Παρότι η Επανάσταση του 1821 έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό, εν τούτοις διάφορες παράμετροι που σχετίζονται με το ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και γεωγραφικό πλαίσιο, παραμένουν ακόμα άγνωστοι. Στις παραμέτρους αυτές περιλαμβάνεται και η συμμετοχή των Ελλήνων που κατοικούσαν σε περιοχές που είτε δεν εντάχθηκαν από την αρχή στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, είτε χάθηκαν οριστικά για τον ελληνικό κόσμο μετά το 1922. Η συμβολή των εθελοντών στα επαναστατικά γεγονότα φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Ο Κωσταντίνος Βακαλόπουλος γράφει: “Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στο μεγάλο στρατόπεδο που είχε σχηματιστεί έξω από την Ακρόπολη στις αρχές του 1827, μόνο 1500 από τους 11.000 συνολικά άντρες κατάγονταν από τη Νότια Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, “ίσως και μαχιμώτεροι”, ήταν Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Επτανήσιοι και Κρητικοί.»
Πόντος
Σημαντική εκπρόσωπος της ποντιακής συμμετοχής υπήρξε η οικογένεια των Υψηλαντών, η οποία, όπως και η άλλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων, έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα. Η οικογένεια των Υψηλαντών ενσάρκωσε με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το γεγονός της στράτευσης όλων των Ελλήνων στο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης του υπόδουλου γένους. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την Γενική Αρχηγεία της Φιλικής Εταιρείας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1822 πέρασε τον Προύθο επικεφαλής μερικών μόνο αντρών.
Στις 24 Φεβρουαρίου κήρυξε την Επανάσταση. Η κρίσιμη μάχη έγινε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η ηρωϊκή αντίσταση και η θυσία του “Ιερού Λόχου” με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, σήμαναν την καταστολή της εξέγερσης. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη και 37 αιχμαλωτίστηκαν για να αποκεφαλιστούν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Σώθηκαν 136, οι οποίοι θα καταλήξουν στις ρωσικές φυλακές.
Στη συνέχεια, πολλοί νέοι Πόντιοι κατέβηκαν μέσω Ρωσίας και Ρουμανίας στην Ελλάδα και εντάχθηκαν στα επαναστατικά στρατεύματα.
Ιωνία
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες της μουσουλμανικής οθωμανικής κυριαρχίας, η Ιωνία υπήρξε χώρος μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των Ελλήνων. Η Σμύρνη αποτελούσε το δεύτερο εθνικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία της, όπως και αυτά των Κυδωνιών (Αϊβαλί), υπήρξαν εστίες με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Ένας από τους κορυφαίους εμπνευστές της ελληνικής πολιτικής αναγέννησης, ο Αδαμάντιος Κοραής, ήταν Σμυρνιός. Το κίνημα της Φιλικής Εταιρείας είχε βρει γόνιμο έδαφος στην Ιωνία. Πολλοί Έλληνες της Ιωνίας έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να πολεμήσουν τους κατακτητές. Οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας έδιναν σημαντική βοήθεια στους επαναστάτες, προκαλώντας την οργή των Οθωμανών. Η ανατίναξη ενός οθωμανικού πλοίου από μπουρλοτιέρηδες στο λιμάνι της Ερεσσού, στα τέλη του Μαϊου του 1821, έδωσε την αφορμή για την καταστροφή του Αϊβαλιού και των 30.000 Ελλήνων κατοίκων του.
Οι διωγμοί δεν τελείωσαν με την καταστροφή του Αϊβαλιού αλλά συνεχίστηκαν ως το Δεκέμβριο στη Σμύρνη και στο Κουσάντασι. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιωνία και να καταφύγει στην Ελλάδα. Το 1826 ο Σμυρνιός Ιωάννης Καρόγλου συγκροτεί στην Πελοπόννησο την “Ιώνιο Φάλαγγα”. Εφεξής, ένα μέρος των Ιώνων, θα συμμετέχουν συγκροτημένα στην Επανάσταση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό δημοσίευμα της “Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος” στις 24 Ιουλίου 1826, συγκροτήθηκε στο Ναύπλιο δύο μήνες μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Σκοπός της Φάλαγγας ήταν“… η εις εν σώμα ένωσις των εις την ελευθέραν Ελλάδα ευρισκομένων και υπό διαφόρους αρχηγούς διεσπαρμένων Ιώνων… δια να κατασταθώσιν ούτω χρησιμώτεροι εις τον υπέρ της ελευθερίας ιερού ελληνικού αγώνα
Θράκη
Η Θράκη, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη υπήρξε μια σημαντική κοιτίδα του ελληνισμού. Η γειτνίασή της με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τη Ρωσία, καθώς και η εκτεταμένη θρακική παραλία της Μαύρης Θάλασσας μετέτρεψαν την Ανατολική και Βόρεια Θράκη σε μεγάλο αιμοδότη των αγώνων.
Επαναστατική κινητοποίηση παρατηρήθηκε σ’ όλο θρακικό χώρο. Κυρίως στις περιοχές της Βόρειας και Ανατολικής Θράκης και κάποιες της Δυτικής: Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη, Βάρνα, Αγχίαλος, Σωζόπολη, Μεσημβρία, Μάκρης, Μαρώνειας και Κεσάνης, καθώς και στα ελληνικά χωριά του κόλπου του Σάρου. Θράκες επαναστάτες κινούνταν για να προκαλέσουν μεγαλύτερη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Στις 17 Απριλίου 1821 επαναστάτησε η Σωζόπολη. Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Οθωμανών κατανίκησαν τους ανοργάνωτους επαναστάτες. Στις 25 Απριλίου η Σωζόπολη καταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό. Οι Έλληνες πρόκριτοι μαζί με τον μητροπολίτη, απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία.
Στις αρχές του Μαϊου του 1821 παρατηρήθηκε μεγάλη επαναστατική κίνηση στην Αίνο, λίγο ανατολικότερα της Αλεξανδρούπολης, όταν οι Αινίτες κατέλαβαν το κάστρο και αιχμαλώτισαν την οθωμανική φρουρά. Η συμβολή της Αίνου στο ναυτικό αγώνα υπήρξε πολύτιμη, εφόσον η δύναμή της το 1821 ανερχόταν σε 300 καράβια. Αινίτικα καράβια ενίσχυσαν τους Μακεδόνες επαναστάτες στη Χαλκιδική και στον Όλυμπο, αποκλείοντας τα παράλια της Μακεδονίας. Μετά την ανακατάληψη της Αίνου από τους Οθωμανούς, πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Μακεδονία
Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης πολυάριθμοι Μακεδόνες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Επίσης, το Άγιο Όρος, με τα 20 μοναστήρια και τους 10.000 περίπου μοναχούς την εποχή εκείνη, αποτελούσε τον πνευματικό φάρο του υπόδουλου Ελληνισμού.
Στις 16 Μαΐου 1821, μια ημέρα πριν από την ορισθείσα ημερομηνία για την εκδήλωση της επανάστασης, η τοπική οθωμανική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Η εξέγερση του Πολυγύρου είχε σοβαρό αντίκτυπο.
Στη Θεσσαλονίκη τα νέα από την Χαλκιδική προκάλεσαν την οργή των Οθωμανών και ένα κύμα τρομοκρατίας. Οι όμηροι δολοφονήθηκαν. Σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο μητροπολίτης Κίτρους Ιωσήφ και οι πρόκριτοι Χριστόδουλος Μπαλάνος και Αναστάσιος Κυδωνιάτης, αποκεφαλίσθηκαν. Επιπλέον, 2.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό κράτηση στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.
Παράλληλα οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και της δυτικής Μακεδονίας θα καταλάμβαναν καίριες θέσεις, π.χ. τη γέφυρα επί του Αξιού και τα Τέμπη. Ιδιαίτερα σημαντικός προβλεπόταν να είναι ο ρόλος της Νάουσας, η οποία διέθετε, σύμφωνα με τον Κασομούλη, «άφθονα ντουφέκια και σπαθιά».
Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν. Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος.
Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.
Μπροστά στον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε, οι Οθωμανοί συνέλαβαν πολλούς ομήρους στη δυτική Μακεδονία. Παρόλα αυτά οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 8 Μαρτίου 1822. Οι Τούρκοι, χάρη στην υπεροπλία τους, κατέστειλαν την εξέγερση σύντομα. Σχεδόν ταυτόχρονα εξεγέρθηκε και η Νάουσα. Η αντίδραση των Τούρκων ήταν σκληρή, αλλά η πόλη αντέταξε ηρωική άμυνα. Τελικά, στα μέσα Απριλίου 1822, με ένα στράτευμα 20.000 ανδρών, κατέβαλαν τους επαναστάτες και έσφαξαν τον πληθυσμό. Με αυτό τον τραγικό τρόπο έσβησε και η τελευταία επαναστατική εστία στη Μακεδονία.
Οι διασωθέντες κατέβηκαν στην Νότια Ελλάδα, όπου οι Μακεδόνες, μαζί με Θράκες και με Θεσσαλούς, συγκρότησαν το στρατιωτικό σώμα των Θρακομακεδόνων με επικεφαλής τον Στέφο Βούλγαρη.
——————
Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας -μαθηματικός