Το βιβλίο Από βροχή σε βροχή της Χριστίνας Καραντώνη (εκδ. Το Ροδακιό, 2021), περιέχει 42 ποιήματα που αλληλεπιδρούν με 42 ασπρόμαυρες φωτογραφίες συνθέτοντας ένα ενιαίο έργο εικόνας και λόγου. Θέμα η βροχή σε διάφορες εκφάνσεις: Η ζωογόνος βροχή, η βροχή της κάθαρσης, της ενότητας, της ελπίδας. Οι εικόνες λειτουργούν ως πηγές έμπνευσης, ή χρησιμοποιούνται για να αποκωδικοποιήσουν νοήματα και να υπογραμμίσουν μηνύματα εντείνοντας τη βίωση του ποιητικού λόγου.
Το έργο αποτελείται από πέντε μέρη. Στο πρώτο μέρος οι φωτογραφίες περιέχουν μορφές και αντικείμενα ακαθόριστα και ρευστά. Η βροχή έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τις βεβαιότητες, να τις διαβρώνει, καταδεικνύοντας το εφήμερο της ύπαρξης. Η γη, σαν ανθρώπινο σώμα, αγκαλιάζει το νερό στις πολλαπλές μορφές του και τα υγρά τοπία της μνήμης ενώνονται για να γκρεμίσουν σταθερά οικοδομήματα: «Υδαρή τα τοπία της μνήμης / με τα περιγράμματα του ενός εντός να / εισχωρούν του άλλου // Έως αλώσεως διαβρώνουν αποκλεισμούς / την ανελαστικότητα των βεβαιοτήτων πως έτσι».
Στο δεύτερο μέρος τα αντικείμενα χάνουν τη ρευστότητά τους και αποκτούν συγκεκριμένη μορφή. Στην πλειοψηφία τους τα φωτογραφικά αποτυπώματα εδώ, απεικονίζουν τοπία μετά από βροχόπτωση. Η βροχή μεταμορφώνει το σώμα της γης, λιμνάζει και γίνεται καθρέφτης, ενώ η έλλειψή της φέρνει βάσανα και πόνο: « Όταν η ανομβρία έγδερνε τη γη / αναπνοή σού στέγνωνε και τα μάτια // Τράβαγαν τότε οι ουλές / στο χορό σ’ έσερναν βροχής δια της βίας / άθλιο κουρελή / επαίτη ικέτη».
Καθώς περιδιαβαίνουμε το δεύτερο μέρος, εγείρονται φιλοσοφικά ερωτήματα και σκέψεις που αφορούν τον χρόνο, τη μεταβλητότητα και τη μηδαμινότητα του ανθρώπου. Η φύση είναι σοφή και άσχετα από την οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση, βρίσκει μόνη της τον δρόμο: «Απορροή την απορροή έπαψε / απειλή να αποτελεί η στάθμη / Είχε εξάλλου την αμπώτιδα να / προσδοκά η πλημμυρίς». Η σχέση της γης με το νερό, προσομοιάζοντας στη σχέση της ύπαρξής μας με τη ζωή, τη μοίρα, το πεπρωμένο, είναι σαν ερωτικό παιχνίδι. Διαμορφώνει και νοηματοδοτεί: «Υδροσυλλέκτης το δέρμα / της υγρασίας μετάγγιζε τη δωρεά στην αφή / το σχήμα αμετάβλητο να κρατά των χεριών // την εγγύς μυρωδιά των σωμάτων».
Η τάση για αρμονία και ισορροπία, είναι εμφανής σε ολόκληρο το έργο. Η ποιήτρια και φωτογράφος Χριστίνα Καραντώνη υποδηλώνει ότι ντρέπεται για τον ανταγωνισμό της «πολιτισμένης» κοινωνίας μας, που δεν συνάδει με τους νόμους της φύσης. Ενδεικτικά, σε μια φωτογραφία απεικονίζεται ένα γήπεδο βόλλεϊ με το δίχτυ πάνω από νερά που λιμνάζουν. Η φωτογραφία αυτή συνομιλεί με το ποίημα: «επί ισχυρών των διαχωρισμών / το δίχτυ όταν ανασφαλείας / αναγόρευση απαιτούσε νικητή / με το πρώτο που ερχόταν / καρφί έπεφτε / σε ακινησίας τρεπόσουν φυγή / ‒ ντρεπόσουν».
Στο τρίτο μέρος αποτυπώνονται άνθρωποι με ομπρέλες, ενώ τα ποιήματα αντίστοιχα υπογραμμίζουν ποικίλες οπτικές απέναντι στη ζωή και στην επιβίωση. Η βροχή εδώ απειλεί και οι άνθρωποι αναζητούν προστασία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, οι άμυνες του κάθε ανθρώπου, τα διαφορετικά επίπεδα αγωνιστικότητας και απαντοχής, παρουσιάζονται σε χαμηλόφωνο, ευαίσθητο ύφος. Ενδεικτικά, σε μια φωτογραφία φαίνεται μια ομάδα ανθρώπων που περπατούν, ενώ αρχίζει να βρέχει. Άλλοι έχουν ανοίξει ομπρέλες, άλλοι όχι. Η φωτογραφία αλληλεπιδρά με το ποίημα: «Με ό,τι έχει / αντέχει / πορεύεται καθείς // Οι πλέον αμελείς ακάλυπτοι / Ασκεπείς / Σχεδόν θαρραλέοι». Ωστόσο, στη συνέχεια, υπογραμμίζεται η αναπόφευκτη κατάληξη, η φθορά, άσχετα από τα κατορθώματά μας στον σύγχρονο κόσμο: «Πισώπλατα χτυπούσε η φθορά / Λόγχιζε όνειρο / Νερά αποταμίευε για τέλμα […]».
Στο τέταρτο μέρος η δημιουργός μάς μεταφέρει σε κλειστό χώρο ενώ έξω βρέχει. Η αποτύπωση της στιγμής που οι σταγόνες πέφτουν στο τζάμι μας ενώ παρατηρούμε τη φύση, μας μεταδίδουν την ιδέα της σύζευξης και της ενότητας: «Κλαριά και να σμίγουν / να μεταγγίζουν την απαντοχή // Έτσι και τα κορμάκια / δένουν και δένονται / Στις καταιγίδες / Κορμοί». Και κοινωνώντας το βίωμα της δημιουργού, σταδιακά παρασυρόμαστε σε μιαν αίσθηση μελαγχολίας και κόπωσης: « […] Φέτος αντί αμυγδαλιές / αμυγδαλές είπαν θ’ ανθίσουν // ‒ δίφθογγοι βραχνές».
Το έργο της καλλιτέχνιδας του λόγου και της εικόνας οδεύοντας προς το τέλος, γεμίζει νότες αισιοδοξίας, με το πέμπτο και τελευταίο μέρος να περιέχει καλοκαιρινά αποτυπώματα παιδιών που παίζουν με το νερό. Τα παιδιά αφήνονται στη λυτρωτική επίδραση του νερού, ρίχνονται στη ζωή και περπατούν με πέλματα γυμνά στη λάσπη. Και αφότου κλείσουμε το βιβλίο, θα κρατάμε για πολύ ακόμα εκείνο το καθαρό βλέμμα από το τελευταίο ποίημα που αναζητάει το φως, τη γνώση, την ομορφιά, τον γαλανό ουρανό, υπογραμμίζοντας το νόημα της ύπαρξής μας: «Στον γνόφο έγνεφες / με τη διαύγεια των ματιών // Βλέμμα γαλανό ουρανού / σταλίδες δεν ποτέ / το θολώνουν».