Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα ἡ ἄμπελος
ὡς ἐπὶ κλάδων ἀγκάλαις ἐβάσταζε καὶ ἔλεγεν·
« Σὺ καρπός μου, σὺ ζωή μου,
<σὺ> ἀφ’ οὗ ἔγνων ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός,
τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον,
κηρύττω σὲ ἄτρεπτον Λόγον σάρκα γενόμενον.
Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς·
ἁγνὴ γάρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ εμοῦ·
ὡς γὰρ εὗρες ἔλιπες μήτραν ἐμήν,
φυλάξας σώαν αὐτήν· διὰ τοῦτο συγχορεύει
πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Ἡ κεχαριτωμένη.
Το ακαλλιέργητο σταφύλι όταν εβλάστησε η άμπελος,
σαν πάνω σε κλαδιά στην αγκαλιά της το κρατούσε κι έλεγε:
« Συ ο καρπός μου, συ η ζωή μου είσαι,
εσύ απ’ τον οποίο έμαθα ότι αυτό που ήμουνα και τώρα είμαι,
συ ο Θεός μου είσαι.
Τη σφραγίδα βλέποντας της παρθενίας μου ανέπαφη,
εσένα Λόγο σε κηρύσσω αμετάβλητο που σάρκα ανθρώπινη επήρε.
Δεν ξέρω μέσα μου πώς έγινε η σπορά, ξέρω εσένανε,
τον ελευθερωτή απ’ τη φθορά·
γιατί είμαι αγνή, μόλο που συ προήλθες από μένα·
γιατί όπως τη βρήκες τη μήτρα μου την άφησες,
απείραχτη φυλάσσοντάς την· γι’ αυτό η φύση όλη
μετέχει σε χορό βοώντας μου: Η Κεχαριτωμένη».
—————
Τὶ θαυμάζεις, Μαριάμ; τὶ ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί;
Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησά φησι, τοῦ
τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα.
Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον
γονὴν τὶς ἑώρακεν; ὅπου Θεὸς δὲ βούλεται,
νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστὸς
ἐτέχθη, ἐκ τῆς Παρθένου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς
Ἰουδαίας.
Γιατί έκπληκτη νιώθεις, Μαριάμ; Γιατί έκθαμβη μένεις
μ’ αυτό που μέσα σου τελείται;
«Επειδή άχρονο Υιό σε χρόνο ορισμένο γέννησα» απαντά,
γιατί τη σύλληψη Εκείνου που γεννήθηκε δεν την κατανοούσε.
«΄Ανδρα δεν έχω εγώ γνωρίσει, και πώς λοιπόν Υιό θε να γεννήσω;
Γέννα χωρίς σπορά ποιος έχει δει ποτέ; Μα όπου θέλει ο Θεός,
της φύσεως νικιέται η τάξη, καθώς έχει γραφτεί».
Ο Χριστός γεννήθηκε απ’ την Παρθένο στη Βηθλεέμ
της Ιουδαίας.
———————
Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν
κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς
Μητρός; πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς
ηὐδόκησεν· ἄσαρκος γὰρ ὢν, ἐσαρκώθη ἑκών· καὶ
γέγονεν ὁ Ὤν, ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστὰς
τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος.
Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστὸς τὸν ἄνω, κόσμον θέλων
ἀναπληρῶσαι.
Εκείνος που τίποτε δεν τον χωράει πώς μέσα σε γαστέρα χώρεσε;
Εκείνος που στους κόλπους τού Πατέρα είναι
πώς τώρα στις αγκάλες της Μητέρας βρίσκεται;
Το δίχως άλλο, όπως γνωρίζει Εκείνος γίνεται, καταπώς θέλησε
κι όπως μέσα στην καλοσύνη του ενήργησε.
Γιατί μόλο που ήταν άσαρκος, με τη δική του θέληση σαρκώθηκε·
και έγινε, ο Ων (Εκείνος που αιώνια είναι), ό,τι δεν ήτανε,
για χάρη μας· και δίχως να αφήσει τη φύση του (τη θεϊκή),
μοιράστηκε τη μάζα ζυμαριού* που είμαστε.
Με δύο φύσεις ο Χριστός γεννήθηκε, στον επουράνιο κόσμο
θέλοντας (εμάς) να αποκαταστήσει.
*Αλληγορική απόδοση της σύνθετης φύσης του ανθρώπου – όπως το ζυμάρι που γίνεται από την ανάμειξη αλευριού με νερό.
Γεωργία μου, ευχαριστούμε για την εξαιρετική δουλειά- προσφορά στη μεγάλη γιορτή!
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας με τις πιο όμορφες λέξεις και εικόνες περιγράφει το απερινόητο θαύμα, το δώρο του Θεού στον άνθρωπο!
Καλά Χριστούγεννα!