Ο Κωνσταντίνος Κομιανός στη νέα και πιο μεστή του μέχρι τώρα ποιητική συλλογή με τίτλο «Έκθετοι μονόλογοι» καταθέτει μια προσωπική οδύσσεια δωματίου, την ιστορία του ανθρώπου μετά το «τέλος της Ιστορίας».
Από τη μια πλευρά, το ιδιωτικό σκοτάδι: τα σημάδια που αφήνει περνώντας ο χρόνος [«ο χρόνος μου/ στη μεταμέλειά μου φαύλος, κερδοσκοπεί// ο χρόνος μου/ στην ανάπαυλά μου ανάλγητος, πληθωρίζει» (Χρόνου μνημόνιο)], ο πόνος που είναι η ίδια η ύπαρξη [«Μα άναρθρη και χωρίς πειθώ/ η νομοτέλεια της ύπαρξης» (Χρεόγραφο)] και η πνιγηρή μοναχική αστική ζωή [«Στο βλοσυρό δωμάτιο/ λαγούμιασε ο αέρας διοξείδιο» (Αερίων επέων), «Ένα τραπέζι μήκος εμπρός μου/ η απάθεια στο τέλος του γεύματος/ […]// Και πώς να γεμίσεις/ την ανύπαρκτη πια πείνα με όρεξη» (Χωρίς κίνητρο)]. Κι από την άλλη, το δημόσιο, με τις διαρκείς διαψεύσεις των πολιτικών και κοινωνικών οραμάτων [«Και το καλοκαιρινό όνειρο κακοκαιρία ζωής» (Πάγια οφθαλμαπάτη) και «Κουρδισμένοι τιμητές αξιών και προθέσεων/ όμως αγνωστικιστές στην αριθμητική της ηθικής» (Αστικοί σωτήρες)].
Σε «ενδιαφέροντες καιρούς» όμως (όπως τους σημερινούς) τα δημόσια και τα ιδιωτικά σκοτάδια συμπλέκονται, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο κλίμα ασφυξίας και μην αφήνοντας κάποιο σημάδι ελπίδας να φανεί στον ορίζοντα ή -ακόμα χειρότερα- διαψεύδοντας με τρόπο αμετάκλητο τις οποιεσδήποτε ελάχιστες μαρμαρυγές.
Έτσι, ο ήρωας των θραυσμάτων αυτού του μακρού μονολόγου καλείται να ακολουθήσει μια δύσβατη πορεία από τις διαψεύσεις [«Γιατί το πώμα άφησε τον αέρα να εισχωρήσει/ και να οξειδώσει την επιθυμία/ μαζί με το λυγμό που σκόπευα ν’ αφήσω απ’ έξω» (Ανασφαλής εξασφάλιση)] στη συνειδητοποίηση [«Άφησε το καραβάνι πίσω σου/ κοίτα την καμήλα στα μάτια» (Αστική έρημος)] και κατόπιν, από τη θλίψη [«Η εγκύκλιος/ γαλήνη της ψυχής μου// Το γοερό της κλάμα/ μουγγό» (Λόγος ψυχής)] και το θυμό [«Η έκφρασή μου/ έγκαυμα πρώτου θυμού» (Δικαίου εκφορά)] στην αντιμετώπιση και στο ξεπέρασμα [«και πιάνω να δουλεύω/ του μέλλοντός μου το υφαντό» (Νυχτώνει), «από το απόλυτο μηδέν να κινήσω άνοιξη/ και από του λογισμού την απειλή/ ούτε στεναχώρια να προκύπτει» (Άλμα)].
Για την αριστοτελική αυτή «κάθαρσιν», το «άλμα», ο άνθρωπος στηρίζεται στα -κατά τι εξαντλημένα, μα και πάλι ικανά- προσωπικά του ψυχικά αποθέματα [«Στην ισοπέδωση της ύπαρξης/ στου παραλόγου την επιμονή/ απ’ το εγώ σου να πιαστείς» ([Στην ισοπέδωση της ύπαρξης]), «Αφέσου με εγκατάλειψη/ σε σίγουρα χέρια// Στηρίξου πάνω-σου» (Εσωτερικός δανεισμός)].
Και σε αυτήν του τη συλλογή ο ποιητής μεταχειρίζεται το πρωτότυπο εύρημα του ολιγόστιχου ποιήματος το οποίο στέκεται μεν αυτόνομα, λειτουργεί δε και ως εισαγωγή στο αμέσως επόμενο κυρίως ποίημα.
Κατεξοχήν γλωσσικός ποιητής, ο Κ. Κομιανός επιλέγει με προσοχή τις λέξεις με τις οποίες οικοδομεί τα ποιήματά του, ντύνοντας με τρόπο κατάλληλο τα εννοιακά του δημιουργήματα. Σε αυτό, βεβαίως, συντελεί η ανεξιγλωσσία του (η οποία καθόλην την ποιητική του διαδρομή τον έχει κρατήσει μακριά από τους γλωσσικούς θετικισμούς) και η μεγάλου εύρους λεξιπλασία του.
Οι «Έκθετοι μονόλογοι» αποτελούν τεκμήριο της εποχής μας. Πέραν όμως αυτού, αποτελούν κι ένα προσκλητήριο αφύπνισης σε όλους όσοι νιώθουν τον κλοιό που έχει στηθεί γύρω από τις ζωές μας ολοένα να στενεύει.