Μία βαθύτατα ελληνική λέξη και έννοια είναι η ἐλευθερία. Παράγεται από το επίθετο ἐλεύθερος, το οποίο ανάγεται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα (e)leudh– (=αυξάνω) και απαντά ήδη στη Γραμμική Β΄ των Μυκηναϊκών χρόνων με τον τύπο e–re–u–te–ro (μαρτυρείται επίσης και ο ρηματικός τύπος e–re–u–te–ro–se = ἠ(ἐ)λευθέρωσε).
Εδώ θα δούμε και τους τρεις τύπους της ιερής αυτής έννοιας ‒ ουσιαστικό, ρήμα και επίθετο ‒ σε αντίστοιχα αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.
Και κατά πρώτον, το ουσιαστικό σε ένα παράθεμα από την Ιστορία του Ηρόδοτου.
Για τον Ηρόδοτο και το έργο του έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα κείμενά μας. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει ανήκει στην απάντηση των δύο απεσταλμένων της Σπάρτης προς τους Πέρσες πριν από την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας. Οι δύο Σπαρτιάτες βρίσκονται μπροστά στον Υδάρνη, Πέρση στρατηγό, που τους ρωτά γιατί δεν δέχονται να γίνουν φίλοι του βασιλιά των Περσών· αφού, όπως τους λέει, αν θέσουν τους εαυτούς τους στη διάθεση του βασιλιά, αυτός θα κάνει τον καθένα τους κυβερνήτη μιας περιφέρειας της Ελλάδας που θα τους παραχωρήσει. Και οι Σπαρτιάτες τού δίνουν την εξής απάντηση: « Υδάρνη, δεν μας συμβουλεύεις επί ίσοις όροις. Γιατί έχεις μεν πείρα του ενός πράγματος, είσαι άπειρος όμως του άλλου· ‒ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
τὸ μὲν γὰρ δοῦλος εἶναι ἐξεπίστεαι, ἐλευθερίης
δὲ οὔκω ἐπειρήθης, οὔτ’ εἰ ἔστι γλυκὺ οὔτ’ εἰ μή.
Σε μετάφραση
Ξέρεις δηλαδή καλά τι θα πει να είναι κανείς δούλος,
όμως δε δοκίμασες ποτέ μέχρι τώρα την ελευθερία,
αν είναι κάτι γλυκό ή όχι.
Και συνεχίζουν: « Γιατί, αν την είχες δοκιμάσει, θα μας συμβούλευες να πολεμάμε γι’ αυτήν όχι μόνο με δόρατα, αλλά και με τσεκούρια».
Και ο Ισοκράτης, κάνοντας λόγο σε ένα κείμενό του για τον καθοριστικό ρόλο των Αθηναίων στον πόλεμο κατά των Περσών, γράφει πως οι Αθηναίοι προτίμησαν να δουν την πόλη τους κατεστραμμένη παρά δούλη και πως εγκατέλειψαν τη χώρα τους1 πατρίδα τὴν ἐλευθερίαν νομίσαντες […].
Από τους Πέρσες του Αισχύλου και από τη συγκλονιστική περιγραφή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, στην οποία θυμίζουμε πως είχε πάρει μέρος ο μεγαλοφυής δραματουργός, παραθέτουμε την κραυγή των Ελλήνων τη στιγμή της επίθεσης, κραυγή που σκορπά ρίγη συγκίνησης:
«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών».
Σε μετάφραση
« ΄Ιτε2 παίδες Ελλήνων,
ελευθερώνετε πατρίδα, ελευθερώνετε παιδιά,
γυναίκες κι ιερά των πατρικών σας των θεών
και τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων ο αγών!»
Τέλος, με την ευρύτερη σημασία της απαλλαγής ενός ανθρώπου από οποιαδήποτε δέσμευση ή περιορισμό συναντούμε το επίθετο στην απάντηση που έδωσε κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης ΄Αγις ο Γ΄, σύγχρονος του Μ. Αλεξάνδρου. ΄Όταν δηλαδή ρωτήθηκε
πῶς ἄν τις ἐλεύθερος διαμένοι, «θανάτου καταφρονῶν» ἔφη.
Σε μετάφραση
πώς θα μπορούσε κάποιος να παραμένει ελεύθερος,
απάντησε: «Περιφρονώντας το θάνατο».
Αυτή την Ελευθερία, το γέννημα της ελληνικής ψυχής, έψαλε μετά από αιώνες ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός με τον μεγαλειώδη ΄Υμνο του. Και ο Ν. Καζαντζάκης συναντά τον Σπαρτιάτη απεσταλμένο γράφοντας στην Αναφορά στον Γκρέκο:
[…] ένιωσα από μικρό παιδί πως στον κόσμο υπάρχει ένα αγαθό
πιο πολύτιμο από τη ζωή, πιο γλυκό από την ευτυχία, η λευτεριά.
Και σε κάποιο άλλο σημείο θυμάται έναν γερο-τσοπάνη, ο οποίος το 1940 τον συνάντησε στα ριζά του Ψηλορείτη και ανήσυχος τον ρώταγε για την τύχη, λέει, της Νορβηγίας ‒ έχει κηρυχτεί ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και οι Γερμανοί πιέζουν τη δημοκρατική Νορβηγία καταλαμβάνοντας λιμάνια της. Και ο Καζαντζάκης καταλήγει:
Αλήθεια, άγιος είναι ο αγέρας της Ελλάδας, συλλογίστηκα,
εδώ σίγουρα γεννήθηκε η ελευτερία. Δεν ξέρω αν κανένας άλλος
χωριάτης ή τσοπάνης στον κόσμο θα ζούσε με τόση αγωνία και
τόση αφιλοκέρδεια σαν τον τσοπάνη ετούτο την αγωνία της
μακρινής άγνωστης χώρας, που μάχεται για τη λευτεριά της. Ο
αγώνας της Νορβηγίας είχε γίνει αγώνας του ΄Ελληνα ετούτου
βοσκού· γιατί ένιωθε τη λευτεριά σαν θυγατέρα του.
Σημειώσεις:
1) Ο ρήτορας εδώ αναφέρεται στην εγκατάλειψη της Αθήνας από τους κατοίκους της πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Θυμίζουμε ότι, μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, η περσική στρατιά προήλασε προς νότον καταστρέφοντας πόλεις και χωριά και έφτασε στην Αθήνα, την οποία βρήκε έρημη. Ο Θεμιστοκλής είχε κατορθώσει να πείσει τους Αθηναίους, πλην ελαχίστων, να εγκαταλείψουν την πόλη. ΄Ετσι, όλοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα επάνδρωσαν τα πλοία, ο δε άμαχος πληθυσμός μεταφέρθηκε στην Αίγινα, την Τροιζήνα και τη Σαλαμίνα. ΄Όταν οι Πέρσες μπήκαν στην Αθήνα, άρχισαν να τη λεηλατούν και να την καταστρέφουν, και την Ακρόπολη την παρέδωσαν στις φλόγες.
2) Ἴτε= εμπρός.