Αυτό το συναίσθημα το νιώθω διαρκώς εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ιδιαιτέρως έντονα κάθε 9η Μαΐου και κάθε 15η Σεπτεμβρίου. Και βέβαια, όχι μόνο τότε, κι άλλες φορές το αισθάνομαι να με καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου.
Κάποια φορά, βράδυ θυμάμαι ήτανε, λίγο καιρό μετά τη λήξη του πολέμου, στο πολύβουο και πολυφωτισμένο πεζοδρόμιο έξω απ’ το κατάστημα ”Γαστρονόμος” συνάντησα τυχαία τη μητέρα του Λιένκα Ζάιτσεφ. Στεκότανε στη σειρά, και κάπως σκεπτικά κοιτούσε προς το μέρος μου. Να κάνω πως δεν την είδα, ήτανε για μένα πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, γι’ αυτό την πλησίασα και τη χαιρέτησα. Εκείνη τότε με κοίταξε προσεκτικά, κι αφού με αναγνώρισε, σάστισε τόσο πολύ που της έπεσε η τσάντα απ’ τα χέρια, κι έβαλε τα κλάματα. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω παγωμένος, μην μπορώντας ούτε να κάνω βήμα, ούτε ν’ αρθρώσω την παραμικρή κουβέντα. Ο κόσμος τριγύρω κοιτούσε, δίχως να μπορεί να καταλάβει τι συνέβη. Κάποιοι ρωτούσαν μήπως της είχανε κλέψει χρήματα, κι εκείνη αντί απάντησης ξέσπασε σε ουρλιαχτά, λέγοντας: «Φύγετε, αφήστε με ήσυχη!..»
Το βράδυ εκείνο περπατούσα σαν τσακισμένος. Και παρότι ο Λιένκα, όπως είχα ακούσει, έπεσε στην πρώτη κιόλας μάχη, πιθανώς μην έχοντας προλάβει να σκοτώσει ούτε έναν γερμανό, ενώ εγώ παρέμεινα στην πρώτη γραμμή σχεδόν τρία χρόνια και συμμετείχα σε πολλές μάχες, αισθανόμουνα κάπως ένοχος και συνεχώς υπόλογος απέναντι σ’ αυτή τη γριά γυναίκα, και σ’ όλους που σκοτώθηκαν -γνωστούς και αγνώστους- και στις μάνες τους, και στους πατεράδες τους, και στα παιδιά και στις χήρες τους… Κι ενώ δεν μπορώ με σαφήνεια να εξηγήσω στον εαυτό μου το γιατί, από ‘κείνον τον καιρό προσπαθώ να αποφύγω να διασταυρώσω το βλέμμα μου με το βλέμμα αυτής της γυναίκας, και περνάω πάντα στο απέναντι πεζοδρόμιο κάθε φορά που την πετυχαίνω στον δρόμο, καθώς μένει ένα τετράγωνο πιο κάτω από ‘μένα.
Εντωμεταξύ κάθε χρόνο στις 15 Σεπτεμβρίου, οι γονείς του Πιέτκα Γιούντιν, ενός άλλου φίλου που χάθηκε κι αυτός στο μέτωπο, προσκαλούν στο σπίτι τους όσους παιδικούς του φίλους έχουν επιζήσει απ’ τον πόλεμο, για να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλια του γιού τους. Και μαζευόμαστε εκεί κάποιοι σαραντάρηδες πλέον, που πίνουμε αντί για κρασί τσάι, και τρώμε τούρτα φτιαγμένη από μπισκότο και μηλόπιτα, ό,τι δηλαδή αγαπούσε πιο πολύ να τρώει ο Πιέτκα. Κι όλα γίνονται έτσι ακριβώς, όπως πριν τον πόλεμο, τότε που ζούσε εκείνο το χαρούμενο αγόρι με το πλατύ μέτωπο, και το δωμάτιο πλημμύριζε απ’ τη φωνή και το γέλιο του αγαπημένου μας φίλου που σκοτώθηκε κάπου κοντά στο Ροστόφ, και παρέμεινε άταφος μέσα στη σύγχυση και στον πανικό της οπισθοχώρησης. Στην κορυφή του τραπεζιού μπαίνει πάντα η κενή καρέκλα του Πιέτκα, το φλιτζάνι του γεμισμένο με αρωματικό τσάι και το πιάτο, όπου η μητέρα τού βάζει με προσοχή καραμελωμένα καρύδια, το πιο μεγάλο κομμάτι της τούρτας που έχει πάνω το ζαχαρωμένο φρούτο και απ’ τη μηλόπιτα το καλύτερο κομμάτι με την κρούστα. Σαν να μπορούσε ο Πιέτκα να δοκιμάσει έστω ένα μικρό κομματάκι και να φωνάξει όπως παλιά, με όλη του τη φωνή: «Πω-πω, τι νοστιμιά είναι αυτή! Παιδιά ορμήστε!» Κι απέναντι στους γέρους του Πιέτκα, νιώθω ένα χρέος, ένα αίσθημα αμηχανίας και ενοχής: ότι να, εγώ επέστρεψα ενώ εκείνος σκοτώθηκε, κι αυτό όλο το βράδυ δεν μ’ αφήνει ήσυχο. Βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν ακούω για τι πράγμα μιλάνε οι άλλοι, εγώ πια ταξιδεύω κάπου μακριά… κι η καρδιά μου σκίζεται απ’ τον πόνο: πετάω με το νου μου πάνω απ’ όλη τη Ρωσία, όπου μία στις δύο ή στις τρεις οικογένειες έχει κάποιον που δεν επέστρεψε ποτέ…
(1963)
Ο Ρώσος συγγραφέας Βλαντίμιρ Μπογκομόλοφ γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Κυρίλλοβο κοντά στη Μόσχα. Το 1941 που άρχισε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, αν και ήταν έφηβος ακόμη, έφυγε ως εθελοντής για το μέτωπο. Μεταπολεμικά, αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, γράφτηκε στο τμήμα Ρωσικής Λογοτεχνίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Το 1958 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα με τίτλο ”Ιβάν”, που έτυχε θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς, στην οποία βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Ταρκόφσκι ”Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν”. Ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Ως βετεράνος του πολέμου έχει παρασημοφορηθεί με έξι μετάλλια, ενώ για το συγγραφικό του έργο έχει αποσπάσει πολλά βραβεία και διακρίσεις εντός κι εκτός συνόρων. Απεβίωσε το 2003 στη Μόσχα.