Χριστούγεννα
Σα σήμερα Χριστούγεννα στη Σμύρνη, λέγανε τα Χριστούγεννα τα παιδιά. Κάνανε κάτι καράβια ωραία, με καζανάκια κι έβγαζε ατμό και ντουμάνι. Κι άκουες και σφύριζε κιόλας. Κι άναβε το καζανάκι. Μεγάλο καράβι. Σα το ντιβάνι και πιο μακρύ.
Καζανάκι άναβε όπως έχουνε τα βαπόρια. Καθ’ εαυτού καράβι το κάνανε. Του βάζανε και μία σημαία. Μες στη Τουρκιά μωρέ και δε φοβούντουστε. Και το λέγανε «Αβέρωφ». Και το λέγανε «Ελλάδα»…
Τα καραβάκια τα σιάζανε στα κάλαντρα και γυρίζανε κάτω στην προκυμαία, στα μαγαζιά.
Μια φορά ανταμώσανε ο «Αβέρωφ» μ’ ένα άλλο καράβι του Χατζηνταούτη, όπως γυρίζανε και τα λέγανε. Κι αυτοί που ηκρατούσανε τον «Αβέρωφ» ηπήγανε και δίνανε κουτουλιές στο άλλο καράβι και τους το κάνανε κομμάτια.
΄Οπου φύγει-φύγει αυτοί που ήτανε από μέσα, που το κρατούσανε. Δηλαδή έγινε ναυμαχία στη μέση του δρόμου και νίκησε ο «Αβέρωφ» και το βούλιαξε το άλλο, γιατί λέει δεν είχε πατριωτικό όνομα εκείνο.
Κι ύστερα γράψανε όλοι «Αβέρωφ» απάνω. ΄Ο,τι καράβι σκέδιο και να ’τανε, και βάρκα με πανιά να ’τανε, «Αβέρωφ» έγραφε με μεγάλα γράμματα. Τότε φοβούντουστε όλοι τον «Αβέρωφ» και στη ξηρά.
Μαζεύανε λεπτά αυτοί, όχι αστεία, μ’ ένα ντουμπελέκι κι ένα σήμαντρο και μια αρμόνικα πια, κι ό,τι να ’τανε, φωνή να ’βγαζε, το ρυθμό να κράταγε και λέγανε τα Χριστούγεννα.
«Καλήν ημέραν άρχοντες…».
΄Ητανε τα παράθυρα και οι πόρτες την πρωτοχρονιά ανοιχτά. Τα φώτα αναμμένα. Κι όποιος πέρναε, έμπαινε μες στο σπίτι και τονε τράτερνες γλυκάαα, όποιος ήτανε.
Μερικοί είχανε στρωμένα τραπέζια κι είχανε φαγιά και ούζα και λέγανε: «Καλημέρα, όλη μέρα». ΄Αμα τ’ ακούσεις καμιά φορά και το λένε, δεν ξέρουνε γιατί το λένε το «καλημέρα, όλη μέρα». Το λέγαμε μόν’ την πρωτοχρονιά και το βράδυ και τη νύχτα. Λέγαμε μόνο «καλημέρα». Δεν ηλέγανε «καλησπέρα» την πρωτοχρονιά. Το ’χανε σε κακό. Μόνο εκείνοι που ’χανε πένθος δεν ανοίγανε.
Τα τζαμιλίκια κλειστά, γιατί είχανε πολυελαίοι αναμμένοι και γύρω-γύρω είχανε χοντρά, στριφτά κεριά κι ανάβανε, και για να μη φυσά, τα τζαμιλίκια ήτανε κλειστά. Τα κεράκια ήτανε χρωματιστά κι είχανε κρυστάλλινα πιατάκια από κάτω να μην τρέχουνε τα κεριά. ΄Ητανε πάνω σε χοντρά μπράτσα επιχρυσωμένα. Δώδεκα κεριά είχε εμάς. ΄Αλλοι είχανε με δεκαοχτώ φώτα. Πολυέλαιοι μαλαμοκαπνισμένοι. Ολόχρυσοι. Σα κουρελιασμένα φίδια ήτανε, σα δράκοι, σα κληματαριές. Είχε πολλώ λογιώ πολυελαίοι. Το μες στη μέση ήτανε λάμπα που άναβε με το πετρέλαιο. Τα κεριά δεν ησωνούντουστε μ’ ένα βράδυ. Τ’ άναβες και ξένοιαζες.
Καντηλέρια είχαμε κι ανάβανε τσι πρωτοχρονιές, τσι γιορτές και τα Χριστούγεννα.
Πήγαινε ο κόσμος χαράματα και κοινώναε. Νύχτα γινούντανε λειτουργία εκεί. ΄Αμα επιτρέπανε οι Τούρκοι…
Εφτά η ώρα το πρωί, είχε τελέψει η εκκλησιά εκεί. ΄Υστερα έκανες τσι δουλειές σου. Πήγαινε ο κόσμος στη δουλειά. Δεν είχε εκεί τα ρεζιλίκια τα εδώ, που φεύγουνε και γυρίζουνε σε μια βδομάδα οι μισοί, γιατί οι άλλοι μισοί έχουνε σκοτωθεί στο δρόμο, που γυρίζουνε απ’ τα χωριά τους…
Ούτε των Φώτων ηπηγαίναμε να ρίξομε το σταυρό στο γιαλό. Μες τσ’ εκκλησιές κάναμε τον αγιασμό. Οι παπάδες στο γιαλό δεν ηπηγαίνανε. Ούτε καράβια να σφυρίξουνε, τίποτα. Δε σταματούσε ο κόσμος για θρησκευτικές γιορτές τη δουλειά του…
Τα Χριστούγεννα στο πάλκο δεν είχε πολλή δουλειά. Στα σπίτια του γλένταε ο κόσμος, και τελευταία απόκρια, κι όποτε ήτανε γιορτή. Στα σπίτια γλεντάγανε, αλλά παίρνανε όργανα και γλεντάγανε. Δεν ήταν ράδια. Στσι γιορτές τα πάλκα είχανε λίγη δουλειά και καθόλου, αλλά οι οργανοπαίκτες δουλεύανε καλά. Παίρνανε λεπτά…
Στις γιορτές δεν κλείνανε τα μαγαζιά. Μόνο τα μεγάλα, όπως του Ξενόπουλου στο Φραγκομαχαλά, κλούσανε. Αυτά που πουλούσανε καπέλα, υφάσματα, ασπρόρουχα και τέτοια. ΄Όλα τ’ άλλα τα μπακάλικα στσι γειτονιές τα μαγαζιά, ήτανε ανοιχτά. ΄Όλα της ανάγκης τα μαγαζιά δεν κλούσανε καθόλου. Εύρισκες απ’ όλα. ΄Ό,τι μέρα να ’τανε. Βέβαια άμα πουλούσες γραβάτες, για μπαστούνια, έκλεινες εκείνες τσι μέρες. Δεν αγοράζανε απ’ αυτά. Τη μέρα των Χριστουγέννων δεν ηπήγαινες ν’ αγοράσεις μπαστούνι. Οι γυναίκες προπάντων τ’ αγοράζανε μέρες πιο μπροστά, μη μείνουνε χριστουγεννιάτικα χωρίς μπαστουνάκι, γιατί στη Σμύρνη κρατούσανε κι οι γυναίκες κάτι μικρά μπαστουνάκια, τόσα δα για κοκεταρία. Είχανε κάτι χεράκια με μούρες λεονταράκια, κι άλλα σκέδια πολλά. Είχε και χερούλια ασημένια κι άκουες πια: « Η τάδε που πέρασε με την καρότσα, κρατούσε ασημένιο μπαστουνάκι, λεονταράκι». Το κρατούσανε μέσα στσ’ εκκλησιές και καμαρώνανε… (…)