Τα μικρά βιβλιοπωλεία μού φαίνονται πάντοτε σαν ιδιαίτεροι χώροι προσκυνήματος, όπως περιβάλλονται τη σολωμική τους «ερημική γαλήνη».
Τι θα μπορούσε να υποκαταστήσει τις απολαύσεις του βιβλιοπωλείου, για εκείνον που έμαθε να υπάρχει «στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ’ απύθμενα / με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας / νύχτες και νύχτες», καθώς το ήθελε ο ποιητής; Περιδιαβαίνεις του πάγκους, πιάνεις το βιβλίο, διαβάζεις τον τίτλο, κοιτάζεις το εξώφυλλο, διαβάζεις το οπισθόφυλλο, ξεφυλλίζεις το βιβλίο: τα πρώτα ερωτικά χάδια στο ποθητό άλλο κορμί, ώσπου να σου παραδοθεί.
Αμέτρητες, οι χάρες και οι χαρές του βιβλιοπωλείου. Η χαρά της ανακάλυψης ενός αγνώστου σε σένα βιβλίου. Η χαρά του να επιστρέφεις μέρες μετά και να ξαναβλέπεις το βιβλίο που λαχτάρησες στην ίδια του θέση, ανέγγιχτο από άλλα χέρια και βλέμματα. Η ακόμα μεγαλύτερη χαρά, όταν κατά τύχη οι βιβλιοπώλες το έχουν μετακινήσει, μα καταφέρνεις να το ανακαλύψεις ξανά στην καινούργια του θέση, καινούργιο κι αυτό, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τη συγγραφή ή από την έκδοσή του.
Πολυτέλειες; Ίσως, αλλά μονάχα όσο πολυτέλεια θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε και τον (όποιας μορφής) έρωτα. Κι αν επιμένω τόσο στον παραλληλισμό αυτό, είναι γιατί ειδικά σε περιόδους κρίσεων -οικονομικών, υγειονομικών, κ.ά., όπως αυτές που ζήσαμε και ζούμε κατά τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια- θα πρέπει να αναγνωρίζεται και να αναδεικνύεται από όλους η αναγκαιότητα της στήριξης του βιβλίου και των εργασιακών κλάδων που ασχολούνται με αυτό – εν τέλει δηλαδή η αναγκαιότητα του ακονίσματος της σκέψης, και της (κυριολεκτικώς) ψυχαγωγίας, εφόσον «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Αντιστρέφοντας τον γνωστό αφορισμό του Β. Ουγκώ, όπου κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή. Τηρουμένων των αναλογιών, περίπου το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για τα βιβλιοπωλεία. Όπου κλείνει -οριστικά ή έστω και προσωρινά- ένα βιβλιοπωλείο, ατροφεί ένα τμήμα του σώματος της κοινωνίας. Και δυστυχώς εν προκειμένω το τμήμα αυτό είναι ο εγκέφαλος.