Η λέξη «κυκεώνας» είναι ο νεοελληνικός τύπος του αρχαίου ουσιαστικού κυκεών (ὁ), το οποίο έχει διασωθεί ώς τις μέρες μας από τους ομηρικούς χρόνους. Σήμερα σημαίνει την ανάμειξη ανόμοιων πραγμάτων, το πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία, γενικώς την πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση· πρόκειται για σημασία μεταφορική που επικράτησε της αρχικής κυριολεκτικής.
Συγκεκριμένα, ο κυκεών, όντας παράγωγο του ρήματος κυκάω-ῶ που σημαίνει «αναμειγνύω, ανακατεύω», δήλωνε ένα διατροφικό μείγμα από διάφορα υλικά, κάτι ανάμεσα σε ποτό και στερεά τροφή, ένα είδος πηκτής σούπας. Συνήθως παρασκευαζόταν με την ανάμειξη κριθάλευρου, τριμμένου τυριού και κρασιού, το αρωμάτιζαν με διάφορα φυτά, φλησκούνι, μέντα ή θυμάρι, και είχε θρεπτικές και δυναμωτικές ιδιότητες. Για ιατρική χρήση, πρόσθεταν και άλλες ουσίες ‒ στην Οδύσσεια η Κίρκη πρόσθεσε μέλι και βοτάνια μαγικά.
Στη ραψωδία Λ της Ιλιάδας, ο Νέστορας αποχωρεί από τη μάχη μεταφέροντας στη σκηνή του που βρίσκεται δίπλα στα πλοία τον λαβωμένο Μαχάονα, τον γιο τού Ασκληπιού, ενώ πηγαίνει να τους συναντήσει ο Πάτροκλος κατά προτροπή του Αχιλλέα. Μέσα στη σκηνή η Εκαμήδη, η σκλάβα του Νέστορα, σπεύδει αμέσως να ετοιμάσει κυκεῶνα για να πιουν και να ανακουφιστούν από την καταπόνηση της σφοδρότατης μάχης. Κατόπιν βάζει μπροστά τους ένα τραπέζι και πάνω του κάνιστρο με κρεμμύδι για προσφάι, μέλι, κριθάλευρο και το πανέμορφο κύπελλο τού Νέστορα. Και ο ποιητής συνεχίζει (στ. 638-644):
Ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ ἐϊκυῖα θεῆσιν
οἴνω Πραμνείῳ, ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῆ τυρὸν
κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ’ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε,
πινέμεναι δὲ κέλευσεν, ἐπεί ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ.
τὼ δ’ ἐπεὶ οὖν πίνοντ’ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν,
μύθοισιν τέρποντο πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντες,
Πάτροκλος δὲ θύρῃσιν ἐφίστατο, ἰσόθεος φώς.
Σε μετάφραση
Μέσα σ’ αυτό μετά έκανε τ’ ανακάτεμα
η θεόμορφη γυναίκα με Πράμνειο1 κρασί
και από πάνω έτριψε με τρίφτη χάλκινο τυρί γιδίσιο
και πασπαλίζοντας, άσπρο κριθάλευρο από πάνω άπλωσε·
κι αφού ετοίμασε τον κυκεώνα,2 τους κάλεσε να πιουν.
Κι εκείνοι, το λοιπόν, ως σβήσανε την ασυγκράτητη
τη δίψα πίνοντας, χαίρονταν με κουβέντες
μιλώντας μεταξύ τους, και τότε ο Πάτροκλος,
ο άντρας ο ισόθεος, ήρθε και στο κατώφλι στάθηκε.
Κυκεῶνα ήπιε και η θεά Δήμητρα μετά την περιπλάνησή της αναζητώντας την απαχθείσα κόρη της, όταν έφθασε στην Ελευσίνα, στην οικία του άρχοντα του τόπου Κελεού, θέτοντας έτσι τέρμα στη μακρόχρονη νηστεία της ‒ τον κυκεῶνα παρασκεύασε η σύζυγος του Κελεού, η Μετάνειρα, από αλεύρι, νερό και φλησκούνι καθ’ υπόδειξη της Δήμητρας. Και οι μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων έπιναν κυκεῶνα πριν δεχθούν τη μύηση στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, προς ανάμνηση της αποχής της θεάς από κάθε τροφή, αλλά και για καθαρμό και εξαγνισμό του σώματος μετά από πολυήμερη και αυστηρή νηστεία.
Στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας, η λέξη κυκεὼν έχει αποκτήσει τη μεταφορική σημασία της, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από τον διάλογο του Λουκιανού Ικαρομένιππος.3
Ο Κυνικός φιλόσοφος Μένιππος διηγούμενος στον συνομιλητή του την εικόνα της γης που είχε όταν βρισκόταν στη σελήνη, του λέει ότι έβλεπε τις πολιτείες, τους ανθρώπους και τις πράξεις τους· είδε να γίνονται στα βασιλικά ανάκτορα φόνοι, μοιχείες, αρπαγές, προδοσίες των βασιλιάδων από στενούς συγγενείς τους· είδε φιλοσόφους χαμερπείς, τοκογλύφους, κλέφτες, ζητιάνους· είδε απ’ τη μια συμπόσια και γάμους, κι απ’ την άλλη δικαστήρια και πολιτικές συγκεντρώσεις· είδε άλλους λαούς να πολεμούν, όπως οι Γέτες, τους Αιγύπτιους να καλλιεργούν τη γη, τους Φοίνικες να εμπορεύονται, τους Κίλικες να ληστεύουν, τους Σπαρτιάτες να μαστιγώνονται,4 τους Αθηναίους να δικάζονται,5 και συνεχίζει:
ἁπάντων δὲ τούτων ὑπὸ τὸν
αὐτὸν γινομένων χρόνον ὥρα σοι ἤδη ἐπινοεῖν
ὁποῖός τις ὁ κυκεὼν οὗτος ἐφαίνετο.
Σε μετάφραση
Και καθώς όλα αυτά γίνονταν την ίδια στιγμή, μπορείς τώρα
να σκεφτείς τι ανακάτεμα μεγάλο, τι κυκεώνας πράγματι ήταν
ολοφάνερος.
Μια χαρά τα είπες, εσύ Μένιππε, ψηλά απ’ τη σελήνη, κι ας θαυμάζουν οι μακρινοί διάδοχοί σου, οι σύγχρονοι αστροναύτες, τον υπέροχο «μπλε πλανήτη» από το διάστημα. Η γη δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ απαλλαγμένη‒ όσο της επιτρέψουμε να ζήσει ακόμη‒ από τον κυκεώνα των ποικίλων εκδηλώσεων της υπανάπτυκτης ανθρώπινης ηθικής.
-
Κρασί κόκκινο, δυνατό και ξηρό. Οι παλαιοί ερμηνευτές λένε πως πήρε το όνομά του από κάποιο βουνό Πράμνος ή Πράμνη της Ικαρίας.
-
Ο τύπος κυκειῶ του πρωτοτύπου είναι αιτιατική πτώση ενικού αντί του τύπου κυκεῶνα.
-
Για το έργο αυτό του Σύρου συγγραφέα βλ. κείμενό μας με θέμα τις φράσεις «πεθαίνω στα γέλια ‒ πεθαίνω από φόβο» (6/11/2021).
-
Οι έφηβοι Σπαρτιάτες διαγωνίζονταν στην αντοχή στη μαστίγωση μπροστά στον βωμό της Ορθίας Αρτέμιδας.
-
Αναφορά στη δικομανία των Αθηναίων.