Άλλη μία έκφραση κληρονομημένη από τους αρχαίους χρόνους· δηλώνει τη συγκινησιακή φόρτιση του ανθρώπου ‒ από φόβο, θυμό, ταραχή ‒ και τη συναντούμε σε μία κωμωδία του Μένανδρου (342-291/90 π.Χ.),1 του τελευταίου μεγάλου δραματουργού της αρχαιότητας και κύριου εκπροσώπου της Νέας κωμωδίας, τους Επιτρέποντες.
Η λέξη χρῶμα2 αρχικά σήμαινε την ανθρώπινη επιδερμίδα, συνεκδοχικά το χρώμα του δέρματος και κατ’ επέκταση γενικά οιονδήποτε χρώμα.
Τα πρώτα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα ήταν είτε φυτικής είτε ζωικής είτε ορυκτής προέλευσης. Η κλασική, η μεγάλη ελληνική ζωγραφική βασιζόταν σε τέσσερα χρώματα, το λευκό, το μαύρο, το κόκκινο και το κίτρινο, στα οποία προστέθηκαν το μπλε και στα ελληνιστικά χρόνια το πράσινο, το καφέ, το γκρίζο, το μοβ. Αυτά τα τέσσερα βασικά χρώματα θεωρήθηκαν από τους Πυθαγορείους ότι σχετίζονται με τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία της δημιουργίας του κόσμου: τον αέρα, το νερό, τη φωτιά και τη γη.
Ας περάσουμε τώρα στους Επιτρέποντες, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα έργα του Μένανδρου ‒ σώζονται περίπου τα δύο τρίτα της κωμωδίας.
Εξιστορούμε την υπόθεση, καθώς είναι χαρακτηριστικό δείγμα της μενάνδρειας κωμικής πλοκής:3 ΄Ενας νέος, ο Χαρίσιος, παντρεύτηκε και ερωτεύτηκε την Παμφίλη, μια νέα και όμορφη κόρη ενός πλούσιου Αθηναίου, του Σμικρίνη. Αμέσως μετά τον γάμο έφυγε από την Αθήνα, άγνωστο για ποιο λόγο και, όταν γύρισε, έμαθε από τον δούλο του, τον Ονήσιμο, ότι η Παμφίλη είχε στο μεταξύ γεννήσει ένα παιδί ‒ πέντε μήνες μετά τον γάμο τους ‒ που το έδωσε να το εκθέσουν. Συγκλονισμένος εγκατέλειψε το σπίτι όπου είχε εγκατασταθεί με την Παμφίλη και πήγε να μείνει σε έναν φίλο και γείτονά του, τον Χαιρέστρατο. Προσπαθώντας, δε, να απαλύνει τον πόνο του, πήρε κοντά του και μια όμορφη κιθαρίστρια, το Αβρότονο, την οποία όμως, όπως μαθαίνουμε στην εξέλιξη του έργου, δεν άγγιξε.
΄Ετσι έχει η κατάσταση όταν αρχίζει η κωμωδία.
Στην πρώτη, αρκετά ακρωτηριασμένη πράξη του έργου ο Ονήσιμος συζητά με έναν μάγειρα· σκηνή που ακολουθείται από την εμφάνιση του γερο-Σμικρίνη, ο οποίος έρχεται ανήσυχος για την τύχη της προίκας που έδωσε στην κόρη του και θυμωμένος, επειδή έχει ακούσει για τις σπατάλες και τις ασωτίες του γαμπρού του. Και νά, έρχονται δύο δούλοι, ένας βοσκός, ο Δάος, που βρήκε ένα έκθετο στο δάσος, και ένας καρβουνιάρης, ο Συρίσκος, που παρέλαβε από τον Δάο το μωρό για να το μεγαλώσει, και τώρα μαλώνουν ποιος θα κρατήσει τα στολίδια που βρέθηκαν πάνω στο παιδί μαζί με ένα δαχτυλίδι. Ζητούν λοιπόν από τον Σμικρίνη να γίνει ο διαιτητής στη διαφορά που έχουν ‒ είναι οι ἐπιτρέποντες (← ἐπιτρέπω= αναθέτω υπόθεση στη διαιτησία άλλου) του τίτλου του έργου. Το μωρό για το οποίο φιλονικούν είναι το εγγόνι του Σμικρίνη, ο οποίος δεν γνωρίζει ότι η κόρη του είχε γεννήσει και εκθέσει το παιδί της. Η Παμφίλη το είχε συλλάβει στη Βραυρώνα, σε μια νυχτερινή γιορτή προς τιμήν της ΄Αρτεμης, πριν να παντρευτεί τον Χαρίσιο· είχε πάει με τις φίλες της, και μαζί τους είχαν και το Αβρότονο, για να τους παίζει και να τις διασκεδάζει. Εκεί τη βίασε ένας νέος πάνω στο μεθύσι του, και μέσα στο σκοτάδι ούτε εκείνη ξεχώρισε τη μορφή του ούτε και εκείνος τη δική της. Το δαχτυλίδι το τράβηξε από το δάχτυλό του και το άφησε μετά πάνω στο νεογέννητο. Ο Σμικρίνης βγάζει την απόφασή του: να κρατήσει τα αντικείμενα ο Συρίσκος. Τότε βγαίνει από το σπίτι του Χαιρέστρατου ο Ονήσιμος, βλέπει τον Συρίσκο να ελέγχει τα αντικείμενα, αναγνωρίζει το δαχτυλίδι του κυρίου του που το είχε χάσει και το παίρνει για να του το δώσει. Τον προλαβαίνει όμως το Αβρότονο· θυμάται το περιστατικό του βιασμού, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ποια είναι η ατιμασμένη κοπέλα, και συνεννοείται με τον Ονήσιμο να παρουσιαστεί αυτή στον Χαρίσιο με το δαχτυλίδι και να ισχυριστεί ότι είναι η μητέρα τού παιδιού, ελπίζοντας ότι ο τελευταίος θα την αγοράσει από τον αφέντη της και θα της χαρίσει την ελευθερία της. ΄Ετσι και γίνεται. Ο Χαρίσιος πιστεύει ότι το Αβρότονο είναι το κορίτσι που βίασε και επιπλέον μαθαίνει πως από την ένωσή τους γεννήθηκε και ένα παιδί. Το μαθαίνει όμως και ο Σμικρίνης, ο οποίος γίνεται έξω φρενών και αποφασίζει να πάρει την κόρη του και να φύγει. Αλλά παρ’ όλη την πίεσή του, η Παμφίλη αρνείται να αφήσει τον άντρα της. Πάνω στην ώρα έρχεται το Αβρότονο με το μωρό, που έχει πάνω του τα στολίδια, βλέπει την Παμφίλη και την αναγνωρίζει για την κοπέλα που βιάστηκε στη νυχτερινή γιορτή. Μα και η Παμφίλη αναγνωρίζει το παιδί της και μαθαίνει από το Αβρότονο ότι πατέρας του παιδιού, άρα και βιαστής της, είναι ο άντρας της, ο Χαρίσιος! Οι δύο γυναίκες φεύγουν και τις διαδέχεται στη σκηνή ο Ονήσιμος, ο οποίος, απευθυνόμενος στους θεατές, τους μιλάει φοβισμένος για την ψυχική δοκιμασία του αφεντικού του· είναι σε παράκρουση, καθώς από τη μια πιστεύει πως είναι πατέρας εξώγαμου παιδιού από την κιθαρίστρια και, από την άλλη, έχει κρυφακούσει τη συζήτηση της Παμφίλης με τον πατέρα της και την αμετάθετη απόφασή της να μείνει κοντά στον άντρα της. Αποτέλεσμα, πνίγεται από ενοχές που δεν συγχώρεσε τη γυναίκα του για το ατύχημά της, όταν και ο ίδιος δεν υπήρξε άμεμπτος και έχει περιπέσει σε παρόμοιο σφάλμα.
Το παράθεμα που ακολουθεί είναι από την αρχή του μονολόγου του Ονήσιμου (στ. 558-571):
ΟΝΗΣΙΜΟΣ
ὑπομαίνεθ’ οὗτος, νὴ τὸν Ἀπόλλω, μαίνεται,
μεμάνητ’ ἀληθῶς, μαίνεται, νὴ τοὺς θεούς·
τὸν δεσπότην λέγω,Χαρίσιον. χολὴ
μέλαινα προσπέπτωκεν ἢ τοιοῦτό τι·
τι γὰρ ἄν τις εἰκάσειεν ἄλλο γεγονέναι;
πρὸς ταῖς θύραις γὰρ ἔνδον ἀρτίως πολὺν
χρόνον διακύπτων ἐνδιέτριψ’ ἀκροώμενος.
ὁ πατὴρ δὲ τῆς νύμφης τι περὶ τοῦ πράγματος
ἐλάλει πρὸς ἐκείνην, ὡς ἔοιχ’, ὁ δ’ οἷα μὲν
ἤλαττε χρώματ’, ἄνδρες, οὐδ’ εἰπεῖν καλόν.
«ὦ γλυκυτάτη» δὲ «τῶν λόγων οἵους λέγεις»
ἀνέκραγε τὴν κεφαλὴν τ’ ἀνεπάταξε σφόδρα
αὑτοῦ. πάλιν δὲ διαλιπών· «οἵαν λαβὼν
γυναῖχ’ ὁ μέλεος ἠτύχηκα.[…]
Σε μετάφραση
Α, τα ’χει ψιλοχάσει, μά τον Απόλλωνα, ελόγου του,
δεν είναι στα καλά του, του ’χει πραγματικά σαλέψει,
είναι τρελός, μά τους θεούς!
Τ’ αφεντικό μου, τον Χαρίσιο, εννοώ.
Μαύρη χολή4 τον βάρεσε ή πάντως κάτι τέτοιο·
γιατί τι άλλο δα κάποιος να υποθέσει πως συμβαίνει;
Αφού πριν από λίγο σκυμμένος πίσω από την πόρτα
ώρα πολλή παρέμεινε αυτί έχοντας στήσει.
Καταπώς φαίνεται, της νεαρής γυναίκας ο πατέρας
κάτι σ’ εκείνη συνεχώς τής έλεγε για την υπόθεσή τους,
και τούτος πόσα χρώματ’, άνδρες, άλλαξε δεν είναι να το λες.
«΄Αχου, γλυκιά μου εσύ, τι λόγια λες», ξεφώνισε
και δυνατά χτύπησε το κεφάλι του.
Και πάλι ύστερ’ από λίγο: « Μα τι γυναίκα πήρα
ο καψερός εγώ, κι όμως τύχη καλή δεν βρήκα!» […]
Οι τύψεις δεν θα βασανίσουν για πολύ τον Χαρίσιο. Θα μάθει την αλήθεια από το Αβρότονο και η κωμωδία θα έχει αίσιο τέλος: Το ζευγάρι συμφιλιώνεται, ο Χαρίσιος ελευθερώνει το Αβρότονο αγοράζοντάς την από εκείνον που την εξουσιάζει, και ο Σμικρίνης μαθαίνει τα ευχάριστα νέα από τον Ονήσιμο.
Σημειώσεις
1) Για τον Μένανδρο βλ. κείμενό μας με θέμα τη φράση « επ’ αυτοφώρω» (13/10/’17).
2)Παράγεται από το ρήμα χρώζω ή χρώννυμι, που έχει την έννοια τού αγγίζω την επιφάνεια κάποιου πράγματος, χρωματίζω, μολύνω, και δημιουργήθηκε από το ουσιαστικό χρώς, (ὁ) – χρωτός, (ομόρριζα: χρῶσις-χρώση, χρωστήρ – χρωστήρας, χρωστικός), το οποίο σημαίνει την επιφάνεια κάθε σώματος, κυρίως του ανθρώπινου, το δέρμα, αλλά και το χρώμα της επιδερμίδας.
3) Πρωταγωνιστές στις κωμωδίες του Μένανδρου είναι οι απλοί, κοινοί άνθρωποι με τα προβλήματα, τα ελαττώματα, τα σφάλματά τους· αστοί και χωριάτες, γκρινιάρηδες και στενοκέφαλοι γέροι, επιπόλαιοι νέοι, τίμια αποπλανημένα κορίτσια, απατεώνες, μαστροποί, αρπακτικές εταίρες, πονηροί δούλοι. Οι υποθέσεις των έργων δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Επαναλαμβάνεται ένας αριθμός στερεότυπων μοτίβων, όπως χαμένα μέλη οικογενειών, τσακωμοί ανάμεσα σε αντρόγυνο ή παιδιών με τους γονείς, βιασμοί παρθένων, έκθεση βρεφών, αναγνωρίσεις με σημάδια διάφορα αντικείμενα. Κεντρικός άξονας όλων των θεμάτων είναι πάντα ο έρωτας που εμποδίζεται από δυσκολίες και παρεξηγήσεις, για να βρει στο τέλος ευτυχισμένη κατάληξη.
4) Κατά τον Ιπποκράτη η κίτρινη και η μαύρη χολή αποτελούν μαζί με το αίμα και το φλέγμα τους τέσσερις χυμούς του σώματος. ΄Όταν επικρατεί η κίτρινη, προκαλεί διάρροιες, πυρετούς κ. ά. Η μαύρη χολή ευθύνεται για τις ψυχασθένειες.