Άλλος ένας πίνακας ζωγραφικής αναδύεται μπροστά στα μάτια μας με το θαυμάσιο αυτό ποιητικό επίθετο που το συναντούμε στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, του μεγαλόπνοου δραματουργού, ο οποίος, όπως έχουμε ξαναπεί, ήταν και σπουδαίος γλωσσοπλάστης, έχοντας δημιουργήσει καινούργιες λέξεις όσο κανείς άλλος συγγραφέας της Αρχαιότητας.
Η λέξη είναι σύνθετη· ετυμολογείται από το ουσιαστικό δάκρυ (ομόρριζα: δακρύω, δακρυόεις, δακρυρροέω-ῶ, πολύδακρυς, πολυδάκρυτος, ἄδακρυς, ἀδάκρυτος κ. ά.) και το ρήμα στάζω και δηλώνει αυτ(όν) που στάζει δάκρυα, τον δακρυστάλακτο.
Σχετικά με το ουσιαστικό δάκρυ ή δάκρυον έχουμε να επισημάνουμε ότι η φράση «χύνω δάκρυα» είναι ο παραλλαγμένος τύπος του αρχαίου δάκρυα χέω.
Στη ραψωδία Η της Ιλιάδας διαβάζουμε για τους αντιμαχόμενους Αχαιούς και Τρώες, όταν στη διάρκεια ανακωχής συνέλεγαν τους νεκρούς από το πεδίο της μάχης για την καύση τους (στ. 425-426):
Απομακρύναν (πάνω από κάθε άνδρα) πλένοντας με νερό
τον αιματοβαμμένο ρύπο,
δάκρυα θερμὰ χέοντες, δάκρυα χύνοντας καυτά […]
Στη δε Αντιγόνη του Σοφοκλή ο Χορός των Θηβαίων γερόντων τελειώνει το περίφημο στάσιμο για τον ΄Ερωτα τη στιγμή που βλέπει την ηρωίδα να οδηγείται φρουρούμενη, με τα παρακάτω λόγια (στ. 802-804):
Και τώρα πια, κι εγώ ο ίδιος βλέποντας τούτα δω,
τα καθιερωμένα παραβαίνω, ἴσχειν δ’
οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων,
και των δακρύων τις πηγές δεν μπορώ άλλο να τις συγκρατώ, […]
Και μας έρχονται στον νου οι στίχοι από το σπαρακτικό τροπάριο της Οσίας Κασσιανής που ψάλλεται τη Μ. Τρίτη:
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
εσύ που το νερό της θάλασσας το μεταλλάζεις με τα σύννεφα·
Τη λέξη δάκρυ οι αρχαίοι τη χρησιμοποιούσαν και για ό,τι στάζει σαν δάκρυ, όπως το κόμμι. Ο Ευριπίδης στη Μήδεια αποκαλεί το ρετσίνι πεύκινον δάκρυ.
Ένα από τα παραπάνω ομόρριζα που αναφέραμε είναι και το επίθετο δακρυόεις-εσσα-εν = δακρυσμέν(ος).Το επίθετο αυτό το βρίσκουμε σε ένα άλλο σημείο της Ιλιάδας, στη ραψωδία Φ, να προσδιορίζει τη θεά ΄Αρτεμη, η οποία προστρέχει στον Δία για να παραπονεθεί για την άσχημη συμπεριφορά της ΄Ηρας απέναντί της (στ. 505-506):
κι εκείνη έφθασε στον ΄Ολυμπο, στου Δία το παλάτι
με το κατώφλι του το χάλκινο,
δακρυόεσσα δὲ πατρὸς ἐφέζετο γούνασι κούρη, […]
και δακρυσμένη η κόρη στα γόνατα κάθισε του γονιού της […]
Και τι φέρνει πολλά δάκρυα, τι είναι πολύδακρυς (ὁ,ἡ ), πολυδάκρυτος-ον; Ο πόλεμος, το πένθος, ο γόος, ο θρῆνος.
Και τώρα άκουσε, πατέρα μου, με τη σειρά
πολυδάκρυτα πένθη·
τους πολυδάκρυτους καημούς·
λέει η Ηλέκτρα προς τον νεκρό Αγαμέμνονα στις Χοηφόρους του Αισχύλου (στ. 332-333). Είναι η στιγμή που η Ηλέκτρα μαζί με τον αδελφό της, τον Ορέστη, και τις Τρωαδίτισσες σκλάβες που απαρτίζουν τον Χορό του δράματος θρηνολογούν διαδοχικά πάνω από τον τάφο του δολοφονημένου βασιλιά.
Σε μία άλλη τραγωδία, στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, ο Λίχας, ο κήρυκας του Ηρακλή, έρχεται προς τη Δηιάνειρα, τη σύζυγο του τελευταίου, οδηγώντας αιχμάλωτες γυναίκες από τη νικηφόρα εκστρατεία τού ήρωα κατά του βασιλιά της Οιχαλίας Ευρύτου. Ανάμεσα στις σκλάβες η Δηιάνειρα ξεχωρίζει μια νεαρή και όμορφη κοπέλα ⸺ πρόκειται για την Ιόλη, τη θυγατέρα του Ευρύτου, την οποία ερωτεύτηκε ο Ηρακλής ⸺ και τη ρωτάει ποια είναι. Εκείνη δεν απαντά και αντ’ αυτής μιλάει ο Λίχας, πληροφορώντας την αρχόντισσά του ότι η κόρη δεν πρόκειται να πει λέξη, όπως έχει κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή που τίποτε δεν έχει πει ούτε μεγάλο ούτε μικρό,
ἀλλ’ αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος
δακρυρροεῖ δύστηνος, ἐξ ὅτου πάτραν
διήνεμον λέλοιπεν. […]
αλλ’ ασταμάτητα, πονώντας από της συμφοράς το βάρος,
σε δάκρυα αναλύεται η δύστυχη, απ’ τη στιγμή
που άφησε την ανεμόδαρτη πατρίδα της. […]
Και με αυτό το ποιητικό ρήμα αιώνες αργότερα ο Βυζαντινός υμνωδός εικονογραφεί τον πόνο της Παναγίας για τον νεκρό Ιησού σε κάποια από τα υπέροχα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, όπως το παρακάτω:
Ἀνάστα, Ζωοδότα, ἡ σὲ τεκοῦσα Μήτηρ δακρυρροοῦσα λέγει.
Τελειώνουμε με το κάλλος του επιθέτου δακρυσίστακτος, που επιστέφει το άρθρο μας. Στην τραγωδία του Αισχύλου οι Ωκεανίδες, ακούγοντας τον θρήνο του Προμηθέα, έρχονται από τα βάθη της θάλασσας για να του συμπαρασταθούν. Αρχίζουν λοιπόν να ψάλλουν το λυπητερό τους τραγούδι με τους έξοχους στίχους (στ. 397-401):
Στένω σε τᾶς οὐ-
λομένας τύχας, Προμηθεῦ,
δακρυσίστακτον δ’ ἀπ’ ὄσσων
ῥαδινῶν λειβομένα ῥέος παρειὰν
νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς·
[…]
Σε μετάφραση