«Το έφαγε το κεφάλι του» λέμε για τον αυτοκαταστροφικό, «Τον τρώει το μαράζι» λέμε για εκείνον που λιώνει από αθεράπευτο πόνο, «Τον φάγανε» λέμε για τον δολοφονημένο, «Τρώγεται με τα ρούχα του» λέμε για τον νευρωτικό, «Με τρώει» λέει αυτός που ξύνεται, «Θα σε φάω» λένε στον πόθο τους οι εραστές.
Το αρχαίο ρήμα «τρώγω» (ρίζα: *tṝ-g- < *trō-g-) σημαίνει μασώ, τραγανίζω, ροκανίζω. Σε βαθμιαία μετάπτωση στην ινδοευρωπαική ρίζα *ter- σημαίνει τρίβω, τρυπώ και μεταφορικά: φθείρω, διαβρώνω, επιτίθεμαι. Με κοινή ρίζα στα ρήματα τείρω, τερέω αντλούμε σημασίες όπως: τρίβω σκληρά, τρυπώ, τραυματίζω και για τον προκαλούμενο πόνο: καταστρέφω, ταλαιπωρώ, βασανίζω, πληγώνω, βλάπτω και συνουσιάζω.
Από την ίδια ρίζα του ρήματος τρώγω προέρχεται και η παράγωγη λέξη τράγος < τραγικός που με τη σημασία της βαραίνει αναλόγως και το προσφερόμενο γεύμα στη νουβέλα «Τραγικός δείπνος» του Ζαχαρία Στουφή.
Ο «Τραγικός δείπνος» είναι το τέταρτο κατά σειρά έργο του συγγραφέα από τις προσεγμένες αισθητικά εκδόσεις ΑΩ και ήδη επανεκδίδεται σε δεύτερη έκδοση. Το έργο συνοδεύουν τα αφαιρετικά και σουρεαλιστικά σχέδια της εικαστικού Μαργαρίτας Βασιλάκου, που εκφράζουν θαυμάσια τη διαχρονικότητα του θέματος και την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο συγγραφέας, ύστερα από μια σειρά έργων του όπως: « Ο Τάφος του διαόλου» με θέμα την αιμομιξία, το «Όταν ήμουν παιδί έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου» με τη θυσία των ζώων προς ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου, η «Θεούσα» με τα θέματα της αιμομιξίας, της εκδίκησης και του φόνου, επαναφέρει το θέμα του θανάτου, προσφέροντάς μας στην τελευταία του νουβέλα ένα τραγικό δείπνο πλούσιο σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική μανία.
Ο «Τραγικός Δείπνος» είναι μια νουβέλα σπονδυλωτή, αποτελούμενη από τρία διακριτά αφηγήματα. Τα δύο πρώτα θα μπορούσαν να αποτελούν και ανεξάρτητες αφηγήσεις, αν δεν τα συνέδεε η παρουσία του τρίτου που τα εμπεριέχει και τα συμπυκνώνει σε ένα βαθύτερο νόημα για το έργο στο σύνολό του. Στο κείμενο του τρίτου αφηγήματος, όχι τυχαία σύντομου εκ μέρους του συγγραφέα, υπονοούνται τα όσα μέλλει ακόμα να γραφούν πάνω στην ανθρώπινη ιστορία δίχως τέλος.
Το πρώτο διακριτό ενοποιητικό στοιχείο μεταξύ των αφηγημάτων της νουβέλας είναι ο τόπος, το νησί της Ζακύνθου. Ο τόπος εκτός του ότι δηλώνεται σαφώς στον τίτλο κάθε αφηγήματος, ξεπηδά μέσα κι από στοιχεία του ίδιου του κειμένου, από την ντοπιολαλιά των ανθρώπων, τα ονόματά τους, τα ονόματα των αντικειμένων. Πρόκειται για ένα τοπίο υπαίθρου, ένα χωριό, που οι άνθρωποι παράγουν πρωτογενώς, καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας τα ζώα τους.
Η παραγωγική σχέση του ανθρώπου με τη γη, που αποτελεί σταθμό στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, διατρέχει τους αιώνες της ανθρώπινης προϊστορίας και ιστορίας και διατηρείται ως τις μέρες μας. Η σχέση αυτή, αν και αποτελεί με όρους παραγωγής την κοινή βάση των δύο πρώτων αφηγημάτων, διαταράσσεται στο τρίτο αφήγημα με την άφιξη ενός ξένου στην ίδια γη. Το τελευταίο μάλιστα στοιχείο έχει τη δυναμική να τροποποιήσει την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας κατά απρόβλεπτο τρόπο.
Ο χρόνος σε όλη την έκταση της νουβέλας παραμένει ιστορικά συγκεκριμένος και σηματοδοτεί μεταπτώσεις της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Ταυτόχρονα όμως, κι αυτό γίνεται αντιληπτό στο τέλος του έργου με την ανακάλυψη της αρχαίας επιγραφής, ο χρόνος γίνεται ενιαίος και διαρκής για να καταδειχτεί έτσι η ανθρώπινη τραγωδία στο σύνολό της, ανεξάρτητα από εποχή.
Στο αφήγημα με τίτλο «Ζάκυνθος 431 π.Χ., σ’ ένα ορεινό χωριό», το έτος 431 π.Χ. ανήκει στον «χρυσό αιώνα» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αιώνα ταυτισμένο με τεράστια επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος στη φιλοσοφία, την επιστήμη, τις τέχνες, τους πολιτικούς θεσμούς, την πολιτική διακυβέρνηση με δημοκρατία. Ταυτόχρονα όμως είναι και η χρονιά που ξεσπάει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας μακροχρόνιος πόλεμος που τελειώνει με την καταστροφή της γενέτειρας του λαμπρού αυτού πολιτισμού, της ίδιας της Αθήνας.
Στο αφήγημα με τίτλο «Ζάκυνθος 1997 μ.Χ. στο ίδιο χωριό», το έτος 1997 ανήκει στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, μια δεκαετία που ξεκίνησε με την ήττα του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος και τελείωσε με το αλυσόδεμα της παγκόσμιας οικονομίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ταυτόχρονα όμως είναι και η χρονιά αναγγελίας της επιστροφής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, γεγονός που προσθέτει την αίσθηση του μεγαλείου πάνω στην επίπλαστη τότε ευφορία του άκρατου καταναλωτισμού.
Τέλος, στο αφήγημα με τίτλο «Ζάκυνθος 2017 μ.Χ. , στο ίδιο χωριό», το έτος 2017 μ.Χ. ανήκει σε έναν νέο αιώνα και βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μακροχρόνιας και πολύπλευρης πολιτισμικής κρίσης, που κανείς ως τώρα δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον της.
Η αμφισημία των χρονολογιών φαίνεται να διαποτίζει και τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο άνθρωπος, ιστορικό προϊόν του πολιτισμού του, συγκεντρώνει πάνω του όλες τις αντίρροπες δυνάμεις της ζωής και του θανάτου. Και είναι η εποχή κάθε φορά που καταδεικνύει το ποιες κυριαρχούν.
Στο πρώτο αφήγημα, ο Δημόδοκος, άνθρωπος μορφωμένος, μαθητής του ποιητή Βακχυλίδη, ανήκει σε έναν κύκλο φιλοσόφων, καλλιτεχνών και ποιητών που διαλέγονται στα συμπόσια. Με την πάροδο του χρόνου, η βουλιμία του στομαχιού υπερκερά τη βουλιμία της γνώσης και το συμπόσιο από τόπος συνεύρεσης για την απόλαυση της συζήτησης συνάμα και του φαγητού, καταλήγει σε μια επαναλαμβανόμενη κραιπάλη, γίνεται μια συνήθεια κενή νοήματος, ένας αυτοματισμός. Όταν το συμπόσιο αυτοκαταργείται, αφού το φαγητό μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς συνδαιτημόνες, το ζώο θυσιάζεται αναίτια και η βουλιμία του Δημόδοκου τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Αλλά μήπως η ίδια έκπτωση από τον αρχικό σκοπό δεν παρατηρείται και σε θεμελιώδεις κοινωνικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα η δημοκρατική διακυβέρνηση; Διαβάζουμε στο κείμενο τον προβληματισμό του Δημόδοκου για την δημοκρατία: «Παρόλο που πίστευε στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη, τον προβλημάτιζε πολύ το νέο πολίτευμα που είχαν εφεύρει οι Αθηναίοι και είχε την πεποίθηση πως η δημοκρατία κάποτε θα αποδειχθεί η πιο απροσπέλαστη μορφή τυραννίας».
Στο δεύτερο αφήγημα, οι άνθρωποι είναι πλάσματα μιας κοινωνίας σε παρακμή, με ότι αυτό συνεπάγεται για το ηθικό τους επίπεδο. Κρύβουν μέσα τους μια σημαντική ποσότητα επιθετικής τάσης που παραμονεύει να εκτονωθεί με την κατάλληλη ευκαιρία. Γι αυτούς ο πλησίον είναι πειρασμός για να ικανοποιήσουν πάνω του την επιθετικότητά τους, να τον εκμεταλλευτούν στο έπακρο, να τον μεταχειριστούν σεξουαλικά, να σφετεριστούν την περιουσία του, να τον ταπεινώσουν, να τον σκοτώσουν. Πρόκειται για πλάσματα που αποδέχονται τον περιορισμό των ορμών τους μόνο κάτω από το φόβο μήπως τιμωρηθούν. Το έγκλημά τους δεν υφίσταται στην συνείδησή τους, όσο δεν αποκαλύπτεται.
Παρόλο που τους συνδέουν δεσμοί αίματος, οι ενδοοικογενειακές τους σχέσεις όχι μόνο δεν βασίζονται στην αγάπη, τον σεβασμό και την αλληλοϋποστήριξη, αλλά είναι βίαια χειριστικές, βασισμένες σε μια ιδιότυπη οικογενειακή αλληλεγγύη απέναντι στους άλλους, τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους αδύναμους, προς τους οποίους απροκάλυπτα διοχετεύουν την εχθρότητά τους, πάντα ετεροκαθοριζόμενοι.
Η θρησκευτική τους πίστη, ιδιαιτέρως αφού πρόκειται για μια οικογένεια ιερωμένου, δεν τους δημιουργεί καμία συνειδησιακή αναστολή, ούτε ενοχή. Το δόγμα αφορά ένα σύνολο περιοριστικών κανόνων για την κοινωνία, για τους απέξω κι όχι για τους ίδιους και τους ομοαίματούς τους. Μια μικρή χαραμάδα μέθης αρκεί, για να ανοίξει τους ασκούς του διαβόλου.
Παρακολουθούμε τον ιθύνοντα νου στον παροξυσμό του να διατάζει τον θάνατο των συνδαιτημόνων συγγενών του, αλλά και τον δικό του, οπλίζοντας το χέρι του πλέον ανύποπτου εκτελεστή. Το φονικό, που κλείνει με το θάνατο του ίδιου του δολοφόνου, δεν τιμωρείται ελλείψει κινήτρου και αυτονομείται από την κοινωνική σύμβαση, αφού δεν ελέγχεται από αυτήν. Ισοδυναμεί έτσι με μια φυσική πράξη και όλοι γνωρίζουμε ότι στη φύση δεν υπάρχει φόνος.
Ο «Τραγικός Δείπνος» δεν είναι παρά η ιστορία της τραγικής μοίρας του ανθρώπου στην αποτυχία του μες τους αιώνες του ανθρώπινου πολιτισμού, να χαλιναγωγήσει την ορμή της «πείνας», της λαιμαργίας του. Η άκρατη αυτή εγωιστική ορμή του, τον εμποδίζει στην συνύπαρξή του με τους άλλους ανθρώπους και έχει οδηγήσει την ανθρώπινη κοινωνία αρκετές φορές στο χείλος της αβύσσου. Είναι ένας Τραγικός δείπνος που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει Μυστικός, αφού την ευθύνη της πολιτιστικής του εξέλιξης ο άνθρωπος δεν πρέπει να την αναθέτει στον Θεό, αλλά να την αναλαμβάνει ο ίδιος.
Ο συγγραφέας μπροστά σε αυτήν την καταστροφική και αυτοκαταστροφική μανία του ανθρώπου, επινοεί μια λύση που καταργεί την «διαταραγμένη εφεύρεση» του ανθρώπινου πολιτισμού, την συνεστίαση, και προτείνει: «Αν οι άνθρωποι δεν έτρωγαν μαζί και είχαν σαν ιερό κανόνα της ζωής τους, να τρώνε μόνοι τους, ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος, οι οικογένειες πολύ αγαπημένες και οι παρέες θα αποτελούνταν από πραγματικούς φίλους».
Διακινδυνεύοντας μια πρόβλεψη για το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πρότασης, θα λέγαμε ότι η ανθρώπινη αδηφαγία δεν φαίνεται να μπορεί να εκτονωθεί με γεύματα κατά μόνας, αφού η ικανοποίηση μιας τέτοιας ορμής θα προϋπέθετε την αφθονία του φαγητού για όλους. Η ένδεια των πόρων θα οδηγούσε και πάλι στην άσκηση βίας και η επιτυχία ορισμένων να εξασφαλίσουν το φαγητό τους έναντι των υπολοίπων, θα καταργούσε κάθε έννοια δικαιοσύνης, υπέρ των ισχυρών. Οι τελευταίοι θα αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την άσκηση βίας στους αδύναμους. Ίσως, ο φαύλος κύκλος της βίας να ανακόπτονταν με τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, προϊόντος συνειδητής επιλογής μιας πλειοψηφίας ατόμων ικανών να θυσιάσουν τα βίαια ένστικτά τους, ώστε να κάνουν και πάλι θελκτικό το συλλογικό όραμα του δίκαιου μοιράσματος του πλούτου σε αυτούς που τον παράγουν. Ακόμα και τότε όμως, οι άνθρωποι ατομικά θα μπορούσαν να βλάψουν τον πολιτισμό τους.
Ο Φρόυντ, στο έργο του «Ο πολιτισμός, πηγή δυστυχίας» αναφερόμενος στον αέναο αγώνα πνεύματος και καταστροφικών ενστίκτων του ανθρώπου, επισημαίνει ότι «κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών. Μπορεί η ανθρώπινη λογική να είναι αδύναμη μπροστά στην ανθρώπινη ορμική ζωή, αλλά όσο κι αν η φωνή του πνεύματος παραμένει σιγανή, ωστόσο ποτέ δεν σταματά πριν εισακουστεί.»
Την τιθάσευση της ορμής του θανάτου μπορούν όμως να αναλάβουν κι άλλες εγγενείς δυνάμεις στην ανθρώπινη φύση, όπως είναι η ορμή της ζωής, η ανάγκη της αγάπης, η ανάγκη της ασφάλειας και η οικονομία ενέργειας που προσφέρει στο άτομο η κοινωνική ζωή. Την πάλη αυτών των δυνάμεων με τον διάβολο καταδεικνύουν και οι ακόλουθοι στίχοι από τον Φάουστ. Ο διάβολος εδώ αναγνωρίζει τον αντίπαλό του όχι στο καλό και το αγαθό, αλλά στη δύναμη της φύσης που γεννά και πληθαίνει τη ζωή, δηλαδή στον έρωτα.
«Μύρια φύτρα αποσπώνται
Απ’ τον αέρα, το νερό κι από το χώμα,
Με υγρό, ξηρό, ζεστό και κρύο καιρό!
Έτσι και τη φωτιά δεν φύλαγα δική μου,
Δεν θα ‘χα τίποτε για με ξεχωριστό».
(Φάουστ, μέρος Ι , σκηνή 3η)