Το επίθετο αυτό, που γοητεύει με το κάλλος του, προσδιορίζει πάντα γυναικεία πρόσωπα και σημαίνει αυτήν που κινεί γρήγορα τα βλέφαρα, που ρίχνει γοργές ματιές, έχει ζωηρό βλέμμα.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης προέρχεται από το ρήμα ἑλίσσω, που σημαίνει περιστρέφω, και μάλιστα, με ορμητική κυκλοτερή κίνηση (εξ αυτού τα ἐξ-ελίσσω, ἀν-ελίσσω, ἀν-έλιξις, ἑλικτός, ευ-έλικτος, ευ-ελιξία) και είναι παράγωγο του ουσιαστικού ἕλιξ (ἡ) = συστροφή, εξού ἑλιγμός, έλικας και τα σύνθετά του ελικόπτερο, ελικοδρόμιο κ.λπ.
Εδώ παρουσιάζουμε το επίθετο σε ένα σωζόμενο απόσπασμα του ονομαστού λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου.
Ο Σιμωνίδης ( 556 – 467 π. Χ.) γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Κέας, όπου διακρίθηκε ως αξιόλογος χοροδιδάσκαλος. Προσκεκλημένος του Αθηναίου φιλόμουσου τυράννου ΄Ιππαρχου, έζησε για κάποιο διάστημα στην Αθήνα και στη συνέχεια πήγε στη Θεσσαλία, όπου φιλοξενήθηκε από τις ισχυρές και πλούσιες οικογένειες του τόπου. Στη διάρκεια των Περσικών πολέμων βρίσκεται ξανά στην Αθήνα να ζει τα συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής. Τα υπέροχα ποιήματα με τα οποία ύμνησε τα μεγάλα ελληνικά ανδραγαθήματα και τους πεσόντες των ηρωικών μαχών τον έκαναν διάσημο και τον ανέδειξαν σε εθνικό ποιητή των Πανελλήνων. Μετά την Αθήνα έφυγε για τη Σικελία, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Υπήρξε ποιητής σπάνιου διαμετρήματος. Καλλιέργησε πολλά ποιητικά είδη και συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση του ἐπινικίου, χορικού άσματος προς τιμήν νικητών των μεγάλων αθλητικών αγώνων. Εκεί όμως που διακρίθηκε δίνοντας αριστουργήματα κλασικής τελειότητας ήταν το ἐπίγραμμα. ΄Ως τις μέρες μας έχει φτάσει ικανός αριθμός επιγραμμάτων του, μεταξύ των οποίων και το πασίγνωστο για τους πεσόντες στη μάχη των Θερμοπυλών, ενώ από το υπόλοιπο έργο του έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Ποιητικές του αρετές είναι η λιτότητα της έκφρασης, τα έξοχα νοήματα, το βάθος των αισθημάτων ‒ Μελικέρτην τον αποκαλούσαν για τη γλυκύτητα της ποίησής του. Περίφημο είναι το απόφθεγμά του για τη ζωγραφική και την ποίηση· την πρώτη την αποκαλούσε ποίησιν σιωπῶσαν, τη δεύτερη ζωγραφίαν λαλοῦσαν.
Το απόσπασμα το οποίο παραθέτουμε ανήκει σε μία επινίκια ωδή για έναν αθλητή, ο οποίος πιθανότατα να καταγόταν από την Αρκαδία:
δίδωτι δ’εὖχος Ἑρμᾶς ἐναγώνιος,
Μαιάδος οὐρείας ἑλικοβλεφάρου παῖς. ἔτικτε δ’ Ἂτλας
ἑπτὰ ἰοπλοκάμων φιλᾶν θυγατρῶν τάν γ’ ἔξοχον εἶδος,
ταὶ καλέονται Πελειάδες οὐράνειαι.
Σε μετάφραση
και δίνει δόξα των αγώνων ο προστάτης, ο Ερμής,
ο γιος της Μαίας της βουνίσιας με τ’ αεικίνητα τα μάτια της.
Ο ΄Ατλαντας ετούτη έσπειρε ομορφότερη
απ’ τις επτά μαυρομαλλούσες ακριβοθυγατέρες του,
που ονομάζονται ουράνιες Πλειάδες.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η μητέρα τού Ερμή, η Μαία, ήταν μία από τις επτά κόρες του ΄Ατλαντα και της Πλειόνης, οι οποίες γεννήθηκαν στο βουνό Κυλλήνη της Αρκαδίας. Κάποτε συναντήθηκαν με τον ικανότατο κυνηγό Ωρίωνα που τις ερωτεύτηκε, τις καταδίωξε επί χρόνια, ώσπου τις λυπήθηκε ο Δίας και τις καταστέρωσε (όπως και τον Ωρίωνα), τις μεταμόρφωσε στον αστερισμό των Πλειάδων, της γνωστής μας Πούλιας ‒ είναι χαρακτηριστικό ότι η λαϊκή μας παράδοση συνέχισε να ιστορεί για την Πούλια πως ήταν επτά αδελφές. Μία παραλλαγή του μύθου λέει ότι, όταν τις κυνηγούσε ο Ωρίων, εκείνες για να σωθούν μεταμορφώθηκαν σε αγριοπερίστερα, πελειάδες· εξού και το όνομά τους Πελειάδες ή Πλειάδες ‒ κατά μία εκδοχή, από τις πολλές που έχουν υποστηριχθεί για την προέλευση του ονόματός τους .
Οι Πλειάδες ήταν ονομαστές από την αρχαιότητα, γιατί σηματοδοτούσαν τις εποχές του έτους. Η ανατολή τους (τέλη Μαΐου) δήλωνε την αρχή του θέρους και του θερισμού των σιτηρών, και η δύση τους (α΄ δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου) την έλευση του χειμώνα, των βροχών και την ολοκλήρωση της σποράς. Γι’ αυτό μια λαϊκή παροιμία προτρέπει: « Η Πούλια βασιλεύοντας, μήτε τσομπάνος στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους».