Περί τζιτζικιών και μυρμηγκιών συνέχεια.
Τσουπ, να ’μαι πάλι εγώ, η αφεντιά μου η αρχαία, να τρέχω αυτή τη φορά πίσω από δύο μεταμορφωμένα όντα, τα τζιτζίκια της Μάρθας (Χριστοφόγλου) και τα μυρμήγκια της Λίζας (Διονυσιάδου).
Και πρώτα, ο λόγος για τους τέττιγες1 με το τρυφερό επιτύμβιο επίγραμμα της Ανύτης.2
Για την ακρίδα, των χωραφιών τ’ αηδόνι,
και το τζιτζίκι που μες στα δέντρα στήνει τη φωλιά
κοινό έφτιαξε τάφο η Μυρώ,
κι από τα μάτια της στάξανε δάκρυα παρθενικά.
Γιατί τα δυο λαλήματα, τα δυο της τα παιχνίδια,
ο ΄Αδης τ’ άρπαξε ο ανένδοτος και έφυγε μακριά.
Μέρος Β΄. Περί μυρμήκων.
Ησιόδου απόσπασμα 205.
[…]
κι εκείνη,3 όταν έμειν’ έγκυος, τον Αιακό4 γέννησε τον αρματομάχο.
Όμως αυτός, σαν έφτασε στο άνθος της πολυπόθητης της νιότης,
λυπόταν γιατί ήταν μόνος του· και ο πατέρας των ανθρώπων και θεών
όσα μυρμήγκια στο νησί με τις πολλές τις χάρες βρίσκονταν
τα ’κανε άντρες και βαθύζωνες γυναίκες.
Κι εκείνοι πρώτοι τα καράβια με τα καμπύλα άκρα φτιάξανε
ενώνοντας με πάγκους τα πλευρά τους
και πρώτοι βάλανε πανιά, φτερά στα ποντοπόρα πλοία.
Σεβασμός λοιπόν στα τζιτζίκια, αλλά και στα φοβερά μυρμήγκια της αγαπημένης σου Αίγινας, Λίζα, γιατί, όπως είδαμε, αμφότερα έχουν ιερό γονιδίωμα!
1) Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Τιθωνός ήταν ένας όμορφος Τρωαδίτης, γιος του Λαομέδοντα και αδελφός του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου, τον οποίο ερωτεύτηκε η θεά Ηώς, τον απήγαγε και τον μετέφερε στην Αιθιοπία, όπου απέκτησαν δύο γιους. Η θεά, θέλοντας να τον κρατήσει αιώνια κοντά της, παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αλλά ξέχασε να του ζητήσει να τον αφήσει για πάντα νέο. ΄Ετσι, ο Τιθωνός γέρασε, η ομορφιά του χάθηκε, και η Ηώς έπαψε να πηγαίνει στο κρεβάτι του. Ωστόσο εξακολούθησε να τον φροντίζει. ΄Όταν ο ήρωας έγινε πια ανήμπορος, μα δεν μπορούσε και να πεθάνει, η θεά τον έκλεισε μέσα σ’ έναν θάλαμο. Εκεί αυτός αποσαρκώθηκε σιγά σιγά και ζάρωσε, ώσπου μεταμορφώθηκε σε τζιτζίκι. Κατά μία άλλη εκδοχή, τον μεταμόρφωσαν οι θεοί ή η ίδια η Ηώς, για να ακούει έστω τη φωνή του. Στον Φαίδρο του Πλάτωνα ο Σωκράτης διηγείται έναν άλλο μύθο για τα τζιτζίκια· ότι κάποτε ήταν άνθρωποι που, όταν οι Μούσες φανέρωσαν στον κόσμο το τραγούδι, τόσο ξετρελάθηκαν από χαρά, ώστε τραγουδώντας ξέχασαν και να τρώνε και να πίνουν και έτσι πέθαναν χωρίς να το καταλάβουν. Από αυτούς τους ανθρώπους βγήκαν κατόπιν τα τζιτζίκια, που έλαβαν από τις Μούσες το δώρο να τραγουδούν από τη στιγμή που θα γεννηθούν, μέχρι να πεθάνουν.
Αφήνοντας τον χώρο του μύθου, γνωρίζουμε ότι τα τζιτζίκια τα έτρωγαν οι ΄Ελληνες ως ορεκτικά, στην δε Αθήνα, πριν από τα χρόνια του Σόλωνα, οι γέροντες αριστοκράτες φορούσαν χρυσούς τέττιγες ως σύμβολο ότι ήταν αυτόχθονες ( οι Αθηναίοι υπερηφανεύονταν για την αυτοχθονία τους, υποστηρίζοντας πως ήταν απόγονοι του Κέκροπα που τον είχε γεννήσει η γη τους). Επρόκειτο για χρυσές περόνες ή καρφίδες που στη μία άκρη τους είχαν ως κόσμημα έναν τέττιγα, με τις οποίες συγκρατούσαν τα μαλλιά τους που συνήθιζαν να σηκώνουν πλεγμένα στην κορυφή του κεφαλιού σε ένα είδος κότσου. Την αυτοχθονία τη συμβόλιζαν με το τζιτζίκι, γιατί πίστευαν πως αυτό γεννιέται από τη γη ‒ έτσι θα εξηγούσαν το στάδιο της ζωής του εντόμου που είχαν παρατηρήσει, στάδιο στο οποίο αναφέρεται και η Μ. Χ., όταν δηλαδή οι προνύμφες βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους. (Το θηλυκό γεννά τα αυγά του μέσα σε σχισμές, στα κλαδιά των δέντρων, επωάζονται εκεί, βγαίνουν οι προνύμφες και πέφτουν στο έδαφος, το οποίο σκάβουν και μπαίνουν μέσα σ’ αυτό. Μετά από κάποια περίοδο που η διάρκειά της ποικίλλει και εξαρτάται από την ποσότητα τροφής που παίρνουν, σκάβουν και πάλι το χώμα και βγαίνουν στην επιφάνεια).
2) Η Ανύτη ήταν εξαιρετική ποιήτρια από την Τεγέα της Αρκαδίας, που έζησε γύρω στο 300 π. Χ. Η φήμη της στην αρχαιότητα επιβεβαιώνεται από την επονομασία «θηλυκός Όμηρος» που της έδωσε ένας κατοπινός ομότεχνός της, ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επιγράμματά της, τα οποία διακρίνονται για τη χάρη, τη λεπτότητα των περιγραφών και την τρυφερότητα των συναισθημάτων. Η Ανύτη συνέθεσε, πρώτη αυτή, επιτύμβια επιγράμματα ζώων και ακολουθήθηκε από πληθώρα μιμητών.
3) Εννοείται η Αίγινα, η κόρη του Ασωπού, που την άρπαξε ο Δίας και τη μετέφερε στο νησί που πήρε το όνομά της. Ο μύθος λέει ότι η ΄Ηρα από μίσος για την Αίγινα δηλητηρίασε τα ύδατα του νησιού, με αποτέλεσμα να πεθάνουν όλοι όσοι ήπιαν από αυτά.
4) Ο Αιακός, ο γενάρχης των περίφημων Αιακιδών ‒ παιδιά του ήταν ο Τελαμών, ο πατέρας του Αίαντα, και ο Πηλέας, ο πατέρας του Αχιλλέα ‒ βασίλεψε στην Αίγινα με φρόνηση και δικαιοσύνη. Ο Δίας για χάρη του επανοίκισε το νησί μεταμορφώνοντας τα μυρμήγκια σε ανθρώπους. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της ονομάστηκαν Μυρμιδόνες, οι οποίοι ακολουθώντας αργότερα τον Πηλέα εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. Μετά τον θάνατό του, ο Αιακός για τη μεγάλη του δικαιοσύνη έγινε δικαστής στον Άδη μαζί με τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ.