Ο ποιητής παρατηρεί ψιθύρους και κραυγές, γογγυσμούς, οσμές, αγγίγματα, βλέμματα, εκφράσεις, σώματα, σκέψεις. Έστω και ασύγγνωστα, ένας τέτοιος ποιητής είναι το alter ego του Γιώργου Χρονά, ο ταπεινός Κέβης, ρεσεψιονίστ του Ξενοδοχείου Βαλκάνια, του «φανταστικού μοναχικού ξενοδοχείου, σ’ αυτό το δρόμο που πουλούν μπαχαρικά και τσάι» (σελ. 12).
Επί δέκα επτά χρόνια, από τη συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος, ο Γ. Χρονάς μάς μετέφερε τις ιστορίες του μυστηριώδους αυτού ξενοδοχείου, όπου «όλα έχουν σταματήσει στο 1910. Εκτός από την αγάπη μας που είναι τού τώρα που μιλάμε» (σελ. 41), και τώρα πια τις αποτύπωσε και στο χαρτί.
Με τα μάτια του Κέβη βλέπουμε κι εμείς να περνούν από τους χώρους του ξενοδοχείου σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες της Ελλάδας και του κόσμου – ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Κώστας Ταχτσής, ο Μίνως Βολανάκης, η ρεμπέτισσα Λιλή, η Σεβάς Χανούμ και η Στέλλα Χασκίλ, η Έλλη Λαμπέτη, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μάικλ Τζάκσον, η Τζένη Βάνου, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, κι έπειτα η Μαίριλιν Μονρόε, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο θίασος των Τρωάδων του Γιάννη Τσαρούχη.
Και με το πέρασμά τους και τους διαλόγους τους με το προσωπικό, μας επιτρέπουν να ρίξουμε στη ζωή τους λίγες, κλεφτές, μα πολύτιμες ματιές, που αποκαλύπτουν το υπαρξιακό τους άχθος και βάθος. Λόγου χάρη, με την άφιξή του στο ξενοδοχείο, μονολογεί ο Γιώργος Ιωάννου:
«Πάντα έρχομαι σε τόπους σαν εσάς γιατί μου θυμίζουν την τέχνη μου – της γραφής. Νομίζω σ’ ένα τέτοιο ξενοδοχείο άκουσα από το παράθυρο, είδα τον επιτάφιο να περνά από κάτω, ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Έβρεχε; Δεν θυμάμαι καλά. Όχι, όχι το θυμήθηκα δεν έβρεχε. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ο ουρανός συννεφιάζει. Ο ήλιος σκεπάζεται αλλά δεν βρέχει. Το πολύ κάποιες σταγόνες να πέσουν. Έτσι σαν δάκρυα. Ερωτευμένων που χώρισαν. Που έγιναν παρελθόν. Για έναν Χριστό εσταυρωμένο.» (σελ. 28)
Δεν είναι τυχαίο πως σε παλαιότερα αυτοβιογραφικά του κείμενα, και λίαν προσφάτως στην εκπομπή της ΕΡΤ «Μονόγραμμα», ο Γιώργος Χρονάς έχει επιφυλάξει ιδιαίτερη μνεία στις παραστάσεις αρχαίου δράματος που παρακολουθούσε ήδη από πολύ τρυφερή ηλικία, και του δίδαξαν το μέτρο στη ζωή και την τέχνη.
Όπως βέβαια είναι γνωστό και πως η καλοζυγισμένη δραματικότητα διαπνέει ολόκληρη τη συγγραφική παραγωγή του, ποιητική, στιχουργική, πεζογραφική, θεατρική· γεγονός που επιβεβαιώνεται και στο Ξενοδοχείο Βαλκάνια, όπου -πέρα από την προφάνεια της λάμψης των πορτραίτων Φαγιούμ που φιλοτεχνεί- ο Γιώργος Χρονάς ιερουργεί με τα υλικά ελάχιστα σε μια τέχνη γυμνή.