Η λέξη κτενίζω έχει και αυτή επιβιώσει αναλλοίωτη από την αρχαία ελληνική γλώσσα και είναι παράγωγο του ουσιαστικού κτείς,-ενός, (ὁ) = κ(χ)τένι, κ(χ)τένα (μεταγενέστεροι τύποι του ίδιου ουσιαστικού). Είναι αξιοσημείωτο ότι η λέξη «χτένι», εκτός από τη σημασία της τσατσάρας (← βενετικό zazzara), έχει κληρονομήσει και άλλες δύο έννοιες του αρχαίου ουσιαστικού. Δηλώνει δηλαδή επίσης και α) το εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο χωρίζονται οι κλωστές του στημονιού και β) το μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο με τις δύο θυρίδες σε σχήμα βεντάλιας που ζει σε αμμώδεις βυθούς.
Για το ρήμα κτενίζω έχουμε να πούμε ότι μας φέρνει πάντα στον νου τους Σπαρτιάτες από την ηροδότεια περιγραφή της μάχης των Θερμοπυλών. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει πως, λίγο πριν από τη μάχη, ο Ξέρξης έστειλε έναν κατάσκοπο στο στρατόπεδο των Ελλήνων να δει πόσοι είναι και τι κάνουν. Τη στιγμή που ο κατάσκοπος πλησίασε, έξω από το τείχος το οποίο είχαν σηκώσει οι ΄Ελληνες βρίσκονταν Λακεδαιμόνιοι. Παρακολούθησε λοιπόν άλλους από αυτούς να γυμνάζονται και άλλους τὰς κόμας κτενιζομένους. ΄Όταν μετέφερε στον Ξέρξη τα όσα είδε, ο Πέρσης βασιλιάς απόρησε και του φάνηκαν καταγέλαστα για ανθρώπους που επρόκειτο να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Κάλεσε λοιπόν τον Δημάρατο1 και τον ρώτησε τι ήταν αυτά που έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι. Και εκείνος του απάντησε πως είναι η συνήθειά τους, όταν πρόκειται να κινδυνέψει η ζωή τους, τότε να περιποιούνται τα μαλλιά τους!2
Στις μέρες μας, όσοι ασχολούνται με τη συγγραφή συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το περί ου ο λόγος ρήμα με μεταφορική σημασία· « κτενίζουν το κείμενο» λένε και εννοούν την επεξεργασία, την επιμέλεια των λεπτομερειών του για την όσο το δυνατόν αρτιότερη μορφή του. Η μεταφορική αυτή χρήση δεν είναι επινόηση των νεότερων χρόνων· τη συναντούμε, και μάλιστα συμπληρωμένη και ενδυναμωμένη ποιητικά, όπως θα δούμε, σε ένα έργο του ρητοροδιδάσκαλου και ιστοριογράφου Διονύσιου του Αλικαρνασσέα (μέσα 1ου π.Χ. ‒ αρχές 1ου μ.Χ. αι. ), το Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων.
Στο σημαντικό αυτό φιλολογικό έργο ο Διονύσιος διακρίνει δύο στοιχεία του ύφους, την εκλογή των λέξεων και το συνταίριασμά τους, την σύνθεσιν, την οποία και πραγματεύεται, καθώς τη θεωρεί ως τον σπουδαιότερο παράγοντα στη συγγραφή ενός έργου. Με τον όρο σύνθεση εννοεί τον συνδυασμό τόσο των λέξεων μεταξύ τους, όσο και των γραμμάτων και των συλλαβών μιας λέξης, ακόμη και των προτάσεων και των περιόδων. Και θέλοντας να δώσει οδηγίες για τον αποτελεσματικότερο τρόπο σύνθεσης, παρέχει πλήθος παραδείγματα. Σχετικά με τον πεζό λόγο, υποστηρίζει πως πρέπει να φαίνεται εύρυθμος και αρμονικός, ώστε να είναι ποιητικός χωρίς να είναι ποίημα, και μελωδικός χωρίς να είναι μελωδία. Και φέρνει ως παράδειγμα τον μεγαλύτερο ρήτορα της αρχαιότητας, τον Δημοσθένη, ο οποίος έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα στους λόγους του όχι μόνο για την οργάνωση των νοημάτων, αλλά και για τη μορφή της γλώσσας.
Αναφέρεται ακολούθως στον Ισοκράτη και τον Πλάτωνα, των οποίων «τα πεζογραφικά κείμενα δεν έμοιαζαν με γραπτά, αλλά με σμιλευμένα και τορνεμένα έργα», όπως γράφει. Ο Ισοκράτης, λέει, έκανε δέκα χρόνια να συνθέσει τον Πανηγυρικό του λόγο, αλλά και ο Πλάτων ‒ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων 3 καὶ
πάντα τρόπον ἀναπλέκων οὐ διέλειπεν ὀγδοήκοντα
γεγονὼς ἔτη·
Σε μετάφραση
δεν σταμάτησε μέχρι τα ογδόντα του χρόνια
να χτενίζει και να βοστρυχίζει4 τους διαλόγους του
και να τους καλλωπίζει με κάθε είδους πλοκάμους.
Τι ωραίο δίπλα στο κτενίζω και το εύηχο ρήμα βοστρυχίζω! Είναι κρίμα που στη διάρκεια των αιώνων διασώθηκε μόνο το πρώτο ρήμα με τη μεταφορική φιλολογική σημασία και λησμονήθηκε το δεύτερο! Στο χέρι μας όμως είναι να το επαναφέρουμε στη θέση του. Το αξίζει. Δεν νομίζετε;