Η φράση αυτή, που τη χρησιμοποιούμε για άνθρωπο εντελώς ανήθικο, διεφθαρμένο, είναι απολίθωμα αρχαίας έκφρασης που διατηρήθηκε στη γλώσσα μας μέχρι τις μέρες μας.
Οι λέξεις «εξώλης» και «προώλης» σήμερα είναι άκλιτες· ωστόσο πρόκειται για δύο σύνθετα επίθετα όμοιου σχηματισμού που στους αρχαίους χρόνους κλίνονταν: ἐξ-ώλης, ες και προ-ώλης, ες. Σχηματίστηκαν με δεύτερο συνθετικό που προέρχεται από το ρήμα ὄλλυμι, το οποίο σημαίνει καταστρέφω, διαφθείρω (ομόρριζες είναι οι λέξεις : ὄλεθρος, ὀλέθριος, πανωλεθρία, πανώλης = η πανούκλα, ἀπώλεια).
Στην κυριολεξία τους λοιπόν και τα δύο επίθετα δηλώνουν τον εντελώς κατεστραμμένο. ΄Όμως μεταφορικά το ἐξώλης, κυρίως, χρησιμοποιήθηκε με τη σημερινή σημασία τού ηθικώς διεφθαρμένου, του απεχθούς – Ἐγὼ μέντοι γε πολὺ τῶν κολακευομένων ἐξωλεστέρους τοὺς κόλακας ὑπείληφα […], διαβάζουμε σε ένα κείμενο του Λουκιανού, δηλαδή: Εγώ βέβαια πολύ πιο σιχαμερούς θεωρώ τους κόλακες από αυτούς που δέχονται τις κολακείες […].
Συχνά, επίσης, είτε μόνο το ἐξώλης είτε μαζί με το προώλης το χρησιμοποιούσαν σε κατάρες όπως, για παράδειγμα, ἐξώλης ἀπόλοιο = α, που να χαθείς, να χάνεσαι!
Μαζί και τα δύο επίθετα τα βρίσκουμε στον λόγο του Δημοσθένη Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ στεφάνου, με τον οποίο ασχοληθήκαμε τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ( 13 του μηνός ) στο κείμενό μας με θέμα τη φράση « το και το».
Ο Δημοσθένης ( 384-322 π. Χ. ) ήταν ο μέγιστος ρήτορας της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Παιανία της Αττικής από εύπορη οικογένεια. Η μητέρα του είχε σκυθική καταγωγή, γι’ αυτό οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά Σκύθη. Σε ηλικία επτά ετών έχασε τον πατέρα του, και οι άπληστοι κηδεμόνες που τον επιτρόπευσαν κατασπατάλησαν την περιουσία του και έμεινε μόνο η μητέρα του να φροντίζει για την ανατροφή του. Ήταν φιλάσθενο άτομο· αδύνατος, με κακή κράση και με κάποιο πρόβλημα, όπως φαίνεται, αναπνευστικό που επηρέαζε την ομιλία του, αλλά και με άλλο ένα φυσικό μειονέκτημα, τον τραυλισμό. Είναι γνωστή η παράδοση ότι, για να κατανικήσει την τραυλότητά του, έκανε ασκήσεις ομιλίας βάζοντας χαλίκια στο στόμα του. Λέγεται επίσης ότι, για να συνηθίσει να μιλάει μπροστά στο θορυβώδες πλήθος, πήγαινε σε κάποια ακτή και απήγγελλε, ενώ ηχούσε γύρω του η βροντή των κυμάτων που έσπαγαν στα βράχια· κι ακόμη, πως διδάχθηκε από τον διάσημο ηθοποιό Σάτυρο την υποκριτική για να χρωματίζει σωστά τις ομιλίες του. Όλες αυτές οι πληροφορίες μαρτυρούν ότι ο ρήτορας κατέβαλε μεγάλο κόπο, αγωνίστηκε με επιμονή και υπομονή για να υπερνικήσει τις σωματικές ελλείψεις του. Τελικά, με τη δύναμη της θέλησης που τον διέκρινε τα κατάφερε.
Νωρίς έδειξε την έφεσή του για τη ρητορική, εξασκώντας στην αρχή το επάγγελμα του «λογογράφου»,* σε ηλικία όμως περίπου τριάντα χρονών στράφηκε στην πολιτική, η οποία έκτοτε τον κέρδισε οριστικά.
Ως πολιτικός ο Δημοσθένης σε έναν μόνο σκοπό απέβλεπε με πάθος, να ανακτήσει η Αθήνα το παλιό της μεγαλείο. Στο πρόσωπο του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου αναγνώρισε τον μεγάλο εχθρό της πατρίδας του, αναδείχτηκε αρχηγός της αντιφιλιππικής παράταξης και μέχρι το τέλος της ζωής του αγωνίστηκε με πείσμα να εμποδίσει την πραγματοποίηση των μακεδονικών σχεδίων για την κατάκτηση της Ελλάδας.
Μελανή σελίδα στη ζωή του υπήρξε η εμπλοκή του στην υπόθεση του Άρπαλου. Το 324 κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τον Άρπαλο, τον ταμία του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος, αφού υπεξαίρεσε μεγάλο χρηματικό ποσό, κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε σε πρόστιμο και, για να ξεφύγει τη σύλληψη για το χρέος που αδυνατούσε να πληρώσει, έφυγε στην Τροιζήνα. Τον επόμενο χρόνο ο Αλέξανδρος πέθανε, και ο ρήτορας γύρισε θριαμβευτικά στην πατρίδα. Ο θάνατός του όμως δεν ήταν μακριά. Οι Μακεδόνες με τον Αντίπατρο και τον Κρατερό επικεφαλής κατέλαβαν την Αθήνα, και ο Δημοσθένης, πάλι για να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε στο ιερό του θεού Ποσειδώνα στο νησί της Καλαυρίας, τον σημερινό Πόρο. Όταν οι στρατιώτες του Αντίπατρου του ζήτησαν να παραδοθεί, αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Αυτό ήταν το τέλος του επιφανούς ρήτορα και πατριώτη.
Στους λόγους του, η πειστικότητα των επιχειρημάτων, η ακρίβεια της έκφρασης, η αυστηρή δίχως τίποτε το περιττό διαδοχή των συλλογισμών τού ρήτορα συναντούν τον δυναμισμό, την ορμητικότητα και το φλογερό πάθος του πολιτικού. Ο Δημοσθένης με τη μεγαλοφυΐα του πέτυχε να συνδυάσει το πυκνό και λιτό ύφος με τη ζωηρή εναλλαγή των ρυθμών και του τόνου, δημιουργώντας μια γλώσσα νευρώδη και μοναδικά ζωντανή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας αρχαίος συγγραφέας παρομοιάζει τη ρητορική του δεινότητα με κεραυνό που καίει και ξεσκίζει τα επιχειρήματα των αντιπάλων.
Ας γυρίσουμε τώρα στον προαναφερθέντα λόγο και συγκεκριμένα στο τέλος του. Ο Δημοσθένης κλείνει την αγόρευσή του επικαλούμενος τους θεούς, από τους οποίους ζητά να μη συγκατανεύσουν σε όσα επαίσχυντα κάνουν ο κατήγορός του, ο Αισχίνης, και οι άλλοι οπαδοί του Φίλιππου, αλλά να τους συνετίσουν. Αν όμως, λέει, επιμένουν να μη διορθώνονται – παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
τούτους μὲν αὐτοὺς καθ’ ἑαυτοὺς ἐξώλεις καὶ προώλεις
ἐν γῇ καὶ θαλάττῃ ποιήσατε, ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖς τὴν
ταχίστην ἀπαλλαγὴν τῶν ἐπηρτημένων φόβων δότε
καὶ σωτηρίαν ασφαλῆ.
Σε μετάφραση
τότε, αυτούς μεν, ναι, αυτούς, κάντε τους ν’ αφανιστούν,
να ρημαχτούν τελείως πάνω στη γη και στη θάλασσα,
σ’ εμάς, δε, τους υπόλοιπους δώστε το γρηγορότερο
απαλλαγή από τους φόβους που μας ζώνουν
και σωτηρία ασφαλή.
* Βλ. σχ. 5 του κειμένου μας με θέμα τη λέξη «προίκα», ανάρτηση της 8ης Ιανουαρίου τρέχοντος έτους.