Η συμμιγή του Βαγγέλη Τασιόπουλου, (εκδ. Ρώμη 2022), είναι μια ποιητική αφήγηση με πρωταγωνιστή τον Λαέρτη, ένα παιδί του Εμφυλίου, που αποκαλύπτει τις μυστικές γραφές του δόκιμου μοναχού Ιερεμία και τις κρατάει φυλακτό στην πορεία της ζωής του, ενώ ζει, μεγαλώνει και γράφει φροντίζοντας για την οδυνηρή επιστροφή του στα χαλάσματα και τους ανθρώπους του.
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην παιδική ηλικία, το δεύτερο στον έρωτα και το τρίτο αφορά την ωριμότητα.
Το βιβλίο μας υποβάλλει σε μια διαδρομή αναζήτησης νοήματος στην πορεία προς την απέναντι όχθη, με όλα τα μελανά της ζωής να αλληλεπιδρούν με την ομορφιά. Πάνω απ’ την καμένη γη απλώνεται ένας πεντακάθαρος, γαλανός ουρανός ενώ ο έρωτας βάφεται με αποχρώσεις του θανάτου. Μέσα και έξω όλα συγκλίνουν. Ακόμα και το ποιητικό υποκείμενο σμίγει με τις βαθιές του αλήθειες.
Το σκηνικό στήνεται στο ζοφερό τοπίο της ανθρώπινης κατάστασης. Πολεοδόμοι, συνωστισμένοι υπάλληλοι, λεηλασίες, φιλοδωρήματα, προβάλλουν στο κάδρο. «Μια ιστορία ανεξόφλητη ο καθένας τους αναχωρούν απαρηγόρητοι». Τα ερωτήματα αναπάντητα. Πώς φτάσανε ως εδώ; Δεν υπάρχει δικαίωση. Μόνο ταπείνωση.
Σε χαμηλόφωνους τόνους, ο ποιητής θα μιλήσει για τον κόσμο μας μέσα από εικόνες που μοιάζουν με ελαιογραφίες του Γκόγια, ή με πίνακες του Ελ Γκρέκο, ενώνοντας το τώρα με το χθες, το φως με το σκοτάδι, χρησιμοποιώντας αναφορές από τις θρησκείες, τη μυθολογία, τη φιλοσοφία. Η χρυσαλοιφή των άστρων λούζει το καμένο Ευαγγέλιο κάτω από το φως της Πλατυτέρας κι ο άνθρωπος θαυμάζει.
Τα έργα των ανθρώπων στη γη είναι γεμάτα «αίμα και θάνατο». Και μέσα στο γκρεμισμένο σύμπαν, μόνο ο έρωτας ο ζωογόνος «αναδιατάσσει το τοπίο».
Η συνειδητοποίηση του εφήμερου της ύπαρξης προσθέτει μια γλυκιά θλίψη. Κι ενώ οι νεοσσοί στα τείχη προτιμούν την εσοχή για ασφάλεια ένας γρύλος αντιστέκεται, τα θέλει όλα. Ωστόσο η διαδρομή του είναι σύντομη. Το τέλος είναι κοντά και κάθε αντίσταση είναι πεπερασμένη.
Γιατί ενώ πασχίζουμε για την ειρήνη, η ζωή μας είναι γεμάτη μάχες; Γιατί ενώ θαυμάζουμε την ομορφιά, τη φυλακίζουμε μέσα σε «λίθινα παραπετάσματα»; Γιατί υποχωρούμε και εναρμονιζόμαστε με το έρεβος της «οικοδομικής ευθανασίας»;
Και ποιος είναι ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου; Ο καθηγητής στο αμφιθέατρο γνωρίζει ότι ο λόγος του έχει βαρύτητα στη διαμόρφωση συνειδήσεων, ωστόσο ο ίδιος πρέπει να πληρώσει το τίμημα της φιλοδοξίας του. Και καθώς θα πλησιάζουν οι γερανοί του Ιβύκου, αποκαλύπτοντας τα εγκλήματά του, καθώς θα κοιτάει ψηλά, θα διακρίνει τα δάκρυα να παίζουνε κρυφτό στα μάτια μιας γυναίκας, με το συμβολικό όνομα Σοφία.
Σε όλα τα ποιήματα, οι τελευταίοι στίχοι μοιάζουν με μικρές εκρήξεις κι ο αναγνώστης-κοινωνός, βιώνει μιαν αίσθηση ευθραυστότητας μέσα στη ματαιότητα. Ακολουθεί τις κινήσεις ενός εντόμου που λικνίζεται στο φύσημα του ανέμου, τον χορό του κυκλάμινου, το τρεμούλιασμα των φτερών μιας πεταλούδας.
Η φωνή μεταλλάσσεται αποκτώντας άλλοτε αυστηρά προσωπική κι άλλοτε συλλογική χροιά με εναλλαγή των προσώπων, υποβάλλοντάς μας σε μια διαδικασία ψυχανάλυσης, κάνοντάς μας ν’ αναγνωρίσουμε οικεία κακά. Ο μεσήλικας Λαέρτης βλέπει να περνούν μπροστά του μνήμες της ματαιοδοξίας του. Μπήκε στο παιχνίδι της εξουσίας και του κέρδους, «ξοδεύοντας ενέχυρα πολιτεύτηκε», «αγνόησε τις αυταπάτες» απομακρύνθηκε από την πραγματική του φύση, εθελοτυφλώντας μπροστά στον ανθρώπινο πόνο.
Στον αντίποδα υψώνεται η ποίηση. Όσο αυτή θα εξυμνεί τον έρωτα, εμείς θα νιώθουμε ζωντανοί και θα παρασυρόμαστε σε αποδημητικές περιπλανήσεις με κυανούς ποιητές που κρατούν τους παφλασμούς στα διάφανα χέρια τους. Και θα υπάρχουμε, «στην αφροδίσια λεπτότητα των κραδασμών», στο λάγνο κύλισμα, στην ταραχή που τα πλεγμένα σώματα επιδίδονται, στη «δόξα του ιδρώτα». Κι όταν περάσουν τα χρόνια, ανήμποροι πια, θα μένουμε με τις εικόνες της συνενοχής, με τα ωραία ηλιοβασιλέματα και θα κρατάμε στη συλλογή μας «κειμήλια και συμπτώσεις που αφήνονται παρηγοριά».
Η συμμιγή είναι γεμάτη συμβολισμούς και εικόνες που αγγίζουν όλες τις αισθήσεις. Υπό τον ήχο της βροχής στο σκουριασμένο ποδήλατο «ακουμπούν χρόνια χιλιάδες οι εκδορές». Κι εκεί μες στο βροχερό, κρύο τοπίο, η ένταση αυξάνεται. Το ποιητικό υποκείμενο, ομολογεί και υπό το βάρος των τύψεων ζητάει να εκτίσει ποινή φυτεύοντας δέντρα αειθαλή «κισσούς πυκνούς και νάρκισσους στα μουσκεμένα κράσπεδα της έρημης πλατείας». Μετά αφήνεται. Γυρίζει μόνος στη βροχή κι εμείς υπακούμε στο κάλεσμα ν’ αφεθούμε στην αγκαλιά της φύσης. Η φύση μοιράζει την ευλογία της μέσα από τις σταγόνες κι εμείς βιώνουμε «τη χαρά του παραλήπτη».
Η διαδοχή των ποιημάτων μοιάζει σαν κυματισμός της θάλασσας με ανέμους διαφόρων εντάσεων και κατευθύνσεων. Άλλοτε τα κύματα σκάνε μανιασμένα στα βράχια κι άλλοτε συλλαμβάνουμε τον χαμηλότονο φλοίσβο της ενδοσκόπησης. Στο ποίημα με τίτλο «Στα χαλάσματα οι αυτόχειρες έχουν ταριχεύσει τις ψυχές τους», η φωνή μας καλεί να συγκλίνουμε, να ενωθούμε μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και να ζήσουμε το παρόν. Γιατί είναι σίγουρο ότι: «Κάποτε οι μέρες δείχνοντας του φεγγαριού την άλω/θα συγκλίνουν… από του μύθου την ευχέρεια/στη συστολή του ενεστώτα».
Και όσο πλησιάζουμε στην απέναντι όχθη, είτε με το λεωφορείο της γραμμής, είτε με πλοίο, κάρο, είτε με ανεμόπλοιο απαστράπτον, το τοπίο θα γίνεται όλο και πιο πολύχρωμο, θορυβώδες και θα γεμίζει με κωμικοτραγικές εικόνες με ανθρώπους-καρικατούρες να παρακαλούν για ένα θαύμα, να συνειδητοποιούν τη μικρότητά τους. Σ’ ένα πανηγύρι γεμάτο μνήμες, σκέψεις, αμαρτίες, θυσίες, παρεκκλίσεις και παρακλήσεις για εξιλέωση. Όλα τα αντίθετα αγκαλιασμένα. Μια συμμιγή. Ένα σμίξιμο. Τα συμβατικά οικογενειακά τραπέζια δίπλα στην πόρνη και τα ρυπαρά πρόσωπα δίπλα στα αγγελούδια. Κοντά στην απέναντι όχθη είναι και οι ύστατες προσπάθειες για ζωή λίγο πριν το τέλος, με έρωτες φθαρμένους με βοηθήματα και αλκοόλ. Κι εκεί, στις ιδρωμένες κραιπάλες, σαν από θαύμα θα προβάλλει ξαφνικά μια γλυκιά ανεμώνη που μιλάει, υπογραμμίζοντας την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος επιλέγει να κλείσει με τη συγκλονιστική εικόνα της γύφτισσας που ενσωματώνει όλα όσα έχουν ειπωθεί, με όλα τα στοιχεία να σμίγουν κραυγαλέα στην παρουσία της, ανακεφαλαιώνοντας και δίνοντας μορφή στο παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης. Επί πλέον, στο υστερόγραφο, μια άλλη εικόνα εντυπώνεται στο μυαλό και υψώνεται σαν λάβαρο σηματοδοτώντας το νόημα της ζωής: Είναι το αντίτιμο που πληρώνει ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος για το πέρασμα στην απέναντι όχθη: μια παπαρούνα στον γαλάζιο φόντο του ουρανού.