Απόσπασμα από το κείμενο του ποιητή και πεζογράφου με τον τίτλο Αντίκρυ στην Ακρόπολη.
[…]
Από το θέατρον του Διονύσου είχαν την πρώτη αρχή κ’ οι στίχοι μου με την επιγραφή: «Μεγάλη Πέμπτη». Εγράφτηκαν όμως σε μιαν άλλη περίσταση.
Από το Καφενεδάκι* κάποτε επήγαινα ώς τον ΄Αγιον Δημήτριον, τον γνωστόν με τ’ όνομα «Μπομπαρδιάρη». Το βράδυ μιας Μεγάλης Πέμπτης είχα μείνει αργά στο Καφενεδάκι, ώς την ώρα, που τελείωσε η ακολουθία των Δώδεκα Ευαγγελίων, κ’ έφευγαν οι φιλόθρησκοι. Μου ήρθε τότε η ιδέα να πάω ώς την εκκλησία και ν’ ανάψω ένα κερί στον Εσταυρωμένο. Και πήγα.
Από νωρίς όμως είχα πάη στο Θέατρον του Διονύσου, και η αντίθεση των δυο, μόλις αντίκρυσα μέσα στην έρημη εκκλησία το Σταυρό, με συντάραξε τόσο, που ύστερα από λίγες μέρες, στο υπαίθριο τραπεζάκι μου έγραψα εικοσιοκτώ στίχους ασκόνταφτα γεννημένους από πριν στο νου μου. Και αντί να τους αναλύσω και να πάρω το νόημά τους, καλύτερα τους αντιγράφω:
Τα βάρβαρα σήμαντρα εσωπάσαν
Μακρυά, στην πολύφωτη χώρα·
Τ’ ανθρώπινα μάτια σφαλίστηκαν ‒
Ξυπνούν τα φαντάσματα τώρα.
Στου Θεάτρου τα σκόρπια χαλάσματα
‒ Σαν κρίνα απ’ τη γη φυτρωμένες ‒
Αέρινα αγάλματα εστηθήκαν
Επτά χοηφόρες παρθένες.
Λευκή λιτανεία ξεκίνησαν
Προς τ’ άγνωστα κι’ άναστρα σκότη·
Αργά η Αντιγόνη κι’ ανάλαφρα
Πηγαίνει οδηγήτρα και πρώτη.
Μια θύρα ανοιχτή ξάφνου αντίκρυσαν:
Καντήλια θαμπά κι’ αγιοκέρια
Και, μέσ’ στον καπνό μοσκολίβανου,
Στημένο με διάπλατα χέρια,
Σε ξύλο σταυρού, μόνο κ’ έρημο,
Γυμνόκορμο λείψανο εφάνη·
Στ’ αχνό κ’ αιματόβρεχτο μέτωπο
Τ’ ακάνθινο εφόρει στεφάνι.
Κ’ οι έξι παρθένες ανάσυραν
Στην όψη τα πέπλα με τρόμο, ‒
Σκυφτές και βουβές ακολούθησαν
Τον άγνωστο κι’ άναστρο δρόμο.
Και μόνη η Αντιγόνη, αναβλέποντας
Ατάραχτη, εστάθη μπροστά του
Και τ’ άθαφο λείψανο ερράντισε
Τριπλή τη σπονδή του θανάτου.
[…]
* Για το Καφενεδάκι αυτό ο Δροσίνης γράφει στο ίδιο κείμενο: « Κατάντικρυ στο Θέατρον Ηρώδου Αττικού και στην άκρη της πλατείας του, εκεί που αρχίζει το απότομο κατηφόρισμα, ξεφύτρωσε έξαφνα κατά το 1909 ένα καφενεδάκι με το φιλόδοξον όνομα « Ο Παρθενών». Και παρακάτω:[…] «Από το βράδυ εκείνο το Καφενεδάκι της Ακροπόλεως έγινε ο τακτικός σταθμός μου και η θέση, που επρωτοκάθισα δική μου. Και αν δεν είχα σκοπό ν’ ανέβω στην Ακρόπολη, ήξερα πως θα βρω μιαν ήσυχη γωνίτσα να καθίσω κατάντικρυ στο Θέατρο, στο Ιερό της Νίκης και στο δυτικό αέτωμα και τη μεσημβρινή πλευρά του Παρθενώνος. Ποτέ καφενείο του κόσμου, κι’ από τα φημισμένα, δεν μπορούσε να δώσει σε πελάτες του τέτοια θέα!»