You are currently viewing Γεωργία Λαδόγιαννη: Γιώργου Βέη, Βράχια , ΄Υψιλον /Βιβλία.

Γεωργία Λαδόγιαννη: Γιώργου Βέη, Βράχια , ΄Υψιλον /Βιβλία.

«Μια νεραντζιά/στη μνήμη του αέρα για πάντα»

Η συλλογή Βράχια του   Γ. Βέη προοικονομεί μια σκληρή επιφάνεια που την βρίσκεις μετά από θάλασσα, σαν ο ναυαγός που ευφρόσυνα ακουμπάει πάνω σε αυτά. H ζωή του ποιητή ξέρει να  διαλέγει «μαζί με τους χαρταετούς των παιδιών» (σ. 44) τοπία «στη μέση του προσιτού ουρανού». Η ωριμότητα ακόμη αναδεικνύεται στον τρόπο που αναμιγνύει την ποίηση  με τις άλλες τέχνες. ΄Ετσι είναι τα ποιήματα που έχουν ως θέμα την γλυπτική, όπως τα ποιήματα που παρουσιάζουν κοσμήματα από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αλλά και αυτά τα ποιήματα γίνονται προσωπική ποίηση, γίνονται «γλυπτά του αέρα είμαστε εντέλει εμείς»  (σ. 67). Για να φτάσει στη μεταμόρφωση «γλυπτά» οι αναλογίες αισθητοποιούν τις μορφές που έχουν δημιουργηθεί από καλλιτέχνη. Ο ποιητής διαλέγει από όλον τον βίο τα άφθονα, δυνατά και ιδανικά καλλιτεχνήματα και με αυτά φκιάχνει τον κόσμο του.

Από τον Λέσσιγκ, ακόμα, ξέρουμε, καθώς μεταφράζει τον Σιμωνίδη, πως η ζωγραφική μπορεί να είναι αρωγός στην ποίηση. Όλες οι σκηνές είναι αποτέλεσμα ζωγραφικής. Η σκηνή «Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών” (σ. 20) μας θυμιζει τον Λέσσιγκ,   όπου  η  αστασία,  ο αγώνας του πάθους δηλαδή καλύπτει την αγωνία του τέλους.

 Όλη η συλλογή -η 14η  που έχει εκδώσει- έχει χάσει μέρος από την τερπνότητα των πρώτων συλλογών. Στη Σκοτεινή Ρίζα έδωσα την εικόνα ενός έτοιμου να ζήσει «μέσα στο πάντα» (Παράφραση της νύχτας, 1989). Τώρα, φτάνει στην «αθανασία της ψευδαίσθησης»  (σ. 19) ή στο «γλέντι» «πρίν τον χαμό» (σ. 31). Θα μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς  σχέδια μιας ποιητικής  γραφής. ΄Ομως η ανθρώπινη συμπάθεια  υπερβαίνει την αισθητική. Η αισθητική, τώρα, υπηρετεί. Τώρα, ξέρει πως ο χρόνος είναι «άγριος» (σ. 25), ζει την «ανάμνηση των ερώτων» (σ. 63) και βιώνει ένα «βήχα πνιχτό» (σ. 55). Κι ας είναι «η ευωδιά της φραγκοσταφυλιάς» (σ. 63) ή «το άφοβο κυκλάμινο» (σ. 63), μια αισθητική ομόλογη της ψυχολογικής συμμετρίας που εξισώνει αίσθημα και συναίσθημα, παρόλα αυτά διατηρεί μιαν απόσταση από τις ανέμελες στιγμές. Ακόμη, και η γλώσσα είναι «χταπόδι απλωμένο στον ήλιο»  που «αγωνίζεται να πιεί/ό,τι μπορέσει» (σ. 62), σπεύδει να γεμίσει «τα ονόματα των φίλων» (σ. 63) με «σιωπηλή» πάχνη (σ. 61) και «ατμό, υγρασία κι αιθέρα» (σ. 61). Αυτές οι δηλώσεις είναι η ποιητική γραφή μιας αναπαράστασης δυστροπικής.

Τα ανοιχτά τοπία σπανίζουν. Λίγα και κλειστά, όπως το «λουλούδι μέσα από την πέτρα» (σ. 63) ή «πορτοκαλιές κατάφορτες να σκύβουν όλες μαζί» (σ. 27). Μουντά  χρώματα εμφανίζονται να ικανοποιούν την απόλαυση την ποίησης: «σκουροπράσινος πινακας» (σ. 61). Οι αρνήσεις είτε με ρήματα και άλλες εκφράσεις ή με στερητικά, όπως «όλη τη μαύρη άνοιξη μια μπουκιά κι αυτή με το ζόρι» (σ. 56),  «η αναπνοή του πρώιμου χειμώνα» (σ. 52), «ένας έρωτας λεύκωμα» (σ. 53) ή «απόκληρα πια στοιχειά, δεν ανήκουν σε χλωρίδα» (σ. 26), είναι μια έμμεση απόρριψη των ημερών με δεσπόζουσα την απολαυστική πληρότητα. Επίσης, παρόν είναι ό,τι φέρνει ανατριχίλα στην ψυχή, «οι βάρκες τρύπιες», «δίχως δόντια», «τρέμει το μυαλό» (σ. 26), όπως και οι καταληκτικές λέξεις ή φράσεις «μη με λησμόνει» (σ. 18), «χάος» (σ. 27), «το θάρρος του θανάτου» (σ. 48), «τον φθόνο της νύκτας» (σ. 49), «ο όλεθρος» (σ. 51) κλπ.

‘Ομως πάνω από όλα είναι η ποίηση που ενώνει τον κόσμο. ‘Ετσι, η συνάντηση με τις «συλλαβές των μυστικών μας» (σ. 34), ο φοίβος με πουλί (σ. 39), τα κύματα που ενώνονται «με το καλοκαίρι του νου» (σ. 64), όλα εξεικονίζουν τη ποιητική λειτουργία να μεταθέτει τον κόσμο, να τα περιστρέφει  ώστε να βρουν κάθε φορά την πιο αξιόλογη αισθητική σύντηξη. Η φύση σε αυτήν την λειτουργία έχει τον πρώτο λόγο. Η φύση όμως είναι ανθρωπολογική, μας δίνει διαυγή την στρατηγική του αγώνα του ανθρώπου. Οι αρνητικές συμπεριφορές τιμωρούνται με καταστροφή (Η γέρικη γλυσίνα, σ. 22) ή με μια πρόσκερη διαφυγή (Ειλικρίνεια, σ. 49).  Σε κάθε περίπτωση η φύση στέκεται κριτής όλων των ανθρωπίνων (Αμετάφραστο, σ. 52). Αποτελεί μία πλαισίωση να γίνουν ορατά τα αόρατα. ΄Ολες οι πράξεις των ανθρώπων φέρνουν αλλαγές στη φύση, ακόμη και αυτά που δεν είναι, και επίμονα αναζητούν την πρώτη ισορροπία για να την κάνουν ισχυρή να κρατήσει τα τωρινά τραύματα. Αλλά η ισορροπία έχει χαθεί. Μένει η άραχλη ποιητική πραγματικότητα, που ζωογονεί την παρακμή. Τότε, όλα μετατρέπονται σε ανθρώπινο ψυχικό τρέμουλο και η ποίηση φαντάζει να ερμηνεύει την ζωή.                     

Γι’ αυτό παρουσιάζεται το χθες, που όλα ήσαν προστατευμένα. Η ζωή λειτουργούσε, «η σχισμή του ονείρου» (σ. 30), «μαζί με τους χαρταετούς των παιδιών» (σ. 44), με την ευφρόσυνη πρόσκληση μιας αληθινής επιθυμίας. Πρέπει πάντως να πούμε ότι το χθες ελάχιστα παρουσιάζεται μέσα από τη φωτεινότητα των περασμένων εποχών. Στο χθες  παραμένουν όλα κάτω  από την προστασία της φύσης, τίποτα δεν βγαίνει έξω από την επαγρύπνισή της και όλα βρίσκουν ένα στήριγμα. Η φύση προσφέρει άσυλο, μεριμνά και περιφρουρεί. Η φράση «μια νεραντζιά/ στη μνήμη του αέρα για πάντα» (σ. 58) είναι η πιο εύστοχη.  Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι το συναίσθημα. Βέβαια, ξέρουμε ότι η ποίηση εκφράζει συναισθήματα αλλά εδώ υπάρχει σταθερά η σαφήνεια της ακριβείας. Στη φράση π.χ. «βεγγαλικά κουφάρια» (σ. 26)  ή «των μονίμων κατοίκων της μοίρας» (38) διακρίνουμε  την συμφωνία με ένα σχήμα έκφρασης. Σημάδι της συναισθηματικής φόρτισης είναι και η χρήση δημοτικού τραγουδιού, που το ακούμε κάπου-κάπου, όπως στη φράση  «ανθώπινη λαλίτσα» (σ. 65), παρότι δεν είναι πολλά τα χρέη από το δημοτικό τραγούδι.

Γενικά, με το νέο βιβλίο του, ο Γ. Βέης, αντιπρόσωπος της γενιάς του ’70, η ποίηση εξακολουθεί να εκφράζει με διαύγεια πάθη και ίσκιους που θερμαίνουν την ζωή των ανθρώπων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.