Η έκφραση αυτή, που συνήθως τη λέμε με το ρήμα κάνω, « κάνω σε κάποιον τον βίο αβίωτο », και σημαίνει πως κάνω τη ζωή κάποιου αφόρητη, δύσκολη, τον ταλαιπωρώ, είναι παροιμία της αρχαιότητας. Εδώ την παρουσιάζουμε σε έναν στίχο από τον Πλοῦτο του Αριστοφάνη.
Για τη ζωή του Αριστοφάνη ( περίπου 445 ‒ 390/380 π.Χ. ), του κορυφαίου εκπροσώπου της αρχαίας αττικής κωμωδίας, ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν, και όσα στοιχεία διαθέτουμε προκύπτουν από το ίδιο του το έργο. Ως νέος πρέπει να έλαβε άρτια αγωγή και μόρφωση. Αυτό καταδεικνύει και η πρώιμη επίδοσή του στα γράμματα ‒ το πρώτο του έργο παραστάθηκε το 427, όταν ο ποιητής ήταν σε ηλικία μόλις 18 ετών ‒ αλλά και η βαθιά γνώση, τόσο της παλαιότερης όσο και της σύγχρονής του λογοτεχνίας, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα δράματά του.
Ο Αριστοφάνης ήταν αριστοκρατικός στην ιδεολογία, συντηρητικός και θερμός υποστηρικτής της ειρήνης. Διαμαρτύρεται με σφοδρότητα κατά του ολέθριου αδελφοκτόνου Πελοποννησιακού πολέμου, που σφραγίζει την εποχή του προξενώντας δεινά στον τόπο του. Δεν είναι όμως μόνο ο πόλεμος που επισύρει την καταδίκη του. Κάθε τρωτό σημείο της αθηναϊκής κοινωνίας προκαλεί τη σάτιρα, τον σαρκασμό, τη χλεύη, την καυστική του ειρωνεία.
Στιγματίζει τις αντιφάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας· βάλλει κατά της αφροσύνης του δήθεν κυρίαρχου λαού, που αφήνεται να τον εξαπατούν οι κόλακες, οι λαοπλάνοι· διακωμωδεί προσωπικότητες συγκαιρινές του, πολιτικούς, στρατιωτικούς, ποιητές, φιλοσόφους· στηλιτεύει τους φαύλους, τους συκοφάντες, τους πολεμοκάπηλους, τους καιροσκόπους, όλους αυτούς που βλάπτουν την αγαπημένη του πόλη· μα και τα ανθρώπινα ελαττώματα γίνονται στόχος της σκωπτικής του πένας· οι ψευτοπαλικαράδες, οι ματαιόδοξοι, οι βλάκες, οι θρασύδειλοι, οι συμφεροντολόγοι προκαλούν τη λοιδορία και τον εμπαιγμό του.
Καθοριστικός σύμμαχος του μεγάλου κωμωδιογράφου στο παιδευτικό του έργο είναι το γ έ λ ι ο, που καθιστά τον αιχμηρό του λόγο λιγότερο επώδυνο στ’ αυτιά και στη συνείδηση των συμπολιτών του. Και όχημα του αριστοφανικού γέλιου είναι η γλώσσα του με τα σπιρτόζικα λογοπαίγνια, τους μεγαλοφυείς νεολογισμούς, τις σύνθετες κωμικά σχηματισμένες λέξεις, τους τολμηρούς υπαινιγμούς και τη μοναδική ελευθεροστομία.
Ωστόσο ο Αριστοφάνης δεν είναι μόνο ο αμείλικτος σατιρικός ποιητής. Είναι και ο υπέροχος λυρικός υμνητής της ζωής, της χαράς, της φύσης, του έρωτα, της ομορφιάς του κόσμου που την τραγούδησε με μερικούς από τους πιο λυρικούς στίχους της αρχαίας δραματουργίας.
Στους αλεξανδρινούς χρόνους διασώθηκαν 44 έργα του, από τα οποία μόνο 11 έφτασαν ώς τις μέρες μας.
Με τον Πλοῦτο του Αριστοφάνη ασχοληθήκαμε στο κείμενό μας της 24ης Μαρτίου, με αφορμή τη φράση «Δεν έβγαλε (ούτε) γρυ». Παραπέμπουμε λοιπόν εκεί τον αναγνώστη και συνεχίζουμε τη διήγησή μας: Όταν ο τυφλός Πλούτος θεραπεύεται από τον Ασκληπιό και ξαναβλέπει, έρχεται στο σπίτι του Χρεμύλου και εκεί ομολογεί ότι ντρέπεται, γιατί προηγουμένως απέφευγε τους τίμιους και συντρόφευε τους πονηρούς, τους απατεώνες· υπόσχεται, δε, ότι στο εξής θα κάνει το αντίθετο. Έτσι, δημιουργεί νέα κατάσταση που διαφωτίζεται με τον γνωστό αριστοφανικό τρόπο, μέσα από επεισοδιακές σκηνές. Πρώτα έρχεται ο δίκαιος, ο οποίος με τον ανθρωπισμό και την τιμιότητά του έμεινε πάμφτωχος, και τώρα που έγινε πλούσιος θέλει να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον θεό. Ακολουθεί ο συκοφάντης απελπισμένος, γιατί μετά την ανάβλεψη του Πλούτου έχει καταστραφεί, και κατόπιν εμφανίζεται μια γριά, η οποία, στην ερώτηση του Χρεμύλου για ποιο λόγο έχει φτάσει εκεί, απαντά με παράπονο ‒ παραθέτουμε τα λόγια της στο πρωτότυπο:
Πέπονθα δεινὰ καὶ παράνομ’, ὦ φίλτατε·
ἀφ’ οὗ γὰρ ὁ θεὸς οὗτος ἤρξατο βλέπειν,
ἀβίωτον εἶναί μοι πεποίηκε τὸν βίον.
Σε μετάφραση
Έχω πάθει συμφορές και αδικίες, φίλτατέ μου·
γιατί από τότε που ετούτος ο θεός άρχισε να βλέπει,
μου ’κανε το βίο αβίωτο.
Τι έγινε; Νά! Το ερωτιάρικο γραΐδιο είχε έναν αγαπητικό, ένα όμορφο μα φτωχό παλικαράκι, που πρώτα της έκανε ό,τι του ζητούσε, κι εκείνη για τον κόπο του… άνοιγε συχνά το πουγγί της· τώρα όμως το καλόπαιδο πλούτισε και δεν θέλει να τη δει. Πάνε τα ερωτόλογα, πάει η υπόσχεσή του, όπως η ίδια λέει, ότι όσο ζει ελόγου της δεν πρόκειται να την αφήσει, πάει και το δακτυλίδι που θα της περνούσε!
Αλήθεια, μήπως μπερδευτήκατε σχετικά με τις εποχές; Μήπως άραγε η γριά κι ο νεαρούλης είναι σύγχρονοί μας; Λέω τώρα εγώ…