Η Τροία έχει πέσει. Η βασίλισσα Εκάβη και η κόρη της Πολυξένη βρίσκονται μαζί με άλλες Τρωαδίτισσες σκλάβες στο στρατόπεδο των νικητών Αχαιών, που έχουν περάσει στη θρακική Χερσόνησο, απέναντι από την Τροία. Εκεί φανερώνεται ο ίσκιος του νεκρού Αχιλλέα πάνω από τον τάφο του, και με απαίτησή του οι Αχαιοί θυσιάζουν στον τύμβο του την Πολυξένη ως χάρισμα τιμητικό.
Το απόσπασμα που παραθέτουμε ανήκει στον μακροσκελή μονόλογο (στ. 518-582) του Ταλθύβιου, του κήρυκα του Αγαμέμνονα. Ο Ταλθύβιος ανακοινώνει στην τραγική Εκάβη τον ηρωικό θάνατο της κόρης της, που προκάλεσε τον θαυμασμό και τον σεβασμό ολόκληρου του ελληνικού στρατού. Ιστορώντας λοιπόν τις τελευταίες της στιγμές, μιλάει για τον γιο του Αχιλλέα που την οδήγησε μπροστά στον τύμβο του νεκρού γονιού του· για τα λόγια του προς τον πατέρα του καθώς πρόσφερε τις νεκρικές χοές· για τη στιγμή που τράβηξε το σπαθί απ’ το θηκάρι για να τη σφάξει, κάνοντας συγχρόνως νόημα στα παλικάρια γύρω του να την κρατήσουν. Εκείνη, λέει στη συνέχεια, το αντιλήφθηκε και ‒στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο μεγάλος Τραγικός αναδεικνύει το απαράμιλλο σθένος ψυχής με το οποίο αντέδρασε η Πολυξένη και το γενναίο και αξιοπρεπές τέλος της, τέλος αντάξιο μιας βασιλοκόρης.
Ὦ τὴν ἐμὴν πέρσαντες Ἀργεῖοι πόλιν,
ἑκοῦσα θνῄσκω· μή τις ἅψηται χροὸς
τοὐμοῦ· παρέξω γὰρ δέρην εὐκαρδίως.
ἐλευθέραν δέ μ’, ὡς ἐλευθέρα θάνω, 550
πρὸς θεῶν, μεθέντες κτείνατ’· ἐν νεκροῖσι γὰρ
δούλη κεκλῆσθαι βασιλὶς οὖσ’ αἰσχύνομαι.
λαοὶ δ’ ἐπερρόθησαν, Ἀγαμέμνων τ’ ἄναξ
εἶπεν μεθεῖναι παρθένον νεανίαις.
[οἳ δ’, ὡς τάχιστ’ ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, 555
μεθῆκαν, οὗπερ καὶ μέγιστον ἦν κράτος.]
κἀπεὶ τόδ’ εἰσήκουσε δεσποτῶν ἔπος,
λαβοῦσα πέπλους ἐξ ἄκρας ἐπωμίδος
ἔρρηξε λαγόνας ἐς μέσας παρ’ ὀμφαλόν,
μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ’ ὡς ἀγάλματος 560
κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ
ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
Ἰδού, τόδ’, εἰ μὲν στέρνον, ὦ νεανία,
παίειν προθυμῇ, παῖσον, εἰ δ’ ὑπ’ αὐχένα
χρῄζεις, πάρεστι λαιμὸς εὐτρεπὴς ὅδε. 565
ὃ δ’ οὐ θέλων τε καὶ θέλων οἴκτῳ κόρης,
τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς·
κρουνοὶ δ’ ἐχώρουν. ἣ δὲ καὶ θνῄσκουσ’ ὅμως
πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν,
κρύπτουσ’ ἃ κρύπτειν ὅμματ’ ἀρσένων χρεών. 570
Σε μετάφραση
«Αργείοι που τη χώρα μου ρημάξατε,
με τη δική μου θέληση πεθαίνω.
Κανείς να μην αγγίξει το κορμί μου·
γιατί τον τράχηλό μου με άφοβη καρδιά θα σας τον δώσω.
Στ’ όνομα των θεών, σκοτώστε με
αφήνοντάς με λεύτερη, για να πεθάνω λεύτερη· 550
γιατί μες στους νεκρούς ντρέπομαι σκλάβα να με κράζουνε,
εμένα, μια βασιλοκόρη».
Κι όλο το στράτευμα με θόρυβο επικρότησε,
κι ο Αγαμέμνονας ο βασιλιάς στους νέους είπε
ν’ αφήσουν την παρθένα.
Κι ετούτοι, μόλις άκουσαν το λόγο το στερνό 555
αυτού που ’χε την πιο μεγάλη δύναμη, αμέσως την αφήσαν.
Κι όταν εκείνη άκουσε το λόγο αυτό του άρχοντα,
πιάνει τα πέπλα της από την άκρη τους
που στερεώνεται στον ώμο επάνω και μέχρι κάτω τα ξεσκίζει,
μέχρι τη μέση στα λαγόνια, εκεί στον αφαλό,
κι έδειξε στέρνο και μαστούς πανώρια σαν αγάλματος, 560
και γονατίζοντας στη γη ξεστόμισε τα λόγια τούτα,
τα πιο σπαραχτικά απ’ όσα έχουν ειπωθεί:
« Νά, παλικάρι, αν θες εδώ στο στήθος να χτυπήσεις, χτύπα!
Αν πάλι αυχένα χαμηλά ζητάει η ψυχή σου,
μπροστά σου υπάρχει έτοιμος ετούτος ο λαιμός!» 565
Και θέλοντας εκείνος και μη θέλοντας, από τη λύπησή του
για την κόρη, της κόβει το λαρύγγι της με το σπαθί·
και πήγαινε κρουνοί το αίμα. Κι ωστόσο αυτή,
ακόμη και την ώρα που ξεψύχαγε,
είχε μεγάλη έγνοια μ’ ευπρέπεια να πέσει,
και έκρυβε όσα είναι πρεπούμενο να κρύβονται 570
από τα μάτια των αντρών.