Η λέξη αυτή της αρχαίας Ελληνικής, που τη χρησιμοποιούμε με την έννοια των χυδαίων ή άσεμνων λόγων, παράγεται από το ουσιαστικό βωμολόχος (ὁ), το οποίο σχηματίζεται από τις λέξεις βωμός1 και λόχος= α) τόπος ενέδρας, β) ενέδρα, γ) οι αποτελούντες το σώμα της ενέδρας, οι ελ-λοχεύοντες (← ἐλ-λοχάω-ῶ= ενεδρεύω), δ) ένοπλο σώμα στρατιωτών2 — μη σταθερού αριθμού, διότι στις ελληνικές πόλεις υπήρχαν διάφορες διαιρέσεις του στρατεύματος.
Βωμολόχος λοιπόν σημαίνει κατά λέξη «αυτός που παραμονεύει κοντά στους βωμούς», ο φτωχός, ο επαίτης, που το έκανε για να ζητήσει με κολακείες ή να κλέψει μέρος από το προσφερόμενο σφάγιο της θυσίας. Συνεκδοχικά, κατέληξε ήδη στους αρχαίους χρόνους να δηλώνει αυτόν που δεχόταν να πράξει οιανδήποτε χαμερπή εργασία για να κερδίσει το ψωμί του, τον αναίσχυντο γελωτοποιό, τον αισχρολόγο, εν γένει τον αχρείο· το δε βωμολοχία αναφερόταν στην απρεπή ομιλία, τη χυδαιολογία.
Στις Θεσμοφοριάζουσες 3 του Αριστοφάνη και στην Παράβαση του έργου, οι γυναίκες του Χορού απευθύνονται στους θεατές και τους μιλούν απευθείας υπερασπιζόμενες το φύλο τους. Διατυπώνουν την απορία, πώς οι άντρες, εφόσον καταμαρτυρούν τόσα πολλά κακά στις γυναίκες, κάνουν σαν τρελοί γι’ αυτές και επιζητούν τη συντροφιά τους, και καταλήγουν έτσι στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες είναι καλύτερές τους. Καμιά, λένε κάνοντας συγκεκριμένο υπαινιγμό, δεν έκλεψε ποτέ χρήματα του δημοσίου· το πολύ-πολύ να κλέψει κάποια λίγο σιτάρι του άντρα της, και συνεχίζουν (στ. 814-818):
Ἀλλ’ ἡμεῖς ἂν πολλοὺς τούτων
ἀποδείξαιμεν ταῦτα ποιοῦντας,
καὶ πρὸς τούτοις γάστριδας ἡμῶν
ὄντας μᾶλλον καὶ λωποδύτας
καὶ βωμολόχους κἀνδραποδιστάς.
Σε μετάφραση
Όμως εμείς πολλούς από ετούτους εδώ πέρα
μπορούμε ν’ αποδείξουμε πως κάνουνε αυτά,
κι ακόμη πως ελόγου τους είναι πιο κοιλιόδουλοι από εμάς
και λωποδύτες και αχρείοι και δουλέμποροι.
Και στο αμέσως παρακάτω απόσπασμα από τη βιογραφία του βασιλέα της Σπάρτης Κλεομένη, η οποία εμπεριέχεται στο έργο του Χαιρώνειου φιλοσόφου και συγγραφέα Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, θα δούμε τη λέξη βωμολοχία. Ο Πλούταρχος λοιπόν αναφερόμενος στον στρατό των Σπαρτιατών γράφει:
ἐπεὶ ἄλλως γε τῶν Ἑλληνικῶν καὶ βασιλικῶν στρατευμάτων
ἐκεῖνο μόνον οὐ μίμους παρακολουθοῦντας εἶχεν, οὐ
θαυματοποιούς, οὐκ ὀρχηστρίδας, οὐ ψαλτρίας, ἀλλὰ πάσης
ἀκολασίας καὶ βωμολοχίας καὶ πανηγυρισμοῦ καθαρὸν ἦν,
[…]
Σε μετάφραση
Εξάλλου είναι γνωστό ότι από τους Ελληνικούς και βασιλικούς
στρατούς, εκείνος μόνο (ο Σπαρτιατικός) δεν είχε ούτε μίμους
να τον ακολουθούν ούτε ταχυδακτυλουργούς ούτε χορεύτριες
ούτε κιθαρίστριες, αλλά ήταν καθαρός από κάθε ακολασία
και χυδαιότητα και πανηγυριώτικη εκδήλωση· […]
1)Βωμὸς (← βαίνω= βαδίζω. Από το θέμα του ρήματος βα- σχηματίζονται οι λέξεις βάσις, βάθρον, βατός, βάδην κ. ά., από το θέμα βη- το βῆμα, και με τροπή τού η σε ω το βωμός). Αρχικά σήμαινε βάση, υποστήριγμα για κάτι, και στη συνέχεια δήλωνε μικρό ύψωμα ή κτίσμα για προσφορά επάνω σε αυτό θυσίας, θυσιαστήριο με βάση ή και βαθμίδες για άνοδο σε αυτό.
2)Από το λόχος + ἄγω = οδηγώ σχηματίστηκε η λέξη λοχαγός, ο αρχηγός λόχου στρατιωτών. Για τα ομόρριζα λέχ-ος, λοχ-εία, λεχ-ώ (λεχώνα), λόχ-μη
βλ. άρθρο μας στην παρούσα στήλη με θέμα τις λέξεις ἀπειρολεχής ‒λεχεποίης (2/5/2020).
3) Για την κωμωδία αυτή του μεγάλου Αθηναίου δραματουργού βλ. κείμενό μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από το έργο (στ. 466-519) και σχετικές πληροφορίες στη στήλη Μετάφραση Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας (7/7/2019 ).