Ο λόξυγγας ή λόξιγκας είναι ἡ λὺγξ-γγὸς των αρχαίων. Κατά μία εκδοχή η δυσετυμολόγητη λέξη λόξυγγας-λόξιγκας σχηματίστηκε από τον αμάρτυρο τύπο κλόξ-υγγας ← κλῶξος, ρηματικό ουσιαστικό τού αρχαίου κλώζω= κρώζω, κακαρίζω + λύγξ.
Φτάρνισμα ή φτέρνισμα, φταρνίζομαι ή φτερνίζομαι ή πταρνίζομαι: λέξεις που προέρχονται από το αρχαίο ρήμα πτάρνυμαι-πταίρω, εξού πταρμός= φτάρνισμα. Από των αρχαιοτάτων χρόνων οι ΄Ελληνες θεωρούσαν το φτάρνισμα ιερό και καλό οιωνό και, όταν φταρνίζονταν, έσκυβαν το κεφάλι και έλεγαν «Ζεῦ σῶσον», κάτι ανάλογο με το δικό μας «γεια (υγειά) σου». Ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση χαρακτηρίζει τον πταρμὸν θείο σημάδι σταλμένο από τον Δία σωτήρα, και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι έχει μαντική και ιερή σημασία.
Τις λέξεις λὺγξ και πταρμὸς1 θα τις δούμε εδώ όπως απαντούν στο περίφημο Συμπόσιο του Πλάτωνα (έργο του 385/384 π. χ., της περιόδου ακμής του φιλοσόφου). Το Συμπόσιο, που αποτελεί μια ελεύθερη σύνθεση του Πλάτωνα με φαντασία, ποίηση και φιλοσοφία, παρουσιάζεται ως διήγηση ενός Αθηναίου, του Απολλόδωρου, των όσων συνέβησαν στη συγκέντρωση που είχε κάνει ο δραματικός ποιητής Αγάθων για να γιορτάσει τη νίκη του στους δραματικούς αγώνες (η νίκη και το εορταστικό Συμπόσιο πρέπει να χρονολογηθούν το 416). Σημειωτέον ότι ο Απολλόδωρος δεν παρευρέθηκε ο ίδιος στο Συμπόσιο, αλλά όσα εξιστορεί πολλά χρόνια αργότερα, τα άκουσε από κάποιον Αριστόδημο που συντρόφευσε τον Σωκράτη στην εορταστική αυτή συγκέντρωση. Όλα τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ιστορικά και πασίγνωστα· ο Αριστοφάνης, ο Παυσανίας, για τον οποίο λεγόταν πως ήταν εραστής του Αγάθωνα, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Φαίδρος, ο Αλκιβιάδης που εισβάλλει μεθυσμένος και άλλοι. Όταν μετά το φαγητό ήρθε η ώρα της οινοποσίας, οι συνδαιτημόνες αποφάσισαν να περάσουν την ώρα τους συζητώντας ένα θέμα, αυτό του έρωτα. Σαν τέλειωσε τον λόγο του ο Παυσανίας, ήρθε η σειρά του Αριστοφάνη να μιλήσει, αλλά τον είχε πιάσει λόξυγγας και δεν μπορούσε. Επειδή κοντά του ήταν ξαπλωμένος ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης του ζήτησε ή να του σταματήσει τον λόξυγγα ή να μιλήσει παίρνοντας τη δική του σειρά, μέχρι να του περάσει το πρόβλημα. Ο Ερυξίμαχος συμφώνησε να αλλάξουν σειρά και επιπλέον του έδωσε τις παρακάτω οδηγίες για να σταματήσει τον λόξυγγα (185D-E):
ἐν ᾧ δ’ ἂν ἐγὼ λέγω ἐὰν μὲν σοι ἐθέλῃ ἀπνευστὶ ἔχοντι πολὺν
χρόνον παύεσθαι ἡ λύγξ· εἰ δὲ μή, ὕδατι ἀνακογχυλίασον. εἰ
δ’ ἄρα πάνυ ἰσχυρά ἐστιν, ἀναλαβών τι τοιοῦτον οἵῳ κινήσαις
ἄν τὴν ῥῖνα, πτάρε· καὶ ἐὰν τοῦτο ποιήσῃς ἅπαξ ἢ δίς, καὶ εἰ
πάνυ ἰσχυρά ἐστι, παύσεται.
Σε μετάφραση
΄Οση ώρα εγώ μιλώ, αν μεν κρατώντας την αναπνοή σου για πολύ ώρα θέλει
ο λόξυγγας να σου σταματήσει, έχει καλώς· ειδεμή, κάνε γαργάρα με νερό.2
Αν τώρα είναι πολύ δυνατός, πάρε κατιτί και μ’ αυτό πείραξε τη μύτη σου
και φταρνίσου· κι αν αυτό το κάνεις μια-δυο φορές, και πολύ δυνατός να
είναι, θα σταματήσει.
΄Οσο για το ρήμα γαργαλάω (ομόρριζα: γαργάλημα, γαργαλητό, γαργαλιστικός), είναι μεσαιωνικός τύπος προερχόμενος από το αρχαίο γαργαλίζω, που σημαίνει ερεθίζω, όπως και σήμερα.
Ο Αριστοτέλης στο Περὶ ζῴων μορίων γράφει ότι οι γαργαλιζόμενοι ταχὺ γελῶσι και λίγο παρακάτω:
τοῦ δὲ γαργαλίζεσθαι μόνον ἄνθρωπον αἴτιον ἥ τε λεπτότης
τοῦ δέρματος καὶ τὸ μόνον γελᾶν τῶν ζῴων ἄνθρωπον.
ὁ δὲ γαργαλισμὸς γέλως ἐστὶ διὰ <κνήσεως> τοιαύτης
τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην.
Σε μετάφραση
Η αιτία της ύπαρξης του γαργαλήματος είναι μόνο ο άνθρωπος
και η λεπτότητα του δέρματος, και απ’ όλα τα ζώα μόνο ο άνθρωπος
γελά. Το δε γαργάλημα προκαλεί το γέλιο με αυτού του είδους
το ερεθιστικό ξύσιμο στο γύρω από τη μασχάλη μέρος.
Το ρήμα γαργαλίζω είχε και τη μεταφορική σημασία τής πρόκλησης διέγερσης των αισθήσεων που διατηρήθηκε επίσης στο σύγχρονο γαργαλάω.Ο Πλούταρχος γράφοντας στα Υγιεινὰ παραγγέλματα περί φαγητών και ποτών εισηγείται την προτίμηση αυτών που κάνουν καλό στο στομάχι και όχι στο στόμα και εκείνων που δεν ενοχλούν την πέψη, όχι τῶν τὴν γεῦσιν σφόδρα γαργαλιζόντων, όχι αυτών που ερεθίζουν υπερβολικά τη γεύση.
Τελειώνουμε με ένα χαριτωμένο επίγραμμα του Ιουλιανού από Υπάρχων, επιγραμματοποιού του 6ου αι. μ. Χ. (Παλατινὴ Ανθολογία ΧVI, 388 ).
Στέφος πλέκων ποθ’, εὗρον
ἐν τοῖς ῥόδοις Ἔρωτα·
καὶ τῶν πτερῶν κατασχών,
ἐβάπτισ’ εἰς τὸν οἶνον.
λαβὼν δ’ ἔπιον αὐτόν·
καὶ νῦν ἔσω μελῶν μου
πτεροῖσι γαργαλίζει.
Σε μετάφραση
Κάποτ’ εκεί που ένα στεφάνι έπλεκα,
μέσα στα τριαντάφυλλα τον ΄Ερωτα ανακάλυψα·
απ’ τις φτερούγες του τον άρπαξα,
μες στο κρασί τον βούτηξα
κι ύστερα πήρα και τον ήπια·
και τώρα μες στο σώμα μου
με τις φτερούγες του με γαργαλάει.