Η πρώτη ποιητική συλλογή της Φωτεινής Χρηστίδου, με τίτλο Χρόνος πλοηγός, (εκδ. Ρώμη, 2022), περιέχει 41 ποιήματα, χωρισμένα σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο «Κοινοί τόποι» και το δεύτερο «Εσωτερικές διαδρομές».
Στο πρώτο μέρος η ποιήτρια αφήνεται στα εξωτερικά ερεθίσματα, μας καθοδηγεί σε αθέατες λεπτομέρειες της καθημερινότητας και όχι μόνο. Μέσα από τη ματιά της μας προσφέρει εικόνες που λειτουργούν άλλοτε καλειδοσκοπικά, πολλαπλασιάζοντας τα είδωλα, άλλοτε σαν μεγεθυντικός φακός και άλλοτε σαν ευρυγώνιος δίνοντας μια πλατιά άποψη του χωροχρόνου.
Για την έναρξη, το άνοιγμα της σκηνής του ποιητικού αφηγήματος, χρησιμοποιείται η ευρηματική εικόνα του καταρράχτη, με συμβολισμούς και αλληγορίες για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον χρόνο που κυλάει σαν νεράκι. Με την ορμή του νερού να γίνεται καταστροφική αλλά και ζωογόνα. Μπροστά στον καταρράχτη, το ποιητικό υποκείμενο, κλείνει μάτια και αυτιά, απομονώνει την όραση και την ακοή και αφήνει την όσφρηση να καθοδηγήσει. Επιλέγει την όσφρηση που από τις αισθήσεις είναι αυτή που συνδέεται με τη μνήμη. Τότε, το ποιητικό σύμπαν ξετυλίγεται σιγά σιγά, σε ένα σύμπλεγμα πραγματικού, νοητού, αισθητού και συναισθηματικού κόσμου, όχι στατικά, αλλά με κίνηση από έξω προς τα μέσα μας κι αντίστροφα.
Σ’ αυτό το σύμπαν, τα εξωτερικά αντικείμενα έχουν ζωή, εκπέμπουν μηνύματα, λειτουργούν σαν σύμβολα, ή στέκουν αυθύπαρκτα, καλώντας μας να φέρουμε στη μνήμη δικές μας αντίστοιχες στιγμές, υπενθυμίζοντάς μας ότι στα μικρά, τα αθέατα βρίσκεται το μεγαλείο της ζωής. Κι ενώ τα σχέδιά μας ανατρέπονται, το θαύμα αποκαλύπτεται εκεί που δεν το περιμένουμε.
Στις διαδρομές μας κυνηγάμε όμορφα ηλιοβασιλέματα κι ανατολές σελήνης, στηνόμαστε σε κάποιο ειδυλλιακό μέρος κι εκεί που τα νέφη σκεπάζουν το θέαμα που περιμέναμε, μόλις αποχωρούμε απογοητευμένοι, κάπου στη στροφή για το σπίτι μας, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, μας τυφλώνει το «φέγγος» της σελήνης, όπως περιγράφει η Φωτεινή Χρηστίδου στο ποίημα «η προσμονή».
Ταξιδεύοντας με το πλεούμενο της ποιήτριας, θα αντικρίσουμε σε πρώτο επίπεδο καταρράχτες, αστέρια, φεγγάρια κι ύστερα θα αποκαλυφθούν τα τραύματα, η καμένη γη. Όλα σε ισορροπία μέσα στην αντιφατικότητα της ύπαρξης. Η ομορφιά ταυτόχρονη με την ασχήμια, η δημιουργία με την καταστροφή κι εμείς «πλάνητες», περιπλανώμενοι ταξιδευτές, ή εξαπατημένοι, σε ένα τοπίο γεμάτο δίπολα και εναλλαγές.
Η περιπλάνησή μας μέσα από τα μάτια του ποιητικού υποκειμένου, περιλαμβάνει και έργα ανθρώπων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Έτσι, στην σκιά των κυκλώπειων τειχών, η ποιήτρια θα αναλογιστεί «γι’ άλλη μια φορά/το μεγαλείο του ανθρώπου/μα και την αγωνία του/να ξορκίσει τον θάνατο».
Κάθε τι, αποτελεί ερέθισμα για σκέψη, ενδοσκόπηση, φιλοσοφική ερμηνεία και κρατώντας το νήμα της ποιητικής αφήγησης, στο τέλος κάθε ποιήματος, θα οδηγηθούμε σε δυο-τρεις στίχους που περιλαμβάνουν συνοπτικά πανανθρώπινες αλήθειες. Κι ενώ οι αναγνώστες-κοινωνοί θα θαυμάζουμε ένα ζευγάρι πουλιών, καρδινάλιων με τα εξωτικά φτερά και τα υπέροχα χρώματα, λίγο πιο εκεί, ένα ηφαίστειο θα ξεσπάει, θα «θρυμματίζει το νερό… σε μορφή πυρηνικού μανιταριού» κι οι άνθρωποι ανήμποροι στην ορμή της φύσης, θα «μαζεύουνε κουφάρια», θα «μετράνε αγνοούμενους», θα «υπολογίζουν σε δολάρια τις υλικές ζημιές», θα «αλλάζουνε τους χάρτες» και θα «συνεχίζουν τη ζωή τους/ ως την επόμενη Αποκάλυψη».
Ωστόσο, την καταστροφή θα διαδεχτεί η δημιουργία και η ποιήτρια θα σταθεί με ευλάβεια μπροστά σε έργα τέχνης σαν τους ποδηλάτες του Αλέκου Φασιανού που έχει τη δύναμη να αναδεικνύει το «λαμπρό φως το ελληνικό/ να τα δοξάζει όλα».
Δίπλα στον τίτλο του κάθε ποιήματος, υπάρχει η ημερομηνία έμπνευσής του. Οι ημερομηνίες είναι από τα χρόνια της πανδημίας, όπου ο εγκλεισμός έδωσε αφορμή για ενδοσκόπηση. Ξεκάθαρη αναφορά στην πανδημία γίνεται στο ποίημα «μεταλλάξεις», που κλείνει με μια αλήθεια διατυπωμένη με εξαιρετική λιτότητα και ακρίβεια, ότι «ο ιός/ αργά και σταθερά μας μεταλλάσσει».
Η οικολογική ευαισθησία είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο με ξεχωριστή την εικόνα του πληγωμένου φαλαινοδέλφινου. Κι ενώ το ενδιαφέρον των ανθρώπων να το περιθάλψουν ηχεί αρχικά αισιόδοξα, στο κλείσιμο γίνεται η απόλυτη μεταστροφή, μέσα από λίγες λέξεις που εκθέτουν τη μελανή αλήθεια: Την κατ’ εξακολούθηση αδιαφορία και σκληρότητά μας απέναντι στη φύση.
Η ικανότητα της Φωτεινής Χρηστίδου να μεταπηδάει από εικόνα σε εικόνα, από έννοια σε έννοια, από μήνυμα σε μήνυμα, είναι αξιοσημείωτη. Υπάρχει μια αλληλουχία ανάμεσα στα ποιήματα, ενώ το καθένα προετοιμάζει τον χώρο γι’ αυτό που θ’ ακολουθήσει. Έτσι, ακόμα και μέσα στο απίστευτο έρεβος της καταστροφής της φύσης, ένας μοναχικός άνθρωπος βρίσκει παρηγοριά, φέρνοντας την ίδια τη φύση μέσα στο σπίτι, με ένα μπουκέτο από νεαρές τουλίπες αγορασμένες από το σουπερμάρκετ.
Η ποιήτρια πονάει με τραγικά συμβάντα της επικαιρότητας που δίνουν έναυσμα για γραφή. Η δολοφονία του Άλκη, οι πνιγμένοι στο Αιγαίο κι ο πόλεμος στην Ουκρανία γίνονται πηγές έμπνευσης.
Η τραγωδία του πολέμου βιώνεται σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ζωής και θανάτου. Ο πόνος για τους ανθρώπους που υποφέρουν σωματοποιείται, μετατρέπεται σε αληθινό βίωμα μέσα απ’ το όνειρο. Το βάρος της μικροαστικής «ασφάλειας» αβάσταχτο. Σαν δείγμα εξιλέωσης είναι η δέηση της ποιήτριας για ανέφελο ουρανό. Κι όπως υψώνεται το βλέμμα, ξεχωρίζει η μορφή του Αντώνη Συκάρη ορειβάτη των Ιμαλαϊων που «γοητευμένος από την άγρια ομορφιά και το απροσπέλαστό τους» πέθανε μια μέρα του Απρίλη το 2022.
Το βλέμμα ωστόσο που ατενίζει τα σύννεφα δεν αργεί να πέσει στο χώμα. Οι ελάχιστες στιγμές λάμψης χάνονται μέσα στο πλήθος των κακών από το κουτί της Πανδώρας, τη Λερναία Ύδρα αναστημένη και «τον Ασκό του Αιόλου διάτρητο».
Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, καθώς ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος θα μας αφήσει μια γλυκιά γεύση από τα μελωμένα σύκα με τα στάχυα «παραδομένα στο μελτέμι». Είναι Αύγουστος με τις αισθήσεις στο αποκορύφωμα. Με την ευχή ο μήνας αυτός να είναι «γητευτής/αυτών των δύσκολων καιρών./Για την ψυχή μας βάλσαμο/για τη ζωή ασπίδα», θα κλείσουν οι «κοινοί τόποι» της συλλογής, για να δώσουν χώρο στις «Εσωτερικές διαδρομές», τις γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, όπου η ενδοσκόπηση είναι κυρίαρχη.
Στο δεύτερο μέρος η ποιήτρια εκκινεί από τη σιωπή. Αναρωτιέται για το χρώμα, τη γεύση, τον ήχο και το άγγιγμά της. Η εμπλοκή των αισθήσεων που αναδεικνύεται και στην έναρξη του πρώτου μέρους, υπάρχει κι εδώ, περνώντας από τη γεύση στην ακοή και καταλήγοντας στην αφή. Στην αναζήτηση του απόλυτου βιώματος.
Η Φωτεινή Χρηστίδου παρέα με τη μνήμη, σε κλειστό χώρο, κάνει τον απολογισμό της. Επιστρατεύει το ψυχικό της σθένος και παραδέχεται τα λάθη της: «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα», ομολογεί και η ομολογία είναι επώδυνη. Αντιμέτωπη με τα στοιχειά της, δεν μένει στο αυστηρά προσωπικό, περνάει στο συλλογικό, θίγοντας θέματα όπως η μοναξιά, ο έρωτας, ο φόβος του θανάτου κι όλο αυτό γίνεται μέσα από συμβολισμούς, ηχηρές εικόνες που συνομιλούν με σκηνές από την αρχαία τραγωδία. Έτσι, μέσα στη νύχτα τη γεμάτη αγωνία, ένας από μηχανής θεός «καβαλάρης των μεγάλων κυβικών», θα «καλμάρει σπλαχνικά την αγωνία» της «σπιντάροντας ηδονικά με τ’ άλογά του/πάνω στο διψασμένο οδόστρωμα».
Τα ποιήματα περνούν από τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις σε ύφος χαμηλόφωνο, στην φιλοσοφική αποτύπωση, κρατώντας υψηλά το επίπεδο του στοχασμού. Στο ποίημα «Ιχνηλασία», μέσα σε πέντε στίχους, θα εκφραστεί ολόκληρη η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην επώδυνη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ύπαρξης. Θα γράψει: «Η οριοθετημένη αντίληψη/της πεπερασμένης μου ύπαρξης/ιχνηλατεί τον χρόνο/όπως κυλάει στους μαιάνδρους/της ζωής και της σκέψης μου».
Και η πλοήγηση θα συνεχιστεί περνώντας από ανθρώπινες καταστάσεις ανημποριάς, προσμονής, έρωτα, ονείρου, απουσίας. Κι όλα, όσο φθαρτά κι αν ηχούν, με την αίσθηση της ματαιότητας στο προσκήνιο, αφήνουν χώρο και για φωτεινά σημεία, με στιγμές πτήσεων, απελευθέρωσης από τα βαρίδια της ζωής, έστω και σε κατάσταση ονείρου. Ενός τόσο αληθινού ονείρου, που όταν ξυπνάμε νιώθουμε τον φρέσκο αέρα να μας χτυπά το πρόσωπο.
Καθώς τα συναισθήματα σωματοποιούνται, είτε χαϊδεύουν, είτε ανοίγουν πληγές: «Φαρμακερό λεπίδι η απουσία» θ’ αναφωνήσει η ποιήτρια. Και μέσα στην ενδοσκόπηση, ενώ η ιδέα του έρωτα υποβόσκει στα μικρά και αθέατα της ζωής, εμφανίζονται δυο αμιγώς ερωτικά ποιήματα που ανεβάζουν τη θερμοκρασία και προοιωνίζουν τον ερχομό της άνοιξης. Ωστόσο, η ενσυναίσθηση δεν θα αφήσει την ποιήτρια να χαρεί και να ξεχαστεί, γιατί αυτή η άνοιξη θα ματώσει με τον πόλεμο. Το τραύμα πάντα εκεί. Επανέρχεται. Είτε προσωπικό, είτε ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Και καθώς οδεύουμε προς το τέλος, απογειωνόμαστε ακολουθώντας τις πτήσεις των γλάρων και των ερωδιών σε ένα μαγευτικό, γαλήνιο τοπίο στο Μέιν με την αίσθηση της ελευθερίας να μας κατακλύζει ξανά. Αυτό το πέταγμα στέκει σαν αντίδοτο στη μαυρίλα του σύγχρονου πολιτισμού. Και η σκέψη μας πηγαίνει σε εκείνους τους στίχους του Λειβαδίτη, που η ποιήτρια έχει επιλέξει σκόπιμα να βάλει ως προμετωπίδα της συλλογής:
«Κι ίσως, για να βγάλεις φτερά, φτάνει ν’ ακουμπήσεις σ’ έναν τοίχο και να σκεφτείς πόσο λίγο θα ζήσεις-έτσι αρχίσαν τα πουλιά…».
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Η πέτρα και το ελιξήριο», η ποιήτρια θα παρομοιάσει την ύπαρξή μας με πέτρα που δεν μπορεί «ούτε να πεθάνει, ούτε να χαθεί», ακολουθώντας μια ρήση του Φώκνερ. Και θα συμπληρώσει η ίδια: «Μπορεί ωστόσο να κοπεί,/να διαβρωθεί, να λαξευτεί,/να μεταμορφωθεί./Η πρόκληση όμως/της αθανασίας παραμένει».
Συνολικά, η Φωτεινή Χρηστίδου, μέσα από το πρώτο της εκδοτικό πόνημα, παραδίδει μια σειρά άρτιων, εύληπτων και πολυεπίπεδων ποιημάτων που μας καλούν σε διαδρομές αυτογνωσίας.