Βοτρυοσταγής -ές: ένα επίθετο της αρχαίας ελληνικής με ποιητική εικονογραφική δύναμη. Είναι σύνθετο, αποτελούμενο από το ουσιαστικό βότρυς– υος, (ὁ), που σημαίνει τσαμπί, και το ρήμα στάζω.
Αυτό το εξαιρετικά ωραίο επίθετο το συναντούμε σε ένα απόσπασμα, το οποίο διασώζει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του, ως προσδιοριστικό του ουσιαστικού ἔρνος = κλωνάρι να αποδίδει ποιητικά την άμπελο: κλωνάρι που στάζει τσαμπιά σταφύλι!
Ο Αθήναιος (τέλη 2ου – αρχές 3ου αι. μ.Χ.) υπήρξε ΄Ελληνας γραμματικός από τη Ναύκρατη, την πανελλήνια αποικία της Αιγύπτου. Για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτε. Μας είναι γνωστός από το μοναδικό του έργο, το επιγραφόμενο Δειπνοσοφισταί, το οποίο σώθηκε σε 15 βιβλία.
Πρόκειται για ένα τεράστιο έργο, στο οποίο ο Αθήναιος έχει δώσει διαλογική μορφή και αναπαριστάνει ένα συμπόσιο πολυάριθμων ανθρώπων ‒ 29 «προσώπων», από τα οποία τα περισσότερα είναι φανταστικά ‒ φιλοσόφων, γραμματικών, ποιητών, μουσικών, ιατρών κ. ά., που έλαβε χώρα στο σπίτι του επιφανούς Ρωμαίου Λαρήνσιου. Τα του συμποσίου ξετυλίγει ο ίδιος ο Αθήναιος, ο οποίος ως συνδαιτημόνας διηγείται στον φίλο του Τιμοκράτη τις μακρές συζητήσεις που διεξήχθηκαν στη διάρκεια αυτού του δείπνου. Τα θέματα που θίγουν οι συμποσιαστές είναι ποικίλα και παρέχουν πολυτιμότατο υλικό για τη φιλολογική επιστήμη και, γενικά, την αρχαιογνωσία. Αν σκεφτεί κανείς ότι αναφέρονται 700 ονόματα συγγραφέων, 1500 τίτλοι συγγραμμάτων και παρατίθενται περισσότεροι από 10.000 στίχοι από γνωστά ή χαμένα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καταλαβαίνει την ανυπολόγιστη αξία των Δειπνοσοφιστῶν για την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Αλλά και για άλλους τομείς της αρχαιότητας αποτελεί ανεκτίμητη πηγή, καθώς περιέχει πλούσιες, παντοειδείς πληροφορίες για την τέχνη, τον λαϊκό πολιτισμό, τον ιδιωτικό βίο των αρχαίων, την αρχαία γαστρονομία, τα μέσα διασκέδασης κ. ά.
Το απόσπασμα με τη λέξη βοτρυοσταγὴς για το οποίο κάναμε λόγο ανήκει σε ένα ποίημα του Αρχέστρατου ( 4ος αι. π. Χ.), ποιητή από τη Γέλα της Σικελίας.1
Η αναφορά στους συγκεκριμένους στίχους έγινε όταν το θέμα της συζήτησης στο συμπόσιο περιστράφηκε γύρω από το κρασί και τα είδη του με βάση τον τόπο προέλευσής του. Στο απόσπασμα αυτό ο Αρχέστρατος επαινεί το κρασί της Λέσβου και, αφού το συγκρίνει με το κρασί της Θάσου και της Φοινίκης, καταλήγει:
[…]
οἶδα δὲ κἀξ ἄλλων πόλεων βοτρυοσταγῆ ἔρνη
εἰπεῖν αἰνῆσαί τε καὶ οὔ με λέληθ’ ὀνομῆναι·
ἀλλ’ οὐθὲν τἄλλ’ ἐστὶν ἁπλῶς πρὸς Λέσβιον οἶνον.
Σε μετάφραση
Μα ξέρω ν’ αναφέρω και να παινέψω κι άλλων πόλεων
τα κλήματα που αποσταλάζουνε τσαμπιά,
και όχι, δεν τα ξέχασα να τα κατονομάσω·
όμως τα άλλα δεν αξίζουν απολύτως τίποτε
σε σύγκριση με το κρασί της Λέσβου.
Ένα άλλο ποιητικό επίθετο παρόμοιου σχηματισμού, δηλαδή με δεύτερο συνθετικό το ρήμα στάζω, είναι το νεκταροσταγής-ές, το οποίο απαντά επίσης στον Αθήναιο και μάλιστα στην ίδια ενότητα με το βοτρυοσταγής, γιατί συνοδεύει το ουσιαστικό οἶνος. Νεκταροσταγὴς οἶνος= κρασί που στάζει νέκταρ!
Και τα δύο αυτά επίθετα, τόσο με την εικόνα τους όσο και με τον μουσικό τους ήχο, σε κάνουν για άλλη μια φορά να θαυμάσεις την ευκολία της ελληνικής γλώσσας να πλάθει θαυμάσιες σύνθετες λέξεις, λέξεις με τις οποίες ξεδιπλωνόταν ακόπως η φαντασία των ποιητών.
1) Ο Αρχέστρατος ήταν σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και καλλιέργησε την επική ποίηση, καθιστάμενος εκπρόσωπος ενός νέου είδους, του σατιρικού έπους με γαστριμαργικό περιεχόμενο. Αναγνωρίστηκε ως ο πατέρας της γαστρονομίας. Από το έργο του με τον τίτλο Ἡδυπάθεια έχει διασώσει αρκετά αποσπάσματα ο Αθήναιος, ο οποίος τον χαρακτηρίζει « Ησίοδο ή Θέογνη των καλοφαγάδων» και ὀψοδαίδαλο, δηλαδή τεχνίτη των εκλεκτών εδεσμάτων.