Σ’ ένα χωριό κάπου στους πρόποδες της Γκιώνας πριν λίγα χρόνια
Η 80χρονη μαυροφορεμένη θεια1-Αγγέλω έβοσκε σε μια πλαγιά του βουνού τις φιλενάδες της, τις γίδες,2 τη Λιάρα, τη Φλώρα, τη Μαυρομάτα. Ένας νεαρός ανεψιός της είχε έρθει εκείνες τις μέρες στο χωριό από την Αθήνα και θέλησε να τη δει. Μαθαίνει από την κόρη της, την Κούλα, πού είναι και της φωνάζει από μακριά ‒ η ακουστική του χωριού είναι καλύτερη και από του θεάτρου της Επιδαύρου (!), με αποτέλεσμα κυρίως οι γυναίκες να έχουν εξαιρετικά δυνατές φωνές και να επικοινωνούν μεταξύ τους σε μεγάλες αποστάσεις.
« Θεια-Αγγέλω, νά ’ρθω;»
« Έλα, πιδί μ’», του απαντά.
Το παιδί άρχισε να ανεβαίνει τη βουνοπλαγιά και, όταν έφτασε σ’ ένα σημείο απ’ όπου φαινόταν καθαρά, η Αγγέλω τού φωνάζει με την τσυριχτή φωνή της:
« Καλά, μαρέ, η δυχατέρα μου δεν μπορούσε να σου κόψει μια φλέντζα3 και να μου τη φέρεις; Σα πάν’ 4 που έρχεσαι, σαλάγα5 κι αυτή με τα ξύλα6 και κάνε σα πέρα7 και μάσε8 καμιά χεριά9 ρίγανη».
Όταν το παιδί έφτασε δίπλα της χωρίς να έχει κάνει τίποτε απ’ ό,τι του ζήτησε, του ’μπηξε τη φωνή με τρυφερή διαμαρτυρία. Εκείνο της εξήγησε, απολογούμενο, πως δεν κατάλαβε τίποτε από τα λόγια της. Και τότε η Αγγέλω τού είπε τη φράση που έμεινε ιστορική στον κύκλο μας:
« Καλά, πιδάκι μ’, σκρα ελληνικά δεν ξέρεις;;; (!)»
Αχ, η μοναδική, η αξέχαστη Αγγέλω!
Όταν παντρευόταν μια εγγονή της, συνέβη τούτο το απίστευτο: Την ημέρα του γάμου, η κόρη της της έβγαλε τα μαύρα, της έβαλε ένα όμορφο φουστάνι κυρίας, χαμηλοτάκουνες γοβίτσες, και η κομμώτρια που είχαν καλέσει για να χτενίσει τη νύφη και τις άλλες γυναίκες της οικογένειας, της έφτιαξε έναν ωραίο κότσο, που αναδείκνυε το πάντα περίκλειστο από το κεφαλομάντιλο πρόσωπό της. Και η Αγγέλω έγινε κούκλα, στην κυριολεξία αγνώριστη!
Οι περισσότεροι απ’ όσους έφταναν στο πολύβουο από κόσμο σπίτι δεν την αναγνώριζαν. Και δεν εννοώ μόνο τους συγγενείς από τα αστικά κέντρα που ανεβήκαμε στο χωριό για τον γάμο, αλλά και πρόσωπα ντόπια, μεγαλωμένα μαζί της· να, όπως η συμπεθέρα της, άκουσον άκουσον, και μια εξαδέλφη της! Με την τελευταία βρέθηκαν δίπλα δίπλα κι όταν άρχισαν να μιλούν, η εξαδέλφη γυρνά και της λέει: « Μαρή, ποια είσαι συ;» Και η Αγγέλω: « Καλά, μαρή ξαδέρφη, ντιπ10 δε νουγάς;11 Είμαι η ξαδέρφη σου, η Αγγέλω!»
Την επιβεβαίωση της καταπληκτικής της αλλαγής την έδωσαν οι γίδες της, που όταν πήγε να τις δει πριν φύγουν για την εκκλησιά, της όρμησαν, γιατί ούτε αυτές την αναγνώρισαν! και μάλιστα τη χτύπησαν στο μάτι! ΄Όταν μπήκε στο σπίτι ματωμένη, ακούστηκε να λέει στην κόρη της για τις φιλενάδες της: « Κοίτα, δυχατέρα, τις φωτοκαμένες τι με κάνανε! Με μπουρντίσανε.12 Φωτιά ά ά να τις κάψει!»
Περιττό να πω ότι η Αγγέλω έκλεψε τις εντυπώσεις στον γάμο, με αποτέλεσμα στο γαμήλιο τραπέζι να νιώσει τόσο άσχημα που λιγοθύμησε. Τι ήταν; Απλούστατα: μάτι! Ναι, ναι, μάτι! Την ξεμάτιασαν και συνήλθε.
Είναι σαν να την ακούω να λέει με τη στριγκιά φωνή της και τη ρουμελιώτικη προφορά λέξεις από αυτές που «μάζευα» για το ενδιαφέρον παρελθόν τους, όπως:
― Ταχιά (← αρχ. ταχέα) = αύριο.
― Τ’ράου ‒ τηράω (← αρχ. τηρέω= παρατηρώ, προσέχω ) = κοιτάζω.
― Αδιρφουμοίρ’ ‒ (το) αδερφο-μοίρι = το μοιράδι του αδελφού από πατρική κληρονομιά. Το δεύτερο συνθετικό είναι παράγωγο της αρχαίας λέξης μοῖρα και μάλιστα με την αρχική της σημασία, που είναι μερίδιο, μέρος.
― Βρουχιάζω ‒ βροχιάζω (← αρχ. βρόχος=θηλιά) = συλλαμβάνω ζώο με θηλιά.
―Αλλά και το δειλ’νίζου, το ωραιότατο ρήμα δειλινίζω, που σημαίνει
τρώω απογευματινό κολατσιό· ( από τη λέξη «δειλινό», με τη σημασία του φαγητού που τρώγεται κατά τη δείλη, αργά το απόγευμα).
Και θυμάμαι το τόσο σοφό και απλό που είχε γράψει κάποτε ο Ι. Κακριδής: Κάθε λέξη που χάνεται σε κάποιο χωριό σημαίνει έναν θάνατο το ίδιο θλιβερό, όσο και να πεθαίνει ένας άνθρωπος.
1) ΄Ετσι συνηθίζεται να προσφωνούν σε πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου τις γυναίκες γεροντικής ηλικίας.
2) Γίδα. Η λέξη παράγεται από τον μεσαιωνικό τύπο « γίδι», και αυτός από το αἰγίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου αἴξ, αἰγός.
3) Φέτα ψωμί.
4) Κατά πάνω.
5) Σαλαγάω και σαλαγώ (←σαλαγέω,- ῶ, μεταγενέστερος τύπος, που σημαίνει κροτώ και παράγεται από το αρχαίο ουσιαστικό σάλος, του οποίου η αρχική έννοια ήταν κάθε παλμική επαναλαμβανόμενη κίνηση, όπως επί σεισμού, κυρίως επί θαλασσοταραχής) = κατευθύνω με δυνατές φωνές και με σφυρίγματα τα βοσκήματα.
6) Ξύλα εδώ σημαίνουν κέρατα, και ο λόγος γίνεται για κερασφόρα κατσίκα.
7) Κατά πέρα.
8) Μάσε: τύπος του «μαζεύω» (← ὁμαδεύω, που σημαίνει μαζεύω και παράγεται από το ουσιαστικό ὁμάς).
9) ΄Οσο χωράει η χούφτα του χεριού.
10) Ντιπ = καθόλου.
11) Νουγάω ‒ νογάω (← αρχαίο νοῶ) = καταλαβαίνω.
12) Με κουτουλήσανε.