Οι παραπάνω δύο φράσεις έχουν διασωθεί από τα αρχαία Ελληνικά και έχουν περάσει στη νεοελληνική με την αυτούσια αρχική τους μορφή.
Και κατά πρώτον: « ΄Αμ’ έπος, άμ’ έργον», παροιμιακή φράση, που σημαίνει χωρίς καθυστέρηση, μαζί με τα λόγια και η πράξη. Η πλήρης, μη συντετμημένη μορφή της, όπως απαντά στον Ηρόδοτο, είναι ἅμα (= συγχρόνως) ἔπος (=λόγος) καὶ ἔργον. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος μιλώντας στο τρίτο βιβλίο του για τον Δαρείο, τον βασιλιά των Περσών, ιστορεί ότι ένα βράδυ η ΄Ατοσσα, η γυναίκα του, τον προέτρεψε να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας. Ο Δαρείος συμφώνησε λέγοντας πως είναι καλύτερο να στείλουν πρώτα κατασκόπους στην Ελλάδα μαζί με τον ΄Ελληνα γιατρό Δημοκήδη1 για να συλλέξουν πληροφορίες και κατόπιν να στραφεί εναντίον της. Και ο ιστορικός συνεχίζει (Βιβλ. ΙΙΙ, 135):
Ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε.
Σε μετάφραση
Αυτά είπε και μαζί με τα λόγια προχώρησε σε έργα.
Μόλις ξημέρωσε, δηλαδή, κάλεσε δεκαπέντε Πέρσες και τους διέταξε να ακολουθήσουν τον Δημοκήδη και να διατρέξουν τα παραθαλάσσια της Ελλάδας, προσέχοντας να μην το σκάσει ο Δημοκήδης, αλλά να τον φέρουν πίσω. (Η κατασκοπευτική ομάδα των Περσών με οδηγό τον τελευταίο και με εξοπλισμένες δύο τριήρεις και ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο πέρασε από πολλές ελληνικές παράλιες πόλεις και κατέληξε στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας. Εκεί ο βασιλιάς των Ταραντίνων βοήθησε τον Δημοκήδη να δραπετεύσει και να πάει στον Κρότωνα όπου ζούσε η οικογένειά του).
Τη φράση «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» (= δεν μπορείς να πάρεις από εκείνον που δεν έχει ) τη συναντούμε σε έναν σπαρταριστό Νεκρικό Διάλογο του Λουκιανού ανάμεσα στον Χάρωνα2 και τον Μένιππο.3 Ο Μένιππος πέθανε και ο Χάρων τον διαπεραίωσε στην όχθη των νεκρών, χωρίς ωστόσο να εισπράττει την οφειλόμενη αμοιβή. Ας δούμε το απόσπασμα με τη φράση που μας ενδιαφέρει, απόσπασμα με το οποίο αρχίζει ο διάλογος:
ΧΑΡ. Ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
ΜΕΝ. Βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον.
ΧΑΡ. Ἀπόδος, φημί, ἀνθ’ ὧν σε διεπορθμεύσαμεν.
ΜΕΝ. Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.
Σε μετάφραση
ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου, καταραμένε, τον ναύλο!
ΜΕΝ. Φώναζε, Χάρωνα, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.
ΧΑΡ. Πλήρωσέ με, σου λέω, εφόσον σε πέρασα απέναντι!
ΜΕΝ. Δεν γίνεται να πάρεις από αυτόν που δεν έχει.
Ο Χάρων πιέζει τον Μένιππο να τον πληρώσει, εκτοξεύουν απειλές ο ένας κατά του άλλου, ο φιλόσοφος παραπέμπει τον περαματάρη για την είσπραξη του ναύλου στον Ερμή4 ο οποίος τον έφερε και τον παρέδωσε σ’ εκείνον, ο θεός απ’ την πλευρά του μονολογεί: « Α, μά τον Δία, άνοιξε η τύχη μου αν πρόκειται να πληρώνω και τα ναύλα των πεθαμένων(!)», και ο ξεκαρδιστικός διάλογος συνεχίζεται ⸺ παραθέτουμε κάποια ακόμη χαρακτηριστικά σημεία του σε μετάφραση:
[…]
ΧΑΡ. Ελόγου σου δεν ήξερες πως έπρεπε να μεταφερθείς;
ΜΕΝ. Το ’ξερα μεν, δεν είχα δε. Και τι; ΄Επρεπε γι’ αυτό
να μην πεθάνω;
ΧΑΡ. Μόνο λοιπόν εσύ θα κοκορεύεσαι πως τσάμπα
έχεις περάσει το ποτάμι;
ΜΕΝ. Όχι και τζάμπα, αγαπητέ μου! Γιατί και νερά έβγαλα,
και βοήθησα τραβώντας κουπί, και ήμουνα ο μόνος
από τους άλλους επιβάτες που δεν έκλαιγα.
Από τα λόγια όμως του Μένιππου δεν ιδρώνει το αυτί τού Χάρωνα, που μάταια επιμένει να ζητάει τον οβολό του, οπότε αγανακτισμένος απευθύνεται στον Ερμή και τού λέει:
ΧΑΡ. Από πού μάς κουβάλησες τούτονε το σκύλο,5 Ερμή;!
Και τι δεν έλεγε το στόμα του καθώς πλέαμε, περιγελώντας όλους
τους επιβάτες και κοροϊδεύοντάς τους και τραγουδώντας
μονάχα αυτός, ενώ εκείνοι οδύρονταν!
Και τότε μαθαίνει από τον θεό ότι πρόκειται για τον Μένιππο, «έναν πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο, που δεν νοιάζεται για τίποτε». Και ο διάλογος τελειώνει με τον οργισμένο Χάρωνα να εκτοξεύει προς τον Μένιππο την απειλή:
ΧΑΡ. Ε, μωρέ, έτσι και σε πιάσω καμιά φορά ⸺
και τον Μένιππο να του δίνει την παιγνιώδη και φιλοσοφημένη απάντηση:
ΜΕΝ. ΄Αα αν με πιάσεις, αγαπητέ μου· όμως δεν γίνεται
να με πιάσεις δυο φορές.6