Πώς γεννιέται ένα θεατρικό έργο; Υπάρχει ο δραματουργός-Θεός και τα πρόσωπα που πλάθει κατ’ εικόνα του με υπακοή εκτελούν τις εντολές του; Και οι ηθοποιοί, μορφές δισυπόστατες, πρόσωπα και ρόλοι πώς συνθέτουν τη νέα τους ταυτότητα, ποιος οδηγεί τα βήματά τους ανάμεσα στο μύθο και την καθημερινότητα; Τι περιέχει αυτή η θεατρική σκηνή, τι αναπαριστά, τι αντικατοπτρίζει; Η φαντασιακή διάσταση του μύθου πώς υλοποιείται, πώς πραγματώνεται επί σκηνής;
Βρισκόμαστε σε μια αίθουσα θεάτρου, λίγο πριν ανοίξει η αυλαία. Σκοτάδι. Το ανεκδήλωτο σκότος πριν από την απόφαση της δημιουργίας, πριν ειπωθεί η πρώτη λέξη. Σ’ αυτή τη συνθήκη, την ατμόσφαιρα της δημιουργίας ενός θεατρικού έργου μας οδηγεί η Ζωή Σαμαρά με λεπτό, αιθέριο και πνευματώδες χιούμορ με το μονόπρακτο Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου. Μια αλληγορία σε δύο ραψωδίες
Λέξη κλειδί τα παρασκήνια λειτουργεί κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η θεατρική πράξη ξεκινά από τα παρασκήνια, όπου οι συντελεστές, δραματουργοί, σκηνογράφοι, ηθοποιοί ετοιμάζονται να φανερωθούν, να αποκαλυφθούν μέσω της σκηνικής δράσης, ενίοτε αυτοσχεδιάζοντας εν ελευθερία, χωρίς κανείς να γνωρίζει το τελικό αποτέλεσμα. Οι λέξεις γίνονται αρθρωμένος σκηνικός λόγος, οι σκηνικές οδηγίες ρόλος. Ποιο είναι το μυστικό της γοητείας του θεάτρου; Η Σαμαρά συνθέτει ένα κείμενο ταυτόχρονα θεατρικό και θεωρητικό. Μέσω της θεατρικής σύμβασης φέρνει κοντά μας την θεωρία του θεάτρου.
Κείμενο ανατρεπτικό στη σύλληψη και τη δομή του, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, πραγματεύεται, παράλληλα με τη δημιουργία μιας θεατρικής παράστασης, γενικότερα το ζήτημα της γραφής, την αγωνία της δημιουργίας, τα κίνητρα και τις ανθρώπινες αδυναμίες των συγγραφέων της εξόχως ανταγωνιστικής εποχής μας, σχολιάζοντας με λόγο αιχμηρό, κάποιες στιγμές ειρωνικό και δηκτικό, το παρασκηνιακό τοπίο της κατασκευής, προβολής και επιβολής των σύγχρονων λογοτεχνικών θεών.
Δύο ποιητές, ένας πεζογράφος, μία δοκιμιογράφος και μία θεατρική συγγραφέας, υποψήφιοι για Κρατικά Βραβεία που ζουν στην Ελλάδα την εποχή της πανδημίας του covid-19, μετατρέπονται σε θεατρικά πρόσωπα και ταξιδεύουν επί σκηνής, από διαφορετικά μονοπάτια με προορισμό την κορυφή του Ολύμπου. Οι Ολύμπιοι θεοί έχουν προ πολλού πεθάνει και τον περιβαλλόμενο με την αίγλη της εξουσίας θρόνο της κορυφής διεκδικούν τώρα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο οι συγγραφείς. Τα ονόματά τους αρχαιοελληνικά, συμβολικά κληροδοτούν στα πρόσωπα επιλεκτικά κάποια στοιχεία από το φορτίο του ομώνυμου μυθικού προσώπου. Τα πρόσωπα του έργου συστήνονται επί σκηνής, μιλούν για το είδος του λόγου που υπηρετούν, για τις δυσκολίες που συναντά η παραγωγή και η πρόσληψη του έργου τους, για το ανταγωνιστικό κλίμα μεταξύ των ομοτέχνων και παράλληλα σχολιάζουν και καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα της εποχής μας στο χώρο των γραμμάτων αλλά και της πολιτικής. Στην πρώτη ραψωδία τους γνωρίζουμε μέσα από τους μονολόγους τους, ενώ στη δεύτερη οι συγγραφείς συνομιλούν μεταξύ τους, ακούνε ο ένας τον άλλο με σεβασμό και εκτίμηση, μοιράζονται συγγενικά βιώματα από τη συναναστροφή τους με το λογοτεχνικό σινάφι, ενώ ο χρόνος της παράστασης κυλά και φτάνει η στιγμή της ανακοίνωσης των Κρατικών Βραβείων.
Διακριτικά ακολουθεί τους συγγραφείς και ο ιατρός Ιπποκράτης, με διπλή μορφή, ρόλος που συνδέει τα παρασκήνια με την πλατεία, σχολιάζει ειρωνικά με τον ορθολογισμό του επιστήμονα τις φιλοδοξίες των δημιουργών να κατακτήσουν και να βελτιώσουν τον κόσμο, απομυθοποιεί την αίγλη του θρόνου και εν παρόδω μας υπενθυμίζει τη θνητότητα και των οιωνεί αθανάτων. Στο έργο ξεχωριστό ρόλο έχουν και οι θεατές, όπως και οι συντελεστές των παρασκηνίων. Δανείζονται στοιχεία του χορού, όπως στο αρχαίο δράμα. Σχολιάζουν τα δρώμενα και θέτουν ερωτήματα στους πρωταγωνιστές.
Πρώτος μας συστήνεται ο Όνειρος, επικός ποιητής. «Προϊόν και δημιουργός ονείρων» σχολιάζει με παρρησία τη σύγχρονη εποχή, όπου τα οράματα έχουν εκλείψει, η ανάγνωση έχει περιοριστεί και οι αξίες στον πολιτικό βίο έχουν ισοπεδωθεί. Χωρίς δισταγμό εκφράζει την οργή του: «Οι λαϊκές τρομοκρατίες γνωρίζουν όλα τα μυστικά να κρατούν δέσμιους τους πολίτες». Ακολουθεί ο Ήφαιστος, πεζογράφος με έκδηλο αυτοσαρκασμό απολογείται που δεν είναι ποιητής, μιλά για τις εμμονές και την έπαρση των ποιητών αλλά και για τον περίφημο θρόνο της κορυφής, τη χρήση και την κατάκτησή του. Στη συνέχεια ο έτερος ποιητής, ο Μορφέας ομιλεί περί ποιήσεως και προτείνει ταξίδι στη χώρα της φαντασίας του: «Γράφω για τις μάχες που δίνουμε όλοι, πρώτα μέσα στην ψυχή μας, μετά πάνω στο χαρτί. Ουαί ημίν αν γίνει αντίστροφα». Σειρά της δοκιμιογράφου, της Αθηνάς, να μας συστηθεί και να μας ομιλήσει περί κριτικής και κριτικών, δοσοληψιών και παρασκηνίων, απαιτήσεων και παραπόνων από τους συγγραφείς που διεκδικούν σθεναρά τον έπαινο των ειδικών. Τελευταία παίρνει το λόγο η δραματουργός Πολύμνια. Μιλά για τη διατεχνικότητα της θεατρικής γραφής, ενισχύει τα λεγόμενα της Αθηνάς με επιπλέον παραδείγματα και εξομολογείται τον καημό της: «Θέλω να γράψω κωμωδία». Εδώ εγείρεται το ερώτημα: Πόσο εύκολο είναι να κάνεις τον άλλο να γελά, ενώ ταυτόχρονα κινητοποιείς τη σκέψη του με ένα κείμενο γραμμένο με λέξεις που γεννούν ποίηση;
Πώς γράφεται αυτή η ανατρεπτική κωμωδία; Πώς η γραφή ενός θεατρικού έργου με θέμα την τέχνη της γραφής γίνεται μια απολαυστική κωμωδία; Η Ζωή Σαμαρά διαθέτει τη θεωρητική γνώση, το ταλέντο, τη φαντασία και την εμπειρία για να ολοκληρώσει επιτυχώς αυτό το εγχείρημα. Ποιήτρια, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρική συγγραφέας, μεταφράστρια, θεωρητικός της λογοτεχνίας, φιλόλογος συνδυάζει στοιχεία όλων αυτών των ιδιοτήτων στη σύνθεση μιας απρόβλεπτης κωμωδίας με ποιητικό σκηνικό λόγο που ρέει αβίαστα και κινητοποιεί τη σκέψη του θεατή να δει με φιλοσοφική διάθεση τα κακώς κείμενα του λογοτεχνικού και πολιτικού μας βίου, ειδικά μετά την πρωτόγνωρη εμπειρία του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας και να απομυθοποιήσει με χιούμορ τους φαντασιακούς θεούς της γραφής, αντιμετωπίζοντας με καλοσύνη τις αδυναμίες τους. Άλλωστε οι θρόνοι αλλάζουν χρήσεις και χρήστες, γκρεμίζονται, ξαναχτίζονται, αυτό όμως που αξίζει να σωθεί και να διαδοθεί είναι το δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος ελεύθερα να μιλά με τη δική του ξεχωριστή φωνή, να κοινωνεί το έργο του και να διεκδικεί την αποδοχή και την αγάπη.