Στην ποιητική συλλογή της Ευσταθίας Δήμου με τίτλο «Απώλεια λήθης» (Οι εκδόσεις των φίλων 2019) το πρώτο που παρατηρούμε είναι το πρωτότυπο στοιχείο της ομοιοκαταληξίας και της δομής των ποιημάτων που αποτελούνται από πέντε δίστιχα το καθένα.
Με την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος, έχεις την αίσθηση ότι θα κολυμπήσεις σε γνώριμα νερά, σε οικείο περιβάλλον, μιας και η δομή είναι ίδια σε όλα τα ποιήματα. Σταδιακά όμως σου αποκαλύπτεται ένα πολύπλοκο σύμπαν από αλληγορικές εικόνες και σύμβολα που κινητοποιούν, θέτουν ερωτήματα και δίνουν αφορμή για ενδοσκόπηση.
Κάθε δίστιχο είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής και δεν μπορείς να διαλέξεις ποιος είναι ο αγαπημένος σου. Ωστόσο, στη σύνθεσή τους, σε κάθε ποίημα, υπάρχει κλιμάκωση, με το τελευταίο δίστιχο να φέρνει το κύριο βάρος της σύνοψης, ή μια ανοικειωτική κορύφωση:
«Έρχεται ο ύπνος-με βρίσκει ναρκωμένη./Έρχεται το φιλί-με βρίσκει δαγκωμένη.//Το πρωί σκαρφαλώνει πάνω μου σαν κισσός./Ο ήλιος, οι ακτίνες του ένας τεράστιος ιστός». [ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ]
Το ποιητικό σύμπαν της Ευσταθίας Δήμου περιέχει μικρές λεπτομέρειες αυτού του κόσμου οι οποίες εναλλάσσονται και αλληλεπιδρούν με αφηρημένες έννοιες με τέτοιο τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα να γίνεται εκρηκτικό και σε κάποια σημεία σουρρεαλιστικό. Οι σκέψεις και οι αισθήσεις που μεταδίδονται αποκτούν βιωματική υπόσταση, σαν να θέλουν να εισχωρήσουν στο πετσί μας:
«Ένιωσα του ήλιου την υφή/στου στήθους μια ουλή κρυφή.//Κυνηγώντας μόνο χίμαιρες/έχασα χαρές εφήμερες.//Για των ερώτων το μαρτύριο/έφτασα ως την κλιμακτήριο.//Πρώτη τερμάτισα στο ωάριο/κερδίζοντας ύπνο μακάριο». [ΠΑΡΟΙΜΙΑ]
Το ειρωνικό στοιχείο και ο αυτοσαρκασμός αφήνουν ένα μειδίαμα την ώρα της πρώτης ανάγνωσης, αλλά η συνολική αίσθηση είναι γλυκόπικρη:
«Ο ποιητής πάσχει από δόξα./Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα.//Τη μούσα κατηγορεί ευθέως/που δεν τιμήθη ως κορυφαίος». [Η ΜΟΥΣΑ]
Διαβάζοντας κάθε ποίημα, βιώνεις μια μικρή περιπέτεια, που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν η πρώτη εντύπωση που σου δημιούργησε είναι αληθινή και σε κάνει να το διαβάσεις από την αρχή. Η ποιήτρια σε προκαλεί να αναρωτηθείς, να σκάψεις σε μικρές και μεγάλες επιφάνειες της ανθρώπινης κατάστασης. Και η αλήθεια βρίσκεται σε τόσες πολλές εκδοχές που αποκαλύπτονται σιγά σιγά, σαν να ξεφλουδίζεις ένα κρεμμύδι μέχρι να φτάσεις στην καρδιά.
Στην καρδιά της συλλογής, η ποιήτρια θα αφιερώσει δύο ποιήματα στη μνήμη, την κινητήριο δύναμη της έμπνευσης. Στο πρώτο, θα μας μεταδώσει την αίσθηση της χαμένης στιγμής, του εφήμερου, του απρόβλεπτου, με το ποιητικό υποκείμενο να συνομιλεί με τον εαυτό του σε χώρο θεάτρου:
«κλείνεις το χρόνο, σηκώνεις την αυλαία/μοιράζεσαι σε ρόλο υποβολέα,// πρωταγωνιστή και θεατή που βλέπει/σφίγγοντας το εισιτήριο στην τσέπη// σε αυτή του παρόντος τη διακοπή/τα πράγματα άλλη να πάρουνε τροπή». [ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ Ι]
Στο δεύτερο, η μνήμη θα προσωποποιηθεί, θα μοιάζει με γυναίκα γνώριμη «φερμένη από μια τέχνη μαντική», που θα επισκεφτεί την ποιήτρια κι αυτή θα της παραδοθεί. Δεν θ’ αλλάξει τη φωνή της, αλλά θα την μοιράσει σε λέξεις, σε μια κατάσταση έμπνευσης, ονειρική:
«Μονάχα τη φωνή σου δεν πειράζω./Σε ανείπωτες λέξεις τη μοιράζω.// Σαν όνειρο αρχίζω να θυμάμαι./ Ξυπνώ. Μόνη στο πλάι σου κοιμάμαι». [ΑΠΩΛΕΙΑ ΛΗΘΗΣ ΙΙ]
Η μνήμη και ο χρόνος διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική συλλογή, σαν μουσικό χαλί στην ταινία της ανθρώπινης κατάστασης με θέματα τον έρωτα, τον θάνατο, την ίδια τη ζωή, σε πολλαπλές εκφάνσεις: τις επαναστάσεις, τα λάθη και τα πάθη, τις οδυνηρές διαδρομές της επίγνωσης, τη ματαιοδοξία ακόμα και στην ποιητική δημιουργία, τη μοναξιά προσωποποιημένη με κόκκαλα και σώμα, τη λήθη, τα τραύματα, το άδικο αυτού του κόσμου. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι το φως που αντιμάχεται ένα σκοτάδι που «μας κοιτάει από παντού», ενώ μια σειρά συμβόλων προβάλλουν μέσα στις εικόνες της συλλογής: Ένα φίδι που τσιμπάει, σφίγγει και υποδηλώνει το μεγάλο γιατί της ματαιότητας. Ή μάτια σαν πετράδια πολύχρωμα και πολύτιμα που θυμίζουν έρωτα.
Με το νερό, το χώμα, τον αέρα και τη φωτιά να εναλλάσσονται σε όλο το έργο, η Ευσταθία Δήμου κλείνει την ποιητική συλλογή επιλέγοντας το χώμα. Μέσα από το βίωμα του λυγμού της θα αναστοχαστούμε το βάρος των λέξεων που μας λύτρωσαν σε όλη την ποιητική συλλογή και θα θελήσουμε να διαβάσουμε από την αρχή. Για να περιηγηθούμε άλλη μια φορά σε μια υπέροχη και τόσο επώδυνη θάλασσα ποίησης:
«Κωπηλατώ σε θάλασσα από χώμα./Βουλιάζω με όσα κρατώ στο στόμα.//Λέξεις βαρίδια που λέω για να σωθώ./Είσαι απ’ τα λάθη μου το πιο σωστό.//Ξάφνου φοβάμαι πως θα με βρει η μέρα /και ρίχνω το καράβι μου σε ξέρα».[ΝΑΥΑΓΙΟ]
Βιογραφικό σημείωμα:
Η Γεωργία Μακρογιώργου γεννήθηκε στη Νάουσα. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη ως εκπαιδευτικός. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων στη διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου και στη Δημιουργική Γραφή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τρία βιβλία της: Το πεζογράφημα «Τύχη στα Τείχη» (2017) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, η ποιητική συλλογή «Το φως όταν μεταφυτεύεται» (2019) από τις εκδόσεις Βακχικόν και το πεζογράφημα «Πικραλίδες» (2020) από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες.