Η έκφραση αυτή, η οποία δηλώνει ότι κάποιος κάνει απεγνωσμένο αγώνα με όλες τις δυνάμεις του, είναι ο παραλλαγμένος τύπος της αντίστοιχης αρχαίας που με αυτή τη μορφή διασώθηκε μέχρι σήμερα, και θα τη συναντήσουμε εδώ σε ένα κείμενο της ύστερης αρχαιότητας, έναν Νεκρικὸ Διάλογο του Λουκιανού.
Η λέξη «νύχι» προέρχεται από το αρχαίο ὀνύχιον, υποκοριστικό τού ὄνυξ,-χος (ὁ) ‒ εξού, μεταξύ άλλων παραγώγων, και ἡ παρ-ωνυχία ή παρ-ωνυχίς,-ίδος= παρωνυχίδα ή παρανυχίδα.
Με το ουσιαστικό ὄνυξ έχουμε σε χρήση και δύο στερεότυπες παροιμιακές φράσεις, κληρονομημένες επίσης από τους αρχαίους χρόνους: ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων και ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα.
Η πρώτη σημαίνει από πολύ μικρή ηλικία, όταν δηλαδή τα νύχια του μικρού παιδιού είναι απαλά, γενικώς από πολύ νωρίς. Σε ένα επίγραμμά του (Παλατινὴ Ανθολογία V 129) ο επιγραμματοποιός Αυτομέδων1 μιλάει για μια χορεύτρια από την Ασία, τὴν κακοτέχνοις σχήμασιν ἐξ ἁπαλῶν κινουμένην ὀνύχων, που από μικρή λυγίζει το κορμί της κάνοντας άσεμνες κινήσεις.
Η δεύτερη φράση ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα (εννοείται τεκμαίρομαι = κρίνω, συμπεραίνω) αποδίδεται στον λυρικό ποιητή Αλκαίο και δηλώνει, κρίνω το σύνολο από ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό μέρος του, όπως το λιοντάρι από τα δυνατά του νύχια. Και στον Ερμότιμο του Λουκιανού διαβάζουμε– μιλάει το ομώνυμο πρόσωπο του διαλόγου: «Όπως λέγεται, ένας γλύπτης, νομίζω ο Φειδίας, είδε μόνο το νύχι ενός λιονταριού και από εκείνο υπολόγισε πόσο ήταν ολόκληρο το λιοντάρι και το έπλασε κατά την αναλογία του νυχιού».
Η λέξη «δόντι» προέρχεται από τον μεσαιωνικό τύπο «(τό) ὀδόντιον», υποκοριστικό τού αρχαίου ὀδούς, ὀδόντος (ὁ). Σχετικά με το όνομα αυτό, αξίζει να σημειώσουμε ότι η παρομοίωση των δοντιών με μαργαριτάρια είναι αρχαία επιβίωση, όπως βλέπουμε σε ένα άλλο κείμενο του Λουκιανού, τις Εἰκόνες. Εκεί, ένα από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, περιγράφοντας με θαυμασμό μία πανέμορφη γυναίκα, λέει στον συνομιλητή του πως, όταν αυτή χαμογέλασε, φανέρωσε τα δόντια της τα οποία, για να αποδώσει τη λευκότητα και τη συμμετρία τους, τα παρομοιάζει με υπέροχο περιδέραιο ἐκ τῶν στιλπνοτάτων καὶ ἰσομεγεθῶν μαργαριτῶν, αποτελούμενο από τα πιο στιλπνά και ισομεγέθη μαργαριτάρια. Αλλά και η λαϊκή αντίληψη ότι, όταν βλέπεις στο όνειρό σου πως χάνεις κάποιο δόντι, θα χάσεις δικό σου άνθρωπο, είναι επίσης επιβίωση αρχαίας δοξασίας.
Περνάμε τώρα στην έκφραση «με νύχια και με δόντια» και στον διάλογο δύο νεκρών κυνικών φιλοσόφων, του Κράτητος και του Διογένους. Αφορμή της συνομιλίας τους είναι δύο πλούσια ξαδέλφια, ο Μοίριχος και ο Αριστέας που είχαν κάνει διαθήκες, αφήνοντας ο μεν Μοίριχος στον Αριστέα την περιουσία του αν πέθαινε πριν από αυτόν, και ο Αριστέας τη δική του στον Μοίριχο, αν άφηνε πρώτος τον μάταιο τούτο κόσμο. Τελικά πέθαναν την ίδια μέρα και την περιουσία τους την κληρονόμησαν κάποιοι συγγενείς τους. Και οι δύο φιλόσοφοι βρίσκουν την ευκαιρία να μιλήσουν για έναν άλλον πλούτο, αυτόν που οι ίδιοι κληρονόμησαν από τους δασκάλους τους, δηλαδή τη σοφία, την αυτάρκεια, την αλήθεια, την παρρησία, την ελευθερία· περιουσία που, όσο ζούσαν, άφηνε αδιάφορους τους άλλους ανθρώπους οι οποίοι είχαν τον νου τους στο χρυσάφι. Ο Διογένης μάλιστα λέει ότι, όταν προσπαθούσε κανείς να τους διδάξει κάποια από αυτές τις αρετές, ήταν άδικος κόπος, γιατί τα λόγια του έφευγαν, έρρεαν σαν μέσα από αγγείο που ο πυθμένας του δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει και συνεχίζει:
[…] οἷόν τι πάσχουσιν αἱ τοῦ Δαναοῦ αὗται παρθένοι
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἐπαντλοῦσαι· τὸ δὲ χρυσίον
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ ἐφύλαττον.
Σε μετάφραση
[…][και τους συνέβαινε] κάτι ανάλογο με αυτό που παθαίνουν
οι νεαρές κόρες του Δαναού2 που προσπαθούν να γεμίσουν
το τρύπιο πιθάρι με νερό· και το χρυσάφι το φύλαγαν
με δόντια και με νύχια και με κάθε άλλο τρόπο.
1)Καταγόταν από την Κύζικο, και η ακμή του τοποθετείται στα τέλη του 1ου αι. π. Χ.
2) Ο Δαναός ήταν γιος του βασιλιά της Αιγύπτου Βήλου και αδελφός του Αιγύπτου· έλαβε από τον πατέρα του τη Λιβύη, απέκτησε πενήντα θυγατέρες, ο δε Αίγυπτος πενήντα γιους. Τα δύο αδέλφια ήλθαν σε προστριβή για την εξουσία, και ο Δαναός εγκατέλειψε μαζί με τις κόρες του τη Λιβύη και ήλθε και εγκαταστάθηκε στο ΄Αργος της Πελοποννήσου. Λίγο αργότερα όμως έφθασαν στο ΄Αργος οι πενήντα γιοι του Αιγύπτου και του ζήτησαν να παντρευτούν τις κόρες του. Ο Δαναός, αμφιβάλλοντας για τις καλές προθέσεις τους, συγκατατέθηκε μεν για τους γάμους, αλλά διέταξε κρυφά τις Δαναΐδες να σκοτώσουν τους συζύγους τους, και όλες, εκτός από μία, εκτέλεσαν την εντολή του. Κατά μία εκδοχή, καταδικάστηκαν να κατεβούν στον ΄Αδη και να προσπαθούν να κουβαλούν νερό με ένα τρύπιο πιθάρι, απ’ όπου προήλθε η παροιμιακή φράση εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν γι’ αυτούς που ματαιοπονούν.