Σε προηγούμενο κείμενό μας1 παρουσιάσαμε τον Αλκίφρονα, έναν επιστολογράφο του 2ου αι. μ. Χ., και το έργο του. Στην παρούσα στήλη παραθέτουμε μεταφρασμένη μία από τις Αλιευτικές Επιστολές του, με τη χαρακτηριστική παραστατικότητα του συγγραφέα στην απόδοση μορφών της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής της αρχαίας Αθήνας.
Η Πανόπη προς τον Ευθύβολο
Με παντρεύτηκες, Ευθύβολε, εμένα που ούτε καμιά γυναίκα παραπεταμένη ήμουνα ούτε καμιά ασήμαντη, αλλά έχω γεννηθεί από άρχοντα πατέρα κι από αρχόντισσα μητέρα. Πατέρας μου ήταν ο Σωσθένης από τη Στειριά και μητέρα μου η Δαμοφίλη, που με πάντρεψαν μαζί σου ως κληρονόμο τους και ως νόμιμη σύζυγό σου για την απόκτηση γνήσιων παιδιών. Εσύ, όμως, που εύκολα παίζει το μάτι σου κι είσαι παραδομένος σε κάθε λογής απόλαυση της σάρκας, μας ατίμασες, εμένανε και τα παιδιά που ’χουμε μαζί, τη Γαλήνη και τον Θαλασσίωνα, κι έχεις πιάσει έρωτα με τη μέτοικο2 Ερμιονίδα, που για κακό των ερωτευμένων τη δέχτηκε ο Πειραιάς. Γιατί μπροστά στην πόρτα της έρχονται γλεντοκόποι οι νιοι που μένουνε κατά θάλασσα μεριά και κάνουνε καντάδα, κι ένα δώρο τής φέρνει ο ένας, κι άλλο δώρο ο άλλος. Κι αυτή τα δέχεται και τα ξεκοκαλίζει σαν τη Χάρυβδη. Όμως ελόγου σου ξεπερνάς τα δώρα που προσφέρει ένας ψαράς και δεν της πηγαίνεις ούτε θες να της δίνεις τίποτε μένουλες ή μπαρμπούνια, αλλά, έχοντας τα χρονάκια σου και ζώντας εδώ και πολύ καιρό με γυναίκα και όντας πατέρας παιδιών, ε, όχι και πολύ μικρών, καθώς θες να παραγκωνίσεις τους αντεραστές σου, της στέλνεις φιλέδες3 απ’ τη Μίλητο και πανωφόρι απ’ τη Σικελία, και από πάνω και χρυσά νομίσματα. ΄Η σταμάτα να κοκορεύεσαι και τραβήξου απ’ τη λαγνεία και τη γυναικομανία ή, ξέρε το, θα φύγω και θα πάω στον πατέρα μου, που και εμένα δεν πρόκειται να παραμελήσει, και εσένα θα σε πάει στο δικαστήριο για κακή συμπεριφορά.