Οι κάποιοι αρχίζουν την ιστορία
Οι κάποιοι, το βιβλίο του Κώστα Κουτρουμπάκη (εκδ. Ενύπνιον, 2021), περιέχει 36 μικρές μυθιστορίες. Διαβάζοντάς το χανόμαστε σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, μειδιούμε, αγανακτούμε, σκαλίζουμε μνήμες, προβληματιζόμαστε: για τον θάνατο, τον έρωτα, τη φθορά, για το σύντομο πέρασμά μας από αυτή τη ζωή, για την κοινωνική ανισότητα και τις ανθρώπινες τραγωδίες. Οι κάποιοι μας τραβούν από το μανίκι. Ο συγγραφέας παρατηρητής, άλλοτε παραμυθάς και άλλοτε ποιητής, με λιτό λόγο, αφαιρετικό, γεμάτο ρυθμό, μας παρακινεί να διαβάσουμε ξανά και ξανά την κάθε ιστορία, ανακαλύπτοντας πτυχές της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, αλλά και του εαυτού μας.
Οι χαρακτήρες, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι «τυπικά μακρινοί», αλλά «δεν μας είναι ξένοι· μας κατοικούν και τους κατοικούμε. Είναι ο καθρέφτης κι ο παραμορφωτικός μας φακός. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όχημα ούτε εργαλείο-είναι ένας απ’ τους τρόπους μας να υπάρχουμε». Σαν ήρωες του Ντοστογιέφσκι που προσπαθούν να αναπνεύσουν και να επιβιώσουν στην Ελλάδα του σήμερα. Στερημένοι από τις «πολυτέλειες» της ζωής, ή από την αγάπη την τόσο δεδομένη αλλά και τόσο δυσεύρετη.
Οι κάποιοι εκθέτουν τα τραύματά τους. Ζουν και κινούνται μέσα στα αδιέξοδά τους και μας κάνουν να εντοπίζουμε και τα δικά μας τραύματα της ακινητοποιημένης μας ζωής. Στο εσπερινό σχολείο μια μαθήτρια που δουλεύει στην αποκομιδή ανακύκλωσης προτάσσει τα πονεμένα χέρια της και μια άλλη που κάνει χημειοθεραπείες έρχεται στον ύπνο και σταλάζει στο ούζο του καθηγητή «δυο κόμπους βυσσινάδα πηχτή» (σελ. 63).
Ο Κώστας Κουτρουμπάκης νοιάζεται για τον άνθρωπο και αυτό το νοιάξιμο θέλει να μας το μεταδώσει. Τελειώνοντας κάθε ιστορία την ξαναδιαβάζουμε από την αρχή ανακαλύπτοντας πολλαπλά επίπεδα και ψάχνοντας ερμηνείες, σαν να ξεφλουδίζουμε ένα κρεμμύδι σιγά σιγά, φτάνοντας από τα εξωτερικά κομμάτια, τα τραχιά, μέχρι την τρυφερή καρδιά, ενώ ταυτόχρονα δακρύζουμε. Για τον παλιό σύντροφο Μακρονησιώτη, που πήρε να σαλεύει από το ξύλο, για τα δυο αδέρφια στη θάλασσα, που μοιάζουν με ζώα λαβωμένα.
Μια κοινωνία σε κατάρρευση. Οι ανθρώπινες σχέσεις σε αποδόμηση. Ζευγάρια χωρισμένα και τα παιδιά θύματα. Άνθρωποι που αναζητούν την ισορροπία που ποτέ δεν έρχεται. Σαν το παγωτό του παιδιού που λιώνει, λιώνουμε κι εμείς, δίπλα στον ξεριζωμένο ηλικιωμένο που σπρώχνει τη ζωή με μια πενιχρή σύνταξη και τη βοήθεια της γειτονιάς. Και μέσα στο μαύρο, φωτίζει το ανεκτίμητης αξίας χαμόγελο μιας ζητιάνας στη λαϊκή.
Στα ψιλικατζίδικα και στα μικρομάγαζα, άλλοι προσδοκούν να πιάσουν την καλή, να ανεβούν ένα σκαλοπάτι ρουφιανεύοντας κι άλλοι πιάνονται από τη μνήμη και πετούν σε μακρινές πατρίδες αγαπημένες . Οι ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη σαν πλάνα από ταινία. Από το αστικό τοπίο που ζέχνει μες στο καλοκαίρι, στρέφουμε το βλέμμα ψηλά. Βλέποντας το σύννεφο, ένας άντρας ανακαλεί τη μνήμη της γυναίκας με το βαμβάκι, που «τον σφάζει, κάθε φορά που τη φωνάζει σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό» (σελ. 22). Εικόνες που θυμίζουν την ποίηση του Σαχτούρη, με τη μνήμη να μπλέκεται με την πραγματικότητα, με τους νεκρούς να αλληλεπιδρούν με τους ζωντανούς, με τις γλυκές εικόνες των γονιών να εισβάλλουν με τρυφερά λόγια και βλέμματα. Με όψεις του θανάτου στο τσούγκρισμα των πασχαλιάτικων αυγών, ή στο κούφιο βλέμμα μιας τσιγγάνας από τη Σχολή Τυφλών.
Οι χαρακτήρες παλεύουν με το παρόν και το παρελθόν. Πού και πού αχνοφαίνονται τα γκρεμισμένα όνειρά τους που έρχονται να παίξουν το αγαπημένο μουσικό κομμάτι και να μας κάνουν να σκεφτούμε τι πήγε στραβά με τα δικά μας όνειρα. Πανταχού παρούσα η μουσική, να συνοδεύει το παράπονο. Σαν ροκ ρυθμός, σαν λαϊκό άσμα, σαν μοιρολόι, σαν τους μελοποιημένους στίχους του Ελύτη: «Εδώ στου δρόμου τα μισά/ έφτασε η ώρα να το πω/ άλλα είναι εκείνα που αγαπώ/ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα[1]». Και η ζωή, ο έρωτας κι ο θάνατος να περνούν από μπροστά μας σε μικρές, ηχηρές δόσεις.
Ανάμεσα στους κατατρεγμένους κι ένα κορίτσι Ζεν: «επαιτεί/μια ειδική στιχομυθία/που δε στηρίζεται σε γράμματα/ή λέξεις των κερμάτων» (σελ.35). Και ανάμεσα στα πεζά, δύο ποιήματα θα συμπυκνώσουν όλη την αντίφαση της ανθρώπινης κατάστασης, την κοινωνική αδικία και τις ανισότητες, με το χρήμα και τους κανόνες του καπιταλισμού να αντιμάχονται τους νόμους της φύσης, να διαμορφώνουν την «ασήκωτη» βαρύτητά μας και να μας πλακώνουν, να μας καταδυναστεύουν.
Οι ζωές των χαρακτήρων είναι δεμένες με αντικείμενα που με τη συμβολική τους σημασία εντυπώνονται σαν εικόνες στο μυαλό που τις κουβαλάμε καιρό αφού κλείσουμε το βιβλίο. Ένας κάδος μοιάζει «σαν στρείδι που καταπίνει ζωντανά μαργαριτάρια»(σελ.41). Και μια μάσκα με αναπνευστήρα που κάποτε χρησιμοποιούνταν για καταδύσεις για να γεμίζουν τα βάζα με στρείδια και γυαλιστερές, τώρα έχει αντικατασταθεί από τη μάσκα οξυγόνου στην εντατική.
Όλα συμβαίνουν στην ιδρωμένη πόλη, στο νοσοκομείο, το νυχτερινό σχολείο, τη λαϊκή, σε ένα ζαχαροπλαστείο ή στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Που ακόμα κι εκεί, πάλι το βλέμμα θα εστιάσει στο ανθρώπινο δράμα. Στα παιδιά «στο καρότσι, αυτά με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, τ’ ανάστροφα μάτια, το στραβό στόμα και τις μάνες νοσοκόμες που τις Κυριακές μετά το «Λάβετε φάγετε», γκαζώνουν -με το σώμα σπασμένο- το αμαξίδιο στον διάδρομο απογείωσης με τρόπαιο ένα των παιδιών χαμόγελο-μια μεταλαβιά ουρανό» (σελ. 51).
Η τάση για ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, τη Γη και τον Ουρανό, τον θάνατο και τη ζωή, διαπερνά όλο το βιβλίο, κυματιστά. Και στο τέλος η θάλασσα, «η πιο μεγάλη σβήστρα» (σελ. 76), θα γεμίσει τα πνευμόνια μας με το δροσερό αεράκι, θα μετριάσει τη μαυρίλα, βάφοντας με τόνους του γαλάζιου τις ακτές της ανάγνωσης. Κι εμείς, κρατώντας γεύσεις και μυρωδιές, θα ευχηθούμε «Καλό αποκαλόκαιρο», δίνοντας παράταση στη ζωή, αρνούμενοι την παραίτηση. Με το βλέμμα στη σημαία του μέλλοντος, με την ελπίδα ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου, γιατί «οι κάποιοι αρχίζουν την ιστορία» (σελ.79). Αυτός είναι ο κόσμος του Κώστα Κουτρουμπάκη, αυτός είναι ο κόσμος μας.
[1] Από «Το παράπονο» του Οδυσσέα Ελύτη