ και έκανε δυο βήματα από την σπηλιά.
Ο Έκτορας έπεσε δακρυσμένος στην αγκαλιά του.
—Καλό σου ταξίδι, ψιθύρισε.
—Γιατί κλαις; Φοβάσαι για μένα;
—Όχι. Είμαι κι εγώ ένας άλλος, όπως κι εσύ. Δεν συναντιούνται συχνά τέτοιες ψυχές.
—Κι όλοι αυτοί οι Περιπατητές;
—Είμαστε λίγοι, πολύ λίγοι Δαμιανέ.
Ο Δαμιανός σφύριξε στον σκύλο του κι άρχισαν να κατεβαίνουν τον λόφο, για να πιάσουν το μονοπάτι.
(…)
❤️