Κοιτάζω το ρολόι μου.
Είναι σταματημένο στις 9 και 4 λεπτά.
Η ώρα είναι σίγουρα περασμένες 11, μπορεί και 12,
και το φοράω ακόμη.
Ο Paulo Coelho έλεγε
πως ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι,
είναι σωστό 2 φορές τη μέρα.
Δεν ακούγεται πια το τικ-τακ του που μετράει το χρόνο.
Αφουγκράζομαι, όμως ένα άλλο τικ-τακ,
αυτό της καρδιάς μου, που μετρά τον δικό μου το χρόνο,
κι αναρωτιέμαι πότε θα σταματήσει κι αυτό.
Έχει τον ίδιο ρυθμό με το τικ-τακ του ρολογιού…
μετρά το χρόνο όμως λίγο διαφορετικά.
Άλλοτε συγχρονίζεται με το παρόν κι όλα καλά.
Άλλοτε σε πηγαίνει σαν χρονοντούλαπο στο παρελθόν,
σε όμορφες στιγμές που τις αναπολείς με ευγνωμοσύνη,
ή και σε άσχημες που τις θυμάσαι και πονάς.
Έτσι, με το ρολόι της καρδιάς λειτουργώ απόψε.
Δεν σκέφτομαι –προς το παρόν–
να βάλω μπαταρία στο ρολόι μου,
μα ούτε και να το βγάλω.
Σε αόριστο χρόνο κινούμαι,
αγαπώ και μισώ και θυμώνω,
λυπάμαι και χαίρομαι.
Αυτό διαρκεί μερικά λεπτά
ή κάποιες ώρες,
ούτε που ξέρω.
Και με το σταματημένο μου ρολόι στο χέρι
εξακριβώνω το απόλυτο δίκιο του Einstein
για τη θεωρία της σχετικότητας.
Σκέφτομαι τελικά να το αφήσω
να δείχνει πάντα 9 και 4.