Μία ποιητική λέξη της αρχαίας Ελληνικής με αισθαντική αύρα είναι το σύνθετο επίθετο ἡδύπνοος-ον ή συνηρημένο ἡδύπνους-ουν. Στον σχηματισμό του ως πρώτο συνθετικό έχει το επίθετο ἡδύς, το οποίο σημαίνει τον γλυκό, τον ευάρεστο στις αισθήσεις, στη γεύση, στην οσμή, στην ακοή∙ ακολούθως δηλώνει γενικά αυτόν που προσφέρει ευχαρίστηση, απόλαυση.
Σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό το ἡδὺς (ομόρριζα: ἥδομαι, ἡδονή) έχει πλάσει και άλλες πολλές η αρχαία Ελληνική, όπως το ουσιαστικό ἡδυ-πάθεια= η απόλαυση, η τρυφή, και κυρίως επίθετα, λ. χ. : ἡδύ-γλωσσος= αυτός που μιλάει ωραία∙ ἡδύ-ποτος (→το ουσιαστικό ηδύποτο)= ο γλυκός στην πόση∙ ἡδύ-φωνος= αυτός που έχει γλυκιά φωνή∙ ἡδύ-οσμος = αυτός που έχει γλυκιά οσμή.
Ως ουσιαστικό, ὁ ἡδύοσμος, και το ουδέτερο, τὸ ἡδύοσμον, δηλώνουν τον δυόσμο ( η λέξη είναι μεσαιωνικός τύπος του αρχαίου ουσιαστικού) της νέας Ελληνικής, το γνωστό αρωματικό φυτό.1 Τον αρχαίο τύπο χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του « Η ξομπλιαστήρα»: […] το Μορφάκι συνήθως έσκυφτε κι έκοπτε κλωνίον από την πεπερόρριζαν ή από τον ηδύοσμον, τον ευωδιάζοντα εκεί, εις δύο τρεις γάστρες […]
Με δεύτερο συνθετικό του το ρήμα πνέω το επίθετο ἡδύπνοος2 σημαίνει αυτόν που πνέει γλυκά, ευχάριστα, και εδώ θα το δούμε στη Μήδεια του Ευριπίδη να προσδιορίζει το ουσιαστικό αὔρα.
Σε κάποιο σημείο της εξέλιξης του δράματος, η Μήδεια συναντά τον Αιγέα, τον βασιλιά της Αθήνας, ο οποίος έχει φθάσει στην Κόρινθο επιστρέφοντας από τους Δελφούς, όπου είχε πάει για να ρωτήσει τον θεό Απόλλωνα αν θα αποκτήσει παιδιά. Η Μήδεια του μιλάει για τη συμφορά της εξαιτίας της προδοσίας του Ιάσονα και του τάζει να του δώσει βοτάνια για να τεκνοποιήσει, εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόσχεση του Αιγέα να της προσφέρει άσυλο στην πόλη του όταν εξοριστεί από την Κόρινθο. Μετά την αποχώρησή του, η Μήδεια ανακοινώνει στις Κορίνθιες γυναίκες που απαρτίζουν τον Χορό την απόφασή της να σκοτώσει τα παιδιά της. Εκείνες προσπαθούν να την αποτρέψουν από τη φριχτή παιδοκτονία, εγκωμιάζοντας την Αθήνα ως μία πόλη που λατρεύει κάθε ευγενικό και ωραίο, συνεπώς πόλη που δεν μπορεί να δεχτεί μια ανόσια παιδοφόνα μάνα.
Σ’ αυτό το χορικό που υμνεί με λυρικούς στίχους την Αθήνα συναντούμε το επίθετο ἡδύπνοος, και πιο συγκεκριμένα στην α΄ αντιστροφή την οποία και παραθέτουμε:
τοῦ καλλινάου τ’ ἐπὶ Κηφισοῦ ῥοαῖς
τὰν Κύπριν κλῄζουσιν ἀφυσσαμέναν
χώραν καταπνεῦσαι μετρίας ἀνέμων
ἡδυπνόους αὔρας∙ αἰεὶ δ’ ἐπιβαλλομέναν
χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων
τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους πέμπειν Ἔρωτας,
παντοίας ἀρετᾶς ξυνεργούς.
Σε μετάφραση
Και λένε πως η Κύπριδα3 πνοές αντλεί ανέμων μέτριων,
αύρες 4 γλυκόπνοες απ’ τα νερά του Κηφισού,
κι από ψηλά, στη χώρα αφήνει κάτω να φυσήξουν∙
και πάντα βάζοντας επάνω στα μαλλιά της
ευωδιαστό στεφάνι από ροδανθούς,
στέλνει τους ΄Ερωτες θέση να παίρνουν πλάι στη Σοφία5
για να ’ναι βοηθοί της σε κάθε είδους αρετή.
1) Ο δυόσμος ήταν γνωστός ήδη στους προϊστορικούς χρόνους. Ο Ιπποκράτης, ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος το αναφέρουν ως φυτό με μεγάλη φαρμακευτική αξία και ωραιότατο άρωμα ‒ το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα του, το ηδυοσμέλαιο, χρησιμοποιείται πολύ στην αρωματοποιία.
2) Χαῖρε, ἡδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστοὺς εὐωδιάζον, ψάλλει ο Βυζαντινός υμνωδός σε ένα εγκώμιο προς τη Θεοτόκο στην ακολουθία του Ακάθιστου ΄Υμνου την περίοδο της Σαρακοστής.
3) ΄Όπως έχουμε ξαναπεί, επίθετο της Αφροδίτης.
4) Η λέξη αὔρα αρχικά αναφερόταν στο πρωινό δροσερό αεράκι που ανεβαίνει από το νερό της θάλασσας ή του ποταμού. Και η πρωινή δροσιά ήταν ένα από τα δώρα της Αφροδίτης.
5) Με τη δύναμη του έρωτα για την παιδεία, η ψυχή αναζητά την αλήθεια και το αντικειμενικό αγαθό. Αυτή την ιδέα του έρωτα ως θεμελιωτή της παιδείας θα αναλύσει μετά από 46 χρόνια ο Πλάτων στο Συμπόσιο.