Αυτή η ποιητική λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ωραιότατη και ως προς τον σχηματισμό και ως προς τη σημασία της, είναι σύνθετη. ΄Εχει προέλθει από τη συνένωση των ουσιαστικών ἡ κάλυξ, υκος (→ κάλυκας), που στην περίπτωση του άνθους δηλώνει το μπουμπούκι, και ὤψ (ἡ), που σημαίνει μάτι, πρόσωπο.1 Συνεπώς, η λέξη καλυκῶπις, ιδος (ἡ) δηλώνει τη γυναίκα που το πρόσωπό της είναι σαν μπουμπούκι, και θα τη συναντήσουμε εδώ σε ένα απόσπασμα από τον Ὁμηρικὸ Ὕμνο στὴν Δήμητρα.
Ὁμηρικοὶ Ὕμνοι καλούνται τα ποιήματα για θεούς που διέσωσε η παράδοση με το όνομα του Ομήρου. Είναι γραμμένα στο μέτρο και στη γλώσσα του έπους, υμνούν θεούς και ποικίλλουν τόσο από πλευράς ποιητικής αξίας όσο και έκτασης. Οι μεγαλύτεροι ύμνοι, με περίπου 400 έως 600 στίχους, αναφέρονται στον βίο των θεών και σε περιστατικά της ζωής τους. Οι μικρότεροι, αποτελούμενοι από 3 έως 7 στίχους, είναι σύντομες επικλήσεις στους θεούς. Φαίνεται πως τους ύμνους τούς χρησιμοποιούσαν οι ραψωδοί ως προεισαγωγή στις επικές απαγγελίες τους, δηλαδή με αυτούς επικαλούνταν μια θεότητα, πριν αρχίσουν να απαγγέλλουν το επικό τους ποίημα.
Οι ύμνοι παρουσιάζουν αρκετές δυσκολίες όσον αφορά και την πατρότητα και τη χρονολόγησή τους. Ήδη στην αρχαιότητα άλλοι τους απέδιδαν στον ΄Ομηρο, άλλοι όμως απέρριπταν αυτή την εκδοχή, άποψη με την οποία συμφωνεί και η σύγχρονη φιλολογική κριτική. Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, από τον 7ο αι. π. Χ. ώς τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ο Ὕμνος στὴν Δήμητρα είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους. Χρονολογείται στα τέλη του 7ου αι. π. Χ. και αποτελείται από 495 στίχους, με τους οποίους ψάλλεται η ιστορία της απαγωγής της Περσεφόνης, το πένθος της Δήμητρας και το ξανασμίξιμο μάνας και κόρης. Ο ύμνος περιλαμβάνει τις αρχαιότερες μαρτυρίες για τα Ελευσίνια Μυστήρια, γι’ αυτό και θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική πηγή για τη μυστηριακή λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα.
Το ποίημα αρχίζει με τη βαθύτατα λυρική περιγραφή της απαγωγής της θείας Κόρης από τον Πλούτωνα:
Τη Δήμητρα, τη σεβαστή λαμπρόμαλλη θεά αρχίζω εγώ να ψάλλω,
αυτή, μα και την κόρη της που ’χει τα τορνευτά σφυρά
και που την άρπαξε ο Αϊδωνέας2
‒ ο παντεπόπτης τού την έδωσε, ο Δίας ο βαρύγδουπος ‒
— παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
νόσφιν Δήμητρος χρυσαόρου ἀγλαοκάρπου
παίζουσαν κούρῃσι σὺν Ὠκεανοῦ βαθυκόλποις,
ἂνθεά τ’ αἰνυμένην ῥόδα καὶ κρόκον ἠδ’ ἴα καλὰ
λειμῶν’ ἂμ μαλακὸν καὶ ἀγαλλίδας ἠδ’ ὑάκινθον
νάρκισσόν θ’, ὃν φῦσε δόλον καλυκώπιδι κούρῃ
Γαῖα…
Σε μετάφραση
καθώς εκείνη έπαιζε μακριά από τη Δήμητρα την ωραιόκαρπη
που το χρυσό σπαθί κρατά, με του Ωκεανού τις θυγατέρες3 συντροφιά
που πλούσιες πτυχές έχουνε οι εσθήτες τους,
και μάζευε λουλούδια· ρόδα και κρόκους και ζουμπούλια όμορφα
εκεί στο μαλακό λιβάδι, κι ακόμη ίριδες μα και υάκινθο και νάρκισσο,
αυτόν που τονε βλάστησε σαν δόλωμα4 η Γη
για το κορίτσι με το πρόσωπο ίδιο μπουμπούκι άνθους […]
Μη χάσετε τη μαγεία του πρωτοτύπου· θα τη νιώσετε, διαβάζοντας το
απόσπασμα φωναχτά, για να ακούτε τον μουσικό ήχο των λέξεων!
Σημ.
1) Το ὤψ παράγεται από τη ρίζα ὀπ-, παράγωγα της οποίας είναι και οι λέξεις: ὄψομαι, δηλαδή ο μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ, ὄψις, ὀφθαλμός, ὄμμα (→ ὀμμάτιον → μάτι ), αὐτ-όπ-της, ἐν-ώπ-ιος κ. ά.
2) Ποιητικός τύπος του ΄Αδη.
3) Πρόκειται για τις Ωκεανίδες, θαλάσσιες θεότητες, που τον αριθμό τους η μυθολογία τον ανεβάζει σε τρεις χιλιάδες.
4) Η γη, κάνοντας το χατίρι στον Πλούτωνα και τον Δία, ανάδωσε έναν πανέμορφο νάρκισσο, παγίδα για την Περσεφόνη. Μόλις η κοπέλα είδε το θαυμάσιο λουλούδι, άπλωσε το χέρι της να το κόψει, και τότε άνοιξε η γη, πρόβαλε από τα βάθη της με το άρμα του ο Πλούτωνας και την άρπαξε.