«ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ. ΄Ερωτος». Μετάφραση Δ.Π. Παπαδίτσας — Ε. Λαδιά
Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐράσμιον, ἡδὺν Ἔρωτα,
τοξαλκῆ, πτερόεντα, πυρίδρομον, εὔδρομον ὁρμῆι,
συμπαίζοντα θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις,
εὐπάλαμον, διφυῆ, πάντων κληῖδας ἔχοντα,
αἰθέρος οὐρανίου, πόντου, χθονός, ἠδ’ ὅσα θνητοῖς
πνεύματα παντογένεθλα θεὰ βόσκει χλοόκαρπος,
ἠδ’ ὅσα Τάρταρος εὐρὺς ἔχει πόντος θ’ ἁλίδουπος·
μοῦνος γὰρ τούτων πάντων οἴηκα κρατύνεις.
ἀλλά, μάκαρ, καθαραῖς γνώμαις μύσταισι συνέρχου,
φαύλους δ’ ἐκτοπίους θ’ ὁρμὰς ἀπὸ τῶνδ’ ἀπόπεμπε.
Επικαλούμαι τον μεγάλο, αγνό, εράσμιο, γλυκύ ΄Ερωτα,
τον εύτοξον, τον φτερωτό, τον πυρόδρομο, τον ταχύ σε ορμή,
που παίζει με τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
τον επιδέξιο, τον δίφυλο, των πάντων που κατέχει τα κλειδιά,
του ουρανίου αιθέρος, της θάλασσας, της γης, κι όσες πνοές
στους θνητούς παντογόνες τρέφει η χλοόκαρπη θεά,
κι όσες ο ευρύχωρος Τάρταρος έχει κι ο θαλασσόγδουπος πόντος·
γιατί μόνον εσύ κρατάς το πηδάλιον όλων αυτών.
αλλά μακάριε, με καθαρές διαθέσεις συνδέσου με τους μύστες,
κι απόδιωχνε απ’ αυτούς τις φαύλες κι αλλόκοτες ορμές.
ΣΙΜΩΝΙΔΗ ΤΟΥ ΚΕΙΟΥ, 6D. Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη
ἄνθρωπος ἐὼν μή ποτε φάσῃς τί γενήσεται αὔριον,
μηδ’ ἄνδρα ἰδὼν ὄλβιον, ὅσσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ τανυπτερύγου μυίας
οὕτως ἁ μετάστασις.
Εφόσον είσαι άνθρωπος, μην πεις ποτέ τι αύριο θα γίνει
μήτε, σαν άντρα δεις να ευτυχεί, πόσο καιρό ευτυχισμένος θα ’ναι.
Γιατί, μηδέ της μύγας με τα απλωτά φτερά
δεν είναι τόσο γρήγορη η αλλαγή της τύχης.
ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ, «Παλατινή Ανθολογία» V,80. Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη
Μῆλον ἐγώ· βάλλει με φιλῶν σε τις. ἀλλ’ επίνευσον,
Ξανθίππη· κἀγὼ καὶ σὺ μαραινόμεθα.
Εγώ είμ’ ένα μήλο· με ρίχνει κάποιος που σε αγαπά.
΄Ελα, λοιπόν, γνέψε το ναι, Ξανθίππη!
Κι εγώ κι εσύ, αχ, μαραινόμαστε.
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ, Στάσις Α΄. Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη
Ἔχουσα Θεοδόχον ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ·
τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμὸν
ἔχαιρε· καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα·
χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον·
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν·
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις·
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα·
χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία·
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
΄Εχοντας δεχθεί η Παρθένος τον Θεό στα σπλάγχνα της,
πήγε στην Ελισάβετ·
και το βρέφος εκείνης (που ήταν στην κοιλιά της) ένιωσε αμέσως
τον ασπασμό της και χαίρονταν και με σκιρτήματα ως άσματα
έλεγε προς τη Θεοτόκο:
Χαίρε κλήμα, που τον βλαστό έδωσες τον αμάραντο·
χαίρε αγρέ, που τον καρπό τον άσπιλο Συ έβγαλες.
Χαίρε Εσύ, που τον φιλάνθρωπο καλλιεργείς (μέσα σου) καλλιεργητή·
χαίρε Εσύ, που της ζωής μας τον δημιουργό γεννάς.
Χαίρε γη, που βλαστάνεις αφθονία οικτιρμών·
χαίρε τράπεζα, που βαστάζεις πλούτο εξιλασμών.
Χαίρε, γιατί κάνεις ξανά να θάλλει το λιβάδι της (πνευματικής) απόλαυσης·
χαίρε, γιατί το λιμάνι των ψυχών μας ετοιμάζεις.
Χαίρε της μεσολάβησης θυμίαμα, που γίνεται δεκτό (απ’ τον Θεό)·
χαίρε Εσύ, που όλο τον κόσμο εξιλεώνεις.
Χαίρε η εύνοια Συ του Θεού προς τους θνητούς·
χαίρε το θάρρος των ανθρώπων στον Θεό.
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτη.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ