Όπως και στις προηγούμενες πεζογραφικές εργασίες της, έτσι και στην «Παγίδα» (εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2021), η Μαρία Καμονάχου αποδεικνύει πως είναι μία αρχιτέκτονας του λόγου, δημιουργώντας ένα συμπαγές και περίτεχνο πλέγμα μικρών και μεγάλων γεγονότων του ανθρώπινου βίου.
Στα διηγήματα της συλλογής, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, στο κέντρο αυτού που αποκαλούμε λήθη, οι παροιμίες, οι λαϊκές παραδόσεις, τα όνειρα, τα ιστορικά γεγονότα συμπλέκονται και συνυφαίνονται γύρω από τις λεπτομέρειες του κόσμου, σε μιαν «αρχιτεκτονική του βαθμιαίου σκότους» (σελ. 35):
«“Για μένα ακόμα και το πιο μικρό, το ελάχιστο, μπορεί να μου προξενήσει ίλιγγο. Να με καταπιεί ολόκληρη. Όπως η άβυσσος. Είναι, ναι, ολόκληρη η άβυσσος. Πώς γίνεται να μην το βλέπεις κι εσύ; Ορίστε!”, είπε κι έδειξε με τη μύτη του παπουτσιού της ένα χαμομηλάκι. Τόσο μα τόσο αμελητέο, εκεί, στη βάση του σκαλοπατιού, που τα πέταλά του είχαν κιόλας μαραθεί και κρεμάσει» (σελ. 101).
Η φαντασία περιηγείται στα ζωντανά, πολύρριζα ποτάμια της μνήμης και της γλώσσας, ανακαλώντας πρόσωπα, πράγματα, τόπους και χρόνους (βλ. χαρακτηριστικά σελ. 13-15), προσδίδοντάς τους νέες, απροσδόκητες ιδιότητες και πολλαπλασιάζοντας τις αναγωγές τους, ενώ οι ευφυείς παρεκβάσεις και οι μπορχεσιανοί, πολυδαίδαλοι εγκιβωτισμοί των αφηγήσεων είναι που συγκροτούν και συγκρατούν τον ρυθμό, αλλά –με θαυμαστό τρόπο– και την εσωτερική συνοχή των κειμένων. Έτσι η Καμονάχου υπογείως ανατινάσσει το αναμενόμενο κι «έτσι η κουνελότρυπα όσο βαθαίνει τόσο πλαταίνει, μέχρι που εσύ γίνεσαι ένας κόκκος σκόνης που αιωρείται πάνω στην ηλικία των λέξεων» (σελ. 199), ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ, τις δυο αυτές πτυχές της ίδιας παιδιάς, που αενάως αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοκαταργούνται.
Ανθρώπινοι λοιπόν κι επομένως μετέωροι, θυμόμαστε εδώ την απόφανση του Σωκράτη περί του γεγονότος πως ο πραγματικός ποιητής είναι ικανός τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία. Θυμόμαστε πως τα έργα φερειπείν του Άντον Τσέχωφ ή του Ρομπέρ Μπρεσόν –με όλο τον σπαραγμό τους– είναι επί της ουσίας βαθιά κωμικά. Και πράγματι, ακόμα και στα σημεία εκείνα που η ανθρώπινη διάνοια αναγνωρίζει ως βάθη της τραγικότητας, η Καμονάχου δεν χάνει την απολαυστικά σαρκαστική και παιγνιώδη διάθεσή της. Αντιθέτως, φωτίζει κι εδώ την (κατά τον Νίκο Καρούζο) «ευγένεια της κωμωδίας μας». Τοποθετεί στο κέντρο του λαβυρίνθου της όχι τον Μινώταυρο, μα τον Τραγέλαφο.