Μία ωραία εννοιολογικά και ηχητικά σύνθετη λέξη, που οφείλει τη μουσικότητά της κατά κύριο λόγο στο πρώτο συνθετικό, το ουσιαστικό ἥλιος με το δεσπόζον υγρό σύμφωνο λ, για το οποίο ο Ο. Ελύτης έγραψε: «Πραγματικά βρεμένο. ΄Ιδιο βότσαλο».
Ο ήλιος1 υμνήθηκε περίσσια από τους ΄Ελληνες και άλλους λαούς ως η πηγή του φωτός και της θερμότητας και γενικώς ως το σύμβολο της ζωής. Στη μυθολογία μας είναι σοφός ουράνιος θεός και εικονίζεται με ανθρώπινη μορφή. Τον θεωρούσαν ἀκάμαντον (ακούραστο) αρματηλάτη, που το άρμα του σέρνουν φτερωτά άλογα, τον ίδιο, δε, κάποτε τον φαντάζονταν να φοράει χρυσό κράνος με ακτινοβόλο μεγαλείο. ΄Ομως κατά κανόνα παριστάνεται χωρίς κράνος· το πρόσωπό του πλαισιώνεται ολόγυρα από χρυσόξανθη κυματιστή κόμη ή ένα στέμμα ή στεφάνι που συμβολίζουν τις ακτίνες του. Στον ΄Ομηρο, για την καθημερινή του διαδρομή ο ΄Ηλιος ανεβαίνει το πρωί εξ ανατολών, από τη μια μεριά του μεγάλου ποταμού, του Ωκεανού που περιβρέχει ολόκληρη τη γη, φθάνει στο ψηλότερο σημείο του ουράνιου θόλου και από εκεί κατεβαίνει πάλι προς τη γη, προς την άλλη, τη δυτική άκρη του Ωκεανού, όπου και βυθίζεται μπαίνοντας μέσα σ’ ένα μεγάλο κύπελλο. Το κύπελλο μεταφέρει κατόπιν τον κοιμισμένο θεό ανάμεσα στα κύματα και τον οδηγεί πάλι στην ανατολή, όπου τον περιμένουν το άρμα και τα άλογά του.
Οι ποιητές προσφωνούν τον ΄Ηλιο πάντων θεῶν θεόν, χρυσέας ἁμέρας βλέφαρον, ὄμμα (μάτι) αἰθέρος ἀκάματον, και του έχουν αποδοθεί πολυάριθμα επίθετα: παμφεγγής, χρυσοκόμης, λαμπραυγής, παντόπτης (αυτός που βλέπει τα πάντα), βιοδώτωρ ( o δότης της ζωής ) κ. ά.
΄Ενας Ομηρικός ΄Υμνος ψάλλει τον ΄Ηλιο,
… που με τα μάτια του κοιτάζει άγρια
μέσ’ από το χρυσό το κράνος του, και απ’ αυτό λαμπρές ακτίνες
στίλβουν εκτυφλωτικά… κι ωραία γύρω απ’ το κορμί του
λεπτουργημένη λάμπει εσθήτα με των ανέμων την πνοή…
Αλλά και η εβραϊκή ποίηση υμνεί στον Ψαλμό ΙΗ τον ήλιο, το δημιούργημα του Θεού:
Στον ήλιο εγκατέστησε (ο Θεός) την κατοικία του·
κι αυτός, (λαμπρός) ωσάν νυμφίος που βγαίνει
από τη νυφική παστάδα, όμοιος με γίγαντα
τρέχει το δρόμο του γεμάτος αγαλλίαση.
Ο Σκύθης φιλόσοφος Ανάχαρσις 2 έχει πει σύμφωνα με τον Πλούταρχο για τον ήλιο: «Είναι ο μόνος‒ ή προπάντων αυτός από τους θεούς‒ ελεύθερος και αυτόνομος και εξουσιάζει τα πάντα, δεν εξουσιάζεται από κανέναν, αλλά βασιλεύει και κρατάει τα ηνία». Το ρήμα βασιλεύει του αρχαίου κειμένου μάς δίνει την ευκαιρία να κάνουμε την παρακάτω επισήμανση. Για τους αρχαίους, η βασιλεία του ΄Ηλιου δεν αναστελλόταν με τη δύση του, η κυριαρχία του ήταν απόλυτη σε ζωντανούς και νεκρούς και στα βάθη της σκοτεινής νύχτας· ο Πίνδαρος γράφει σε ένα σωζόμενο απόσπασμά του για τους ευσεβείς τού ΄Αδη ότι «γι’ αυτούς λάμπει εκεί κάτω αστραφτερός ο ήλιος όταν έχουμε νύχτα εδώ». Και σήμερα λέμε πως βασιλεύει ο ήλιος, και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη φράση τη χρησιμοποιούμε ακριβώς για τη δύση και όχι για το μεσουράνημά του.
Kαι νά πώς ένα Μανιάτικο μοιρολόι διασώζει τη σύνδεση του βασιλιά ήλιου με τον κάτω κόσμο:
΄Ηλιε μου, εις το βασίλευμα θα σε παρακαλέσω
και με τα λιοβαρέματα χαμπέρι να μου φέρεις:
αν είναι και εις την κάτω γην καθώς και εις την άνω,
αν είναι βρύσες με νερό, αν είναι και πηγάδια,
αν λειτουργάνε εκκλησιές και ψάλλουνε οι ψάλτες,
αν πάνε οι νιες στην εκκλησιά όλες τις Κυριακάδες,
αν είναι και περίπατοι, αν είναι καφενεία
να σιργιανάνε όλοι [οι] νιοι και τα μικρά παιδία.
Από το ουσιαστικό ἥλιος η αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως και η νέα, δημιούργησε πολλές λέξεις, απλές και σύνθετες: ἀνήλιος, ὑφήλιος, προσήλιος, ἡλιοτρόπιον, ἀπηλιώτης (ἄνεμος= ο ανατολικός), ἡλιακός, ἡλιάω-ῶ=είμαι σαν τον ήλιο (κόμη ἡλιῶσα !), ἡλιάζω-ομαι (→λιάζω, λιάζομαι), ἡλιοστερής-ές= αυτός που στερεί τον ήλιο κ. ά.
Eπιστρέφουμε στο επίθετο ἡλιομανής-ές (←ἥλιος + μαίνομαι ), το οποίο σημαίνει «αυτός που αγαπά μέχρι μανίας τον ήλιο» και απαντά στους ΄Ορνιθες του Αριστοφάνη να προσδιορίζει τον θεσπέσιον ἀ(ἠ)χέταν, το τζιτζίκι.
Σε ένα λοιπόν από τα υπέροχα χορικά αυτού του ποιητικού αριστουργήματος του μεγάλου Αθηναίου κωμωδιογράφου, ο Χορός των πουλιών τραγουδάει (στ.1088-1100):
Εὔδαιμον φῦλον πτηνῶν
οἰωνῶν, οἳ χειμῶνος μὲν
χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται·
οὐδ’ αὖ θερμὴ πνίγους ἡμᾶς
ἀκτὶς τηλαυγὴς θάλπει·
ἀλλ’ ἀνθηρῶν λειμώνων
φύλων <τ’> ἐν κόλποις ναίω,
ἡνίκ’ ἂν ὁ θεσπέσιος ὀξὺ μέλος ἀχέτας
θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ.
Χειμάζω δ’ ἐν κοίλοις ἄντροις
νύμφαις οὐρείαις ξυμπαίζων·
ἠρινά τέ βοσκόμεθα παρθένια
λευκότροφα μύρτα Χαρίτων τε κηπεύματα.
Σε μετάφραση
Ευτυχισμένο είναι το γένος των φτερωτών πουλιών,
που το χειμώνα κάπες δεν φοράνε μάλλινες·
και ούτε πάλι η θερμή τού καύσωνα ακτίνα
η φεγγοβόλα μάς ζεσταίνει·
μα στα ολάνθιστα λιβάδια και στις φυλλωσιές,
μέσα στην αγκαλιά τους κατοικώ,
τότε που ο θεσπέσιος τραγουδιστής
τα άσματά του τα διαπεραστικά
μες στων μεσημεριών την κάψα, τρελός ετούτος για τον ήλιο,
με δύναμη σκορπίζει.
Και μέσα σε σπηλιές βαθουλωτές ξεχειμωνιάζω
μαζί με του βουνού τις νύμφες παίζοντας·
και ανοιξιάτικα άμωμα μύρτα, λευκά και τρυφερά,
στους κήπους των Χαρίτων3 βόσκουμε.
1)Για την ετυμολογία της λέξης ἥλιος (μία εκδοχή), βλ. κείμενό μας με τον τίτλο « Χριστούγεννα. Μια ιστορική και λεξιλογική προσέγγιση της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης» (20/12/2019).
2) Ο Ανάχαρσις ήταν γιος του βασιλιά των Σκυθών Γνούρου από μητέρα Ελληνίδα, και ως εκ τούτου μιλούσε δύο γλώσσες. Στα ταξίδια του ήλθε στην Ελλάδα και στην Αθήνα περί το 590 π. Χ., όπου έγινε φίλος με τον Σόλωνα. Λάτρεψε καθετί το ελληνικό, όταν δε επέστρεψε στην πατρίδα του, θεώρησαν ότι εισήγαγε ξένα ήθη βλάπτοντας τις δικές τους παραδόσεις, και φονεύτηκε από τον αδελφό του. Τον 4ο αι. π. Χ. κατετάγη μεταξύ των Επτά Σοφών «για τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και τη σύνεσή του». Του αποδίδονται διάφορα αποφθέγματα, από τα οποία παραθέτουμε την απάντηση που έδωσε σε έναν Αθηναίο ο οποίος τον χλεύασε για τη σκυθική του καταγωγή: « Για μένα μεν ντροπή είναι η πατρίδα, αλλά εσύ είσαι ντροπή για την πατρίδα σου».
3)Οι Χάριτες, εκτός από θεότητες της χάρης, της ωραιότητας και της χαράς (βλ. σχ. 1 του άρθρου μας με θέμα τη λέξη σφηκώδης, 16/1/2021), είναι, ως πανάρχαιες, προελληνικής προέλευσης, και αγαθές θεές της βλάστησης και της ωρίμανσης των καρπών. Προσφέρουν γονιμότητα στον φυτικό κόσμο ‒ είναι χαρακτηριστικοί οι λατρευτικοί τίτλοι που είχαν στην Αθήνα: Αυξώ, Θαλλώ, Καρπώ‒ έχουν τους λαμπρούς κήπους τους, και γενικώς οι Χάριτες επιδαψιλεύουν όλα τα καλά και τα όμορφα που συμβαίνουν στους ανθρώπους.